Τα όστρακα βουλιάζουν στο βυθό της θάλασσας

Πώς γίνεται ένας τόσο ελπιδοφόρος τομέας της οικονομίας, με πρωτογενή παραγωγή, μεταποιητικές μονάδες και τεράστιες δυνατότητες για νέες θέσεις εργασίας, να κοντεύει να βουλιάξει;

Η αλιεία οστράκων, που αποτελεί σημαντική δραστηριότητα στη Βόρεια Ελλάδα, είναι μια ακόμη πονεμένη ιστορία, από τις πολλές που μπορεί να διηγηθεί η χώρα μας.

Τα παράδοξα για το ελληνικό όστρακο δεν έχουν τελειωμό, αλλά τα βασικά προβλήματά του οφείλονται κατά κόρον στην πολύχρονη ανοργανωσιά και προχειρότητα του ελληνικού κράτους και της γραφειοκρατίας των υπηρεσιών. Ενός κράτους που αφήνει ένα πρόβλημα επί δεκαετίες να σύρεται, ώσπου αποκτά δηλητηριώδεις παραφυάδες, με αποτέλεσμα να χάνονται χιλιάδες ευρώ, σε βαρέλι δίχως πάτο, για μελέτες που δεν εφαρμόζονται.

Τη δεκαετία του '50

Η οστρακοαλιεία στη Βόρεια Ελλάδα, με επίκεντρο τα νερά του Θερμαϊκού, αρχίζει ν' αναπτύσσεται τη δεκαετία του '50. Τις επόμενες δεκαετίες και ειδικά μετά το '80 γνωρίζει μεγαλύτερη άνθηση.

«Ο όγκος παραγωγής οστράκων τότε ήταν τεράστιος, σε σημείο η Χαλάστρα και η Νέα Κρήνη να μάθουν τη Θεσσαλονίκη να καταναλώνει μαζικά όστρακα», εξηγεί ο Σπύρος Τσιάρας, τεχνολόγος-ιχθυολόγος, ψαράς κι εκτροφέας μυδιών.

Είναι η εποχή που στα νερά αφθονούν, εκτός από ψάρια, γαρίδες και σουπιές, στρείδια, μύδια, χάβαρα, κυδώνια, καλόγνωμες, χτένια. Για την οστρακοαλιεία επιλέγονται ως βασικοί τρόποι αλίευσης ο αργαλειός και η αλίευση με κατάδυση.

Οι περιοχές όπου δραστηριοποιούνται οι ψαράδες είναι η Χαλάστρα και οι εκβολές Αξιού και Λουδία και, επιπλέον, το αλιευτικό καταφύγιο Μεθώνης και το αλιευτικό καταφύγιο του Κίτρους Πιερίας. Η φήμη του σαλονικιώτικου όστρακου εξαπλώνεται και διαπιστώνεται ότι υπάρχει κι εμπορικό ενδιαφέρον από Ιταλούς, Γάλλους, Ισπανούς, για ν' αγοράσουν όστρακα.

Το πανηγύρι θα κρατήσει αρκετά χρόνια, όμως κάποια στιγμή τελειώνει άδοξα. Το στρείδι, που ήταν κορυφαίο στην εξαγωγή, εξαφανίζεται σε παγκόσμια κλίμακα από δύο ιούς το 1994. Το ίδιο συμβαίνει και με τη γαρίδα, που χάνεται από ιό το 1997 και τότε εξαφανίζεται το 80% της παγκόσμιας παραγωγής.

Ο αείμνηστος Γεώργιος Νικολαΐδης, καθηγητής στο ΑΠΘ, διαπιστώνει άνθηση μικροφυκών τα οποία έχουν μεταφερθεί με τα ύφαλα των πλοίων από το εξωτερικό στα νερά του Θερμαϊκού. Το 2000 υπάρχει οδηγία απαγόρευσης για το μύδι της Θεσσαλονίκης εξαιτίας της εμφάνισης φυτοπλαγκτού που παράγει μια τοξική ουσία για να αποφεύγει τους θηρευτές του.

Παρ' όλο που σήμερα όλα τα μύδια ελέγχονται εξονυχιστικά, όποτε κι αν έχει συμβεί αυτό το φαινόμενο, η συγκομιδή απαγορεύεται για μία εβδομάδα ώς 2-3 μήνες. Ευτυχώς, τα τρία τελευταία χρόνια το φαινόμενο είναι σε ύφεση.

Το 2001, μετά την καθιέρωση ορίων σε βαρέα μέταλλα στο σώμα των οστράκων, οι αλιείς καταγγέλλουν εμπορικά παιχνίδια σε βάρος τους από συγκεκριμένα συμφέροντα, προκειμένου ν' απαγορευτεί το εμπόριο χάβαρων, όπως και τελικά συνέβη για λόγους δημόσιας υγείας.

Σήμερα η οστρακοαλιεία περιορίζεται μόνο στα κυδώνια. Τα όστρακα, ειδικά στις θαλάσσιες περιοχές Θεσσαλονίκης, Θερμαϊκού, είναι δυσεύρετα ή πολύ μικρότερα σε μέγεθος απ' αυτά που ψάρευαν σε παλαιότερες εποχές (π.χ. χάβαρα, κυδώνια) λόγω της υπεραλίευσης ή δεν υπάρχουν καν, όπως τα στρείδια, τα οποία «χτύπησε» στο παρελθόν ιός κι εξαφανίστηκαν.

Πηγή: enet.gr