Κατίνα Παξινού η σπουδαία Ελληνίδα ηθοποιός

Η Κατίνα Κωνσταντοπούλου – Παξινού (15 Δεκεμβρίου 1900 – 22 Φεβρουαρίου 1973) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός, κυρίως δραματικού ρεπερτορίου, παγκόσμιας φήμης. Το καλλιτεχνικό δαιμόνιο, το φλογερό duente που έκαιγε ασίγαστα κάτω απ’ τα στήθη της έγινε ούριος άνεμος, καπνός γύρω από το όνομα της. Σαν μια αόρατη δάφνη που στεφανώνει ακόμη τη δόξα και τη φήμη μιας σπουδαίας Ελληνίδας που κατέκτησε τον κόσμο όλο, κυριολεκτικά!

Η Αικατερίνη Παξινού, το γένος Κωνσταντοπούλου, η Κατίνα του ελληνικού θεάτρου, το «Κατινάκι» των δικών της και αργότερα των αγαπημένων της φίλων, γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου του 1900 στον Πειραιά. Μετά τα όμορφα παιδικά χρόνια στο Λιμάνι, θα βγει στο εξωτερικό με παρότρυνση της οικογένειας της, για να καλλιεργήσει αυτό το ιδιαίτερο στοιχείο που διέκριναν εγκαίρως στη φωνή της. Θα σπουδάσει στο Ωδείο της Γενεύης, καθώς και σε σχολές του Βερολίνου και της Βιέννης, βάζοντας έτσι γερά θεμέλια για μια καριέρα εκτυφλωτική, δίχως προηγούμενο για Ελληνίδα ηθοποιό.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΓΕΝΝΗΜΕΝΗΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑΣ

Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Σκηνή του δημοτικού Θεάτρου Πειραιά ως λυρική ηθοποιός, στην όπερα Αδελφή Βεατρίκη, του Δημήτρη Μητρόπουλου, κρατώντας «με το καλημέρα» τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Το 1928,εμφανίζεται στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη και παίρνει το βάπτισμα του πυρός στο θέατρο πρόζας, παίζοντας στο έργο του Ανρί Μπατάιγ, Γυμνή Γυναίκα. Το 1931,προσχωρεί μαζί με το σύζυγο της Αλέξη Μινωτή στο Συνεταιρικό Θίασο του Αιμίλιου Βεάκη, ανεβάζοντας έργα του διεθνούς ρεπερτορίου, όπως τα Πόθοι κάτω από τις λεύκες, του Ευγένιου Ο Νιλ, Ο Πατέρας, του Άουγκουστ Στρίντμπεργκ, Ο Θείος Βάνιας, του Αντον Τσέχοφ. Από το1932 μέχρι το 1940 πρωταγωνιστεί στο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμηνεύει ρόλους που την καταξιώνουν ως κορυφαία ηθοποιό της εγχώριας σκηνής. Η μουσική ιδιοσυγκρασία της σε συνδυασμό με τις απεριόριστες δυνατότητες της φωνής της, η έμφυτη αίσθηση του ρυθμού και της αρμονίας που διέθετε, και μάλιστα με το παραπάνω, ο καίριος λόγος της και η αυθόρμητη κίνηση της προσέδιδαν στην κάθε ερμηνεία της ένα μοναδικό ύφος και μια εξαιρετική ποιότητα, σκηνικά αξεπέραστη εκείνη την εποχή. Με τη Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου θα εμφανιστεί στο Λονδίνο, στη Φρανκφούρτη και στο Βερολίνο, ερμηνεύοντας το ρόλο της Ηλέκτρας στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή, τη Γερτρούδη στον Άμλετ του Σαίξπηρ, και την κυρία ‘Αλβινγκ στους Βρικόλακες του ‘Ιψεν.

Η ΤΑΙΝΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΗΕ ΤΟΝ ΘΕΙΟ ΟΣΚΑΡ

Την περίοδο του πολέμου εγκαθίσταται στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου εμφανίζεται στο Μπρόντγουεϊ, ενώ παράλληλα ερμηνεύει σπουδαίους ρόλους στον κινηματογράφο, με τους οποίους κερδίζει πολύ σύντομα τη διεθνή αναγνώριση. Όταν λοιπόν ξεσπά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Παξινού θα εγκλωβιστεί στο Λονδίνο, όπου ήδη έπαιζε στο αγγλικό θέατρο με ιδιαίτερη επιτυχία/Ηταναδύνατο να επιστρέψει στην Ελλάδα, και τελικά, ταξιδεύοντας με αντιτορπιλικό (!), βρέθηκε στην Αμερική, στην άλλη ακτή του Ατλαντικού. Εκεί, κάποιος από την εταιρεία παραγωγής Paramount πρόσεξε σε κάποια παράσταση στη Νέα Υόρκη και της έδωσε το Β’ γυναικείο ρόλο στην ταινία Για ποιον χτυπά η καμπάνα, του Σαμ Γουντ, σε σενάριο Χέμινγουεϊ. Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο της έδωσε με τη σειρά του μια υποψηφιότητα για Όσκαρ. Σύμφωνα με τα όσα η ίδια αφηγήθηκε στον εγγονό της, το γνωστό ηθοποιό Αλέξανδρο Αντωνόπουλο, την ημέρα της απονομής βρισκόταν από νωρίς στην αίθουσα, καθισμένη δίπλα στον πρωταγωνιστή της ταινίας Γκάρι Κούπερ. «Όμως από την ταραχή μου δεν άκουσα το όνομα μου. Χρειάστηκε να μου το πει εκείνος: “Μα, εσένα λένε” μου ψιθύρισε, σπρώχνοντας με στη σκηνή». Η χαρά της ήταν απερίγραπτη. Ανεβαίνοντας στη σκηνή και παίρνοντας το αγαλματίδιο στα χέρια της, το αφιέρωσε στους Έλληνες συναδέλφους της, που τότε, λόγω του πολέμου, αγωνίζονταν πίσω στην πατρίδα. Δεν ήξερε καν αν ήταν ζωντανοί! Το πρώτο «ελληνικό» Όσκαρ έφερε επάνω του χαραγμένο το ονοματεπώνυμο: Katina Paxinou. Ας μην ξεχνάμε ότι η Παξινού παραμένει μέχρι σήμερα η μόνη Ελληνίδα ηθοποιός που έχει πάρει ‘Οσκαρ… Σχετικά με τη ζωή της στο Χόλυγουντ και σύμφωνα με τα όσα είχε αφηγηθεί στο δημοσιογράφο και συγγραφέα Δημήτρη Λυμπερόπουλο, φέρεται να είπε: «Όταν ζούσα στο Χόλιγουντ, κατάλαβα ότι ο κινηματογράφος είναι σαν την εκκλησία, με τους πριμάτους και τις πριμαντόνες, που με τις χρυσοποίκιλτες αμφιέσεις μαγεύουν ή αποβλακώνουν τους θεατές-ποίμνιο… Μπροστά στις κάμερες, αλλά και πίσω τους, υπάρχουν καλοί και κακοί επαγγελματίες, αλλά κυρίως τα πάντα κινούν άπληστοι στο δολάριο παραγωγοί».

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΩΣ ΤΡΑΓΩΔΟΥ

Το 1949 -πέντε χρόνια μετά τη βράβευση της για το ρόλο της Πιλάρ- τιμήθηκε με το Βραβείο Κοκτό στο Φεστιβάλ Μπίαριτς, για την ερμηνεία της στην ταινία Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα. «Είναι τόσο σπάνιο στον καιρό μας» είχε πει ο πατέρας της αμερικάνικης δραματουργίας Ευγένιος Ο’ Νίλα για την Κατίνα Παξινού «ν’ ανταμώσει κανείς στο θέατρο μια τόσο εκλεκτή και απλή γυναίκα και συνάμα μια τόσο σπουδαία καλλιτέχνιδα». Εκείνη θα επιστρέψει μόνιμα στην Ελλάδα το 1952, όπου και θα αρχίσει ξανά τις εμφανίσεις της στο Εθνικό Θέατρο, με τον Αλέξη Μινωτή να σκηνοθετεί Ίψεν και Λόρκα, αλλά με κύριο πλέον σκηνικό ενδιαφέρον τις παραστάσεις αρχαίων θεατρικών έργων. Έλαβε αδιάλειπτα μέρος στα διάφορα φεστιβάλ της δεκαετίας του ’50 με παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο/Όμως δεν εγκατέλειψε ποτέ την αγάπη της για τον κινηματογράφο. Έπαιξε στις ταινίες Ο κύριος Αρκάντιν του ‘Ορσον Γουέλςκαι Ο Ρόκος και τα αδέλφια τούτου Λουκίνο Βισκόντι(1960) πλάι στο νεαρό τότε γόη του ευρωπαϊκού σινεμά Αλεν Ντελόν, αλλά και στο συμπατριώτη της ηθοποιό Σπύρο Φωκά. Το 1968, μετά τη σημαντικότατη θητεία της στο Εθνικό Θέατρο, η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής συγκροτούν δικό τους θίασο που περιοδεύει στο Θέατρο Αυλαία της Θεσσαλονίκης και στο Θέατρο Διάνα της οδού Ιπποκράτους στην Αθήνα. Την περίοδο 1971-1972 ερμηνεύει στο Θέατρο Πάνθεον την τελευταία μεγάλη της επιτυχία, στην παράσταση Μάνα Κουράγιο, του Μπρεχτ. Η αεικίνητη χορογράφος Μαρία Χορς έχει εδώ μια προσωπική μαρτυρία να αφηγηθεί από τη μακρόχρονη συνεργασία μαζί της, την εποχή που ήταν άρρωστη, στο επί σκηνής κύκνειο άσμα της. «Μόλις τελείωσε την παράσταση Μάνα Κουράγιο και βγήκε για να χαιρετίσει το κοινό που χειροκροτούσε, έψαξε με το βλέμμα της ανάμεσα στους συντελεστές τον Μινωτή και αφού τον εντόπισε του είπε: “Δεν ξέχασα τίποτε απόψε, τα είπα όλα”». Ο τελευταίος της ρόλος στον κινηματογράφο ήταν στην ταινία Το νησί της Αφροδίτης, πολύ νωρίτερα απ’ ότι στο θέατρο, το 1969.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΙΜΗΜΕΝΗ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ

Η Κατίνα Παξινού, εκτός από τις αξέχαστες ερμηνείες της στο θέατρο και στον
κινηματογράφο, επιδόθηκε σε μεταφράσεις θεατρικών έργων του Ευγένιου Ο’ Νιλ και έγραψε τη μουσική για την παράσταση Οιδίπους Τύραννος, του Σοφοκλή, που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του Φώτου Πολίτη το1933 και σε σκηνοθεσία του Αλέξη Μινωτή το1952. Παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Ανώτερο Ταξιάρχη Γεωργίου Α’ και με τον Ανώτερο Ταξιάρχη της Δυτικής Γερμανίας. Τιμήθηκε ακόμη με τον τίτλο της Αξιωματούχου Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλίας και με το Βραβείο «Ιζαμπέλλα Ντ’ Εστέ». Πέρα όμως από τα παράσημα, τις διακρίσεις, τα βραβεία, τα χειροκροτήματα, τα δύσκολα «εύγε» και «μπράβο», η Παξινού υπήρξε ένας άνθρωπος απλός. Το μαγείρεμα, το κέντημα και τα λουλούδια ήταν τα πάθη της, οι σταθερές ασχολίες της. Τα άνθη που καλλιεργούσε μόνη της τώρα τυλίγουν την προτομή της στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Ερωτήματα ρουτίνας του τύπου «τι θα φάμε;», «πόσους θα καλέσουμε απόψε;», «πριν ή μετά την παράσταση;» γέμιζαν το υπόλοιπο της μέρας της όταν δεν έκανε πρόβες ή δεν έδινε τον καλύτερο της εαυτό στους απαιτητικούς ρόλους με τους οποίους καταπιανόταν και έφερνε πάντα επάξια στο επίπεδο που το όνομα και η τελειομανία της απαιτούσαν. Όπως γράφει ο σύντροφος της ζωής και της τέχνης της -άλλη εμβληματική φυσιογνωμία του θεάτρου μας- Αλέξης Μινωτής: «Η αμεσότητα ήταν το κύριο συστατικό της ιδιοσυγκρασίας της. Τίποτε το Θεωρητικό/Ήταν παντού ολόκληρη, ένα υλοποιημένο πνεύμα στην τελειότητα. Μια αληθινή μορφή γεμάτη, απόλυτα πραγματοποιημένη από στέρεα ψυχωμένα στοιχεία δύναμης, ευαισθησίας και ρυθμικού κάλλους… Ανανεωνόταν με τέτοια ραγδαιότητα, που δεν πρόφταινες να προσδιορίσεις τις πηγές από όπου ανέβλυζε η τόση νεότητα. Λέω και πιστεύω, από την αθωότητα, τη σύμφυτη με τη δημιουργική ιδιοφυΐα, που ίσχυε όχι μόνο στην τέχνη, μα και στη ζωή…».