Η Σκλαβιά του Βλέμματος και ο Ζυγός της Ασχήμιας

                       


Στα δρομάκια και στις πλατείες της Αθήνας, στις «καλές» γειτονιές και στους εμπορικούς της δρόμους αδιακρίτως μπορεί κάποιος να θαυμάσει τα δείγματα της σύγχρονης αισθητικής αντίληψης των Νεοελλήνων. Κακοπληρωμένοι μετανάστες, αναρχοαυτόνομοι αφισοκολλητές, αυτόκλητοι καλλιτέχνες του δρόμου, άνθρωποι που δρουν τα βράδια ή νωρίς το πρωί, ως πάλαι ποτέ καλικάντζαροι την περίοδο των εορτών, ξεδιπλώνουν την «χάρη» τους, δίχως ντροπή: αφίσες ή έστω ίχνη τους, μπογιές και άλλα τινά «διακοσμητικά» διαφημίζουν και προβάλλουν από πολιτικές παρατάξεις μέχρι γκρούπες ψευδοφιλοσοφικής/παραψυχολογικής κατεύθυνσης, κλειδαράδες, φροντιστήρια, περιθωριακές εκδηλώσεις και φοιτητικά πάρτυ που εισβάλλουν με ορμή στον αμφιβληστροειδή του άτυχου commuter ή, ακόμη χειρότερα για μας, ξένου επισκέπτη. Πρόκειται περί ενός «φαντασμαγορικού» θεάματος μαζικής καταστροφής: παραμελημένοι νεοκλασικοί τοίχοι που μπορείς να δεις μόνον αν παραμερίσεις την «ταπετσαρία» από αφίσες, χαρτιά και χαρτάκια πάνω σε οιαδήποτε επιφάνεια που συναπαρτίζουν μια μάζα σκουπιδιών που αργά ή γρήγορα γλιστράει στην πρώτη βροχή στο ταλαίπωρο πεζοδρόμιο και άγεται και φέρεται από τα πόδια των πεζών, καφέδες χυμένοι από τα ακούσια χτυπήματα των συνωστισμένων εργαζομένων, αυτοκόλλητα που δημιουργούν «βυζαντινά ψηφιδωτά» στις κολώνες της σκοτεινής φυλακής του κλεινού άστεως, το οποίο ασχημαίνει έτι περισσότερο, όταν ο καιρός μελαγχολεί.


Το χειρότερο με το κέντρο της Αθήνας είναι ότι, συν τω χρόνω, έχει δημιουργηθεί ένα αδιαπέραστο, για το ανθρώπινο βλέμμα, πλέγμα από κάθε λογής κολώνες, εναέρια καλώδια και σύρματα. Ο Αθηναίος, είτε ως επιβάτης των αστικών αργόσυρτων συγκοινωνιών είτε ως βιαστικός διαβάτης, μπορεί να μετρήσει δεκάδες «χρήσιμες» κολώνες: μία κολώνα για τον φωτισμό των οδών, μία κολώνα για τις πινακίδες της Τροχαίας, μία κολώνα για τα φανάρια, μία κολώνα για το ρεύμα του Τραμ, μία κολώνα για την ηλεκτροδότηση του τρόλεϊ, μία κολώνα για τον φωτισμό του δρόμου, μία κολώνα για την κάμερα του Μεγάλου Αδελφού, μία κολώνα για την προσοδοφόρα διαφημιστική πινακίδα, μία κολώνα για το δημοτικό ρολόι που δεν λειτουργεί αλλά απλώς διακοσμεί κοκ. Το άσχημο αυτό δάσος από κολώνες και στύλους που δυσχεραίνει το βλέμμα στον κάθετο άξονα συνοδεύεται από τα οριζόντια σύρματα του τρόλεϊ, του τραμ και της Δ.Ε.Η. προς ενίσχυση της ανείπωτης διαπίστωσης ότι ζούμε και εργαζόμαστε σε ένα στενόχωρο κλουβί, το οποίο δεν είναι καν «χρυσό». Αλλά το κακό δεν σταματά στην αίσθηση της διαβίωσης σε ένα κλουβί. Το αίσθημα της αναπόδραστης περικύκλωσης από την ασχήμια εντείνεται ολοκληρωτικά από τα μαυρισμένα από το χρόνιο νέφος κτήρια, τα μισοτελειωμένα αυθαίρετα, τα κατεσπασμένα πεζοδρόμια, τα λεηλατημένα πλακάκια, τις απολιθωμένες τσίχλες στα πλακάκια, τους σκεπασμένους τοίχους από τα αυτοκόλλητα κάθε λογής αφισσοκολλητή, τα «ευφυή» αναρχικά συνθήματα στα μνημεία της Ακαδημίας και των Προπυλαίων του Πανεπιστημίου.


Η πόλη αυτή κυριολεκτικά και μεταφορικά ούτε περπατιέται (είναι αδύνατο δύο άνθρωποι να περπατήσουν πάνω από πέντε μέτρα δίπλα-δίπλα χωρίς διακοπή!) ούτε βλέπεται, εκτός αν κάποιος θέλει να δοκιμάσει έναν ιδιότυπο σκωτσέζικο ντους απότομης εναλλαγής από την κακή στην χειρότερη αισθητική. Χαρακτηριστική η κάθοδος της οδού Ευριπίδους: από την άναρχη δεκαετία του 90’ εισέρχεται κάποιος απότομα στην παρακμιακή δεκαετία του 60΄ και 50΄, ίσως και χειρότερα. Απογοητευτική ξενάγηση στα διαχρονικά επιτεύγματα της πολεοδομικής μας «τέχνης» και της ανυπαρξίας συνεχούς αστικού ιστού, φαντάζομαι ότι θα αποκλείεται από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς. Λίγο πιο πέρα το βλέμμα έρχεται σε άμεση επαφή με κάτι που κάποτε «συναντούσαμε» από απόσταση ασφαλείας στα ζοφερά αμερικανικά φιλμ: τα αναπτυσσόμενα ημεδαπά γκέτο των μεταναστών της πλατείας Θεάτρου και της οδού Σωκράτους. Το παρελθόν των Η.Π.Α. μεταμορφώνεται σε δικό μας παρόν. Είχαμε υπεραρκετό χρόνο να λάβουμε μέτρα, αλλά φυσικά τίποτε δεν έγινε…


Η Αθήνα, λοιπόν, παρουσιάζει εικόνα προχωρημένης σήψης και παρακμής, γιατί η αισθητική της προσιδιάζει σε αισθητική δημόσιας χωματερής. Κατά τούτο δικαιώνεται και σε αισθητικό επίπεδο η πρόσφατη από άμβωνος ομώνυμη έκφραση Ζουράρη για το ήθος και την ποιότητα των Αθηνών. Η Αθήνα είναι και φαίνεται χωματερή. Η εξωραϊστική ξεπέτα των Ολυμπιακών Αγώνων προσέφερε απλώς μια πρόσκαιρη ανάπαυλα στο μόνιμο πρόβλημα: την παντελή έλλειψη πολιτιστικής κατεύθυνσης της πρωτεύουσας και φυσικά αγωγής των κατοίκων της. Διότι η πρωτεύουσα απλώς πρωτεύει στις κακές συνήθειες των Ελλήνων, δεν είναι ούτε πρωτεύουσα της ομορφιάς, ούτε κάποιας αρετής.


Έπειτα ορισμένοι αναρωτούνται για ποιους λόγους αδυνατεί να παραγάγει πια πολιτισμό ο νέος Έλληνας. Μα, όταν το βλέμμα του είναι καθημερινά σκλαβωμένο από ένα αστικό περιβάλλον που καταπνίγει την ελεύθερη ματιά του, πώς είναι δυνατό να εμπνευστεί και να δημιουργήσει; Όταν πληγώνουν ανεπανόρθωτα την αισθητική του οι κοφτερές γωνίες των πολυκατοικιών, ο κακοεφαρμοσμένος μοντερνισμός, αρχιτεκτονικά πειράματα τύπου πλατείας Ομονοίας και οι κακοτεχνίες των ατιμώρητων αεριτζήδων εργολάβων των δημοσίων και δημοτικών έργων, πώς είναι δυνατό να περιμένουμε κάτι καλύτερο; Ζούμε από κάθε άποψη σε μια φυλακή του πνεύματος με τοίχους την άθλια ελληνική τηλεόραση, το διαβρωμένο σχολείο, το ελεεινό αστικό περιβάλλον και την κατεστημένη κληρονομική ολιγαρχία της νομεκλατούρας.


Η αρχιτεκτονική είναι η ποίηση του χώρου, και ο Έλληνας όχι μόνον δεν απολαύει αυτής, αλλά, αντιθέτως, μαθαίνει να σιγοτραγουδά την κακή «μουσική» του, συνηθίζει στην αισθητική του στραβοχυμένου και λεηλατημένου χώρου. Απορώ πραγματικά με κείνους που ισχυρίζονται ότι αγαπούν την Αθήνα, ότι τούς αρέσει το κέντρο της. Εικάζω είτε ότι το προτιμούν έναντι των ακόμη χειρότερων συνοικιών τους είτε ότι ανήκουν στην κατηγορία των Ελλήνων που τό επισκέπτονται μονάχα τα βράδια αποβιβαζόμενοι κατευθείαν από το νεοαποκτηθέν ρυπογόνο SUV τους στο κοντινότερο μπαράκι/κέντρο/ελληνάδικο, αποφεύγοντας έτσι το σοκ της περιβάλλουσας ασχήμιας. Αυτό είναι αλήθεια: το βράδυ το πέπλο της νύχτας καλύπτει μαγικά την (τρωγλο)δυτική πολιτεία μας.


Θεόδωρος Ορέστης Σκαπινάκης