Δικολάβος

Εισαγωγικό σημείωμα: το επάγγελμα του Δικολάβου τείνει να εξαλειφθεί ή έχει εξαλειφθεί σήμερα, γεννήθηκε σαν τέκνο της «ανάγκης», από την έλλειψη Δικηγόρων τα παλαιότερα χρόνια και ήκμασε μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 60.

Δικολάβος ονομάζεται ο νομικός ο οποίος αναλαμβάνει να παρέχει νομικές συμβουλές σε κάποιον ή να τον εκπροσωπήσει ενώπιον συγκεκριμένων ειρηνοδικείων στην έδρα των οποίων δεν υπάρχουν αρκετοί δικηγόροι. Ο νόμος τον χαρακτηρίζει άμισθο δημόσιο λειτουργό, και για να διοριστεί δεν χρειάζεται να διαθέτει πτυχίο Νομικής. Το επάγγελμα του δικολάβου είναι ένα επάγγελμα που τείνει να εξαφανιστεί, κυρίως επειδή δεν υπάρχουν πια Ειρηνοδικεία που να μην έχουν δικηγόρους, λόγω του πληθωρισμού που χαρακτηρίζει το δικηγορικό επάγγελμα σήμερα.

Δικολάβος μπορεί να διοριστεί κάποιος μόνο εάν δεν υπάρχουν 4 τουλάχιστον δικηγόροι ή ασκούμενοι δικηγόροι στην έδρα κάποιου Ειρηνοδικείου. Στην περίπτωση που πληρούται η προϋπόθεση αυτή, επιτρέπεται η εκπροσώπηση και υπεράσπιση των διαδίκων ενώπιον του Ειρηνοδικείου αυτού και ενώπιον του μεταβατικού Μονομελούς Πλημμελειοδικείου που συνεδριάζει στην έδρα του Ειρηνοδικείου τούτου. Βέβαια, σε κάθε Ειρηνοδικείο δεν μπορούν να διοριστούν παραπάνω από 4 δικολάβοι.

Για να διοριστεί κάποιος ως δικολάβος πρέπει: α) να είναι Έλληνας πολίτης ή πολίτης κράτους του ΕΟΧ, β) να έχει συμπληρώσει το 21ον έτος της ηλικίας του και να μην είναι δημόσιος υπάλληλος, γ) να έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, ή να έχει απαλλαγεί νομίμως από αυτές, δ) να έχει την ικανότητα να παρίσταται στα Δικαστήρια και να μη διατελεί σε δικαστική συμπαράσταση και να μη έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως, ε) να μη έχει καταδικαστεί για οποιοδήποτε κακούργημα ή για κάποιο πλημμέλημα συνεπεία του οποίου στερήθηκε των πολιτικών του δικαιωμάτων, στ) να έχει απολυτήριο τουλάχιστον Λυκείου ή ισότιμης Σχολής, ή τουλάχιστον πενταετή προϋπηρεσία σε θέση γραμματέα δικαστηρίου και ζ) να επιτύχει σε εξετάσεις ενώπιον Επιτροπής αποτελούμενης από τον Προέδρου και τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών και τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου, της περιφερείας στην οποία υπάγεται το Ειρηνοδικείο στο οποίο θέλει να ασκήσει ο δικολάβος τα καθήκοντά του. Απαλλάσσεται της εξέτασης ο πτυχιούχος Ανωτάτης Σχολής.
Αφού πληρωθούν οι παραπάνω προϋποθέσεις, ο Δικολάβος διορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και που ανακοινώνεται στον Δικηγορικό Σύλλογο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει το Ειρηνοδικείο όπου θα ασκήσει τα καθήκοντά του. Στη συνέχεια, ο δικολάβος μπορεί να αναλάβει τα καθήκοντά του αφού πρώτα δώσει τον όρκο του Δημοσίου υπαλλήλου ενώπιον του Ειρηνοδικείου που έχει διοριστεί και καταβάλλει την ετήσια εισφορά υπέρ του τοπικού Δικηγορικού Συλλόγου.

Ο δικολάβος υπόκειται στις ίδιες υποχρεώσεις με τους δικηγόρους, που προβλέπει το άρθρο 46 του Κώδικα περί Δικηγόρων. Δηλαδή: 1) ο δικολάβος οφείλει να εκτελεί την εντολή που του αναθέτει ο πελάτης του ευσυνείδητα και με επιμέλεια, προσπαθώντας να λύσει πρώτα με συμβιβασμό τις διαφορές και να συμβάλλει στην επικράτηση της αληθείας και του δικαίου, και 2) ο δικολάβος οφείλει να μην υπερασπίζεται παράνομες και προφανώς άδικες υποθέσεις, ν' απέχει από κάθε πλάγιο τρόπο υπεράσπισης, να μην παραμελεί την εκτέλεση της εντολής που του ανατέθηκε και να μην παρελκύει τις δίκες. Επίσης, ο δικολάβος είναι υποχρεωμένος να διατηρεί γραφείο στην έδρα του Ειρηνοδικείου όπου είναι διορισμένος.

Οι δικολάβοι υπόκεινται όπως και οι Δικηγόροι σε πειθαρχική δίωξη ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου στην περιφέρεια του οποίου ασκούν το επάγγελμά τους. Οι δικολάβοι μπορεί να διωχθούν πειθαρχικά, σε γενικές γραμμές, για τα ίδια πειθαρχικά αδικήματα που ισχύουν και για τους δικηγόρους και ιδίως εάν ασκούν παράλληλα και επάγγελμα ασυμβίβαστο με αυτό του δικηγόρου ή δεν ασκούν πραγματικά το επάγγελμά τους από γραφείο στην έδρα του Δικαστηρίου όπου είναι διορισμένοι.

Πηγή: el.wikipedia.org