Η λέξη “ομόλογο” προέρχεται από το αρχαιοπρεπές επίρρημα «ομού» που σημαίνει μαζί και το ουσιαστικό «λόγος». Το ομού προέρχεται από το επίθετο «ομός» δηλαδή κοινός, ενωμένος το οποίο ανάγεται σε κοινή ετυμολογική αρχή με τις λέξεις «εις», «ένας» (Λεξικό Μπαμπινιώτη).
Νομίζω από την ετυμολογία της λέξεως μπορεί να γίνει αντιληπτό, γιατί το ομόλογο, θεωρείται και αποτελεί την σταθερή και αμετάβλητη συνισταμένη αξιοπιστίας του εκδότη. Στην περίπτωση του κράτους, ένας ομολογιακός τίτλος αποτελεί από μόνος του την εγγύηση για την αξιοπιστία του κράτους – εκδότη που τον καθιστά αξιόχρεο.
Με άλλα λόγια, το αντίκρυσμα ενός κρατικού ομολόγου δεν είναι μόνον η αξία του αυτή καθ’ αυτή αλλά η αξιοπιστία, ο λόγος, του ίδιου του κράτους.
Ισως αναρωτηθείτε, τι επιχειρώ. Ένα μάθημα ετυμολογίας ή μήπως μια απλοϊκή εξήγηση για το ρόλο και το αντίκρυσμα των κρατικών τίτλων; Ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Τα ελληνικά ομόλογα, εδώ και καιρό έχουν χαρακτηρισθεί «σκουπίδια» από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης. Γι’ αυτό η χώρα δεν μπορεί να δανειστεί και εξαρτάται απολύτως από τα δάνεια της Ε.Ε. και του ΔΝΤ.
Με τα νέα δάνεια, το ελληνικό χρέος εκτοξεύθηκε στα ύψη, με τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν η οικονομία βυθίστηκε στην ύφεση, τα ελλείμματα αυξήθηκαν, η ρευστότητα παραμένει ανύπαρκτη, η παραγωγική ικανότητα της χώρας δεν είναι σε θέση ούτε τις εσωτερικές ανάγκες καταβολής συντάξεων και μισθών να καλύψει. Δεν χρειάζονται ειδικές γνώσεις για να αντιληφθεί ο οποιοσδήποτε ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο. Συνεπώς η λύση του «κουρέματος» του χρέους είναι αναγκαία. Δεν ξέρουμε ακόμη εάν θα είναι και ικανή.
Το δέον είναι, αυτό το κούρεμα να γίνει εθελοντικά. Να προσέλθουν δηλαδή οι πιστωτές του ιδιωτικού τομέα που κατέχουν ελληνικούς τίτλους και να αποδεχθούν ότι θα χάσουν το 50% ή 60% ή 70% της αξίας που έχουν υπολογίσει οτι θα εισέπρατταν, επιστρέφοντας στη λήξη τους, τους τίτλους αυτούς στον εκδότη. Γιατί να το κάνουν; Μα γιατί διατρέχουν τον κίνδυνο να τα χάσουν όλα, αν η χώρα κηρύξει χρεοκοπία. Γι’ αυτό και το συζητούν και διαπραγματεύονται τα ανταλλάγματα που θα λάβουν, είτε με το επιτόκιο, είτε με άλλο τρόπο. Σε αντικατάσταση των παλαιών ομολόγων, θα λάβουν νέα πιθανότατα 30ετή με ένα επιτόκιο που να συμφέρει, έστω σχετικά.
Οι θεσμικοί επενδυτές, τράπεζες ασφαλιστικές εταιρείες, funds κ.λ.π. δεν έχουν ημερομηνία «θανάτου». Μπορεί να υπάρχουν και σε 30 και σε 50 και σε 100 χρόνια από τώρα.
Τα φυσικά πρόσωπα πάλι, εκ της μητέρας φύσεως, έχουν πεπερασμένα φεύ όρια βιωσιμότητας. Συνεπώς, άλλο σημαίνει για μια επιχείρηση οτι θα γράψει στα βιβλία της ομόλογα 30ετούς διάρκειας και άλλο για το φυσικό πρόσωπο.
Στη χώρα μας, αλλά και σε όλες σχεδόν της χώρες του κόσμου, πολλοί άνθρωποι συντηρητικοί στη μεγάλη τους πλειοψηφία, θεωρούσαν τα κρατικά ομόλογα τη μεγαλύτερη εγγύηση και την πλέον ασφαλή τοποθέτηση για τα χρήματά τους.
Πολλοί από αυτούς τους εσωτερικούς δανειστές είναι συνταξιούχοι, ή άνθρωποι της λεγόμενης μεσαίας τάξης που επέλεξαν να αγοράσουν κρατικούς τίτλους, επενδύοντας στο κράτος ένα μέρος των αποταμιεύσεών τους.
Ασφαλώς δεν είναι όλοι οι ομολογιούχοι , συνταξιούχοι και αποταμιευτές. Είναι όμως πολλοί. Εμπιστεύθηκαν τον εκδότη – κράτος, προτίμησαν το μικρότερο αλλά «σίγουρο» κουπόνι – επιτόκιο και δάνεισαν το κράτος, τη χώρα τους. Η αξία των ομολόγων που κατέχουν –μέσω της δευτερογενούς αγοράς- οι ομολογιούχοι φυσικά πρόσωπα ανέρχονται σε 2,5 δις ευρώ περίπου. Που σημαίνει οτι εφόσον δεν εξαιρεθούν από τη συμφωνία «εθελοντικής ανδιάρθρωσης» του χρέους, το κράτος θα «κερδίσει» 1,25 δις ευρώ. Ενα μεγάλο μέρος του ποσού αυτού είναι οικονομίες μιας ζωής που θα μπορούσαν να έχουν άλλη μορφή. Για παράδειγμα θα μπορούσαν να είναι προθεσμιακές καταθέσεις, που είναι εγγυημένες από το κράτος έως του ποσού των 100.000 ευρώ ανά δικαιούχο.
Η μη εξαίρεση των φυσικών προσώπων, δεν έχει ως συνέπεια μόνον την απώλεια των χρημάτων τους. Ισοδυναμεί με την αθέτηση της εγγύησης των καταθέσεων. Κι έχει ως συνέπεια την οριστική και αμετάκλητη απώλεια της εμπιστοσύνης, όχι στους πολιτικούς (αυτή έχει ήδη χαθεί) αλλά στο κράτος ως ανώτατο θεσμό. Τα πρόσωπα αλλάζουν, το πρόσωπο του αναξιόπιστου κράτους δεν μπορεί να αλλάξει στα μάτια των ανθρώπων.
Το κράτος λήσταρχος – φοροεισπράκτορας. Το σπάταλο, άδικο και ανάξιο κράτος, που δεν θα μπορέσει να ξαναδανειστεί από την εγχώρια αγορά, δηλαδή από τους πολίτες του για πολλές δεκαετίες. ¨Οχι με ομόλογα, αλλά ούτε με έντοκα μηνός.
Το κράτος που αντί να προστατεύει τους πολίτες του, επιβάλλει στους αδύναμους φόρους, μείωση εισοδημάτων, αδυναμία επιβίωσης για χιλιάδες ανθρώπους κι απ’ την άλλη χαριεντίζεται με απατεώνες και φοροφυγάδες.
Πολλοί ίσως μπερδέψουν την εμπιστοσύνη προς τους διαχειριστές της εξουσίας, με την εμπιστοσύνη προς το κράτος,. Είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Αν δεν εμπιστευόμαστε τους πρώτους, μπορούμε να τους στείλουμε σπίτι τους. Εάν δεν εμπιστευόμαστε το κράτος σαν θεσμική οντότητα, τι μας μένει;
Μήπως να το εγκαταλείψουμε παντοιοτρόπως -ακόμη κι όσοι παραμείνουμε εδώ- και να αφήσουμε στη θέση μας την ΕΚΤ με τα ακούρευτα ομόλογά της, την Τρόικα και τον αλαζόνα κ. Τόμσεν;
Πηγή: protothema.gr