Ιστορικό:
Το ενδοκρινικό σύστημα είναι ένα δίκτυο αδένων το οποίο ρυθμίζει και ελέγχει την απελευθέρωση και τα επίπεδα των ορμονών στο σώμα. Οι ορμόνες είναι χημικοί αγγελιοφόροι, απαραίτητοι για το σώμα, καθώς εκτελούν λειτουργίες όπως ο μεταβολισμός, η ανάπτυξη, η διάθεση και ο ύπνος. Μόνο μια μικρή ποσότητα ορμόνης αρκεί για την ενεργοποίηση της προβλεπόμενης δράσης.
Το ενδοκρινικό σύστημα είναι πολύπλοκο και οι αλληλεπιδράσεις μέσα σε αυτό, οι οποίες ρυθμίζουν τις απελευθερώσεις ορμονών, εξαρτώνται από μία ποικιλία βιολογικών και ψυχολογικών παραγόντων. Η επιστημονική γνώση αυτού του συστήματος εξακολουθεί να διευρύνεται. Ανισορροπίες και δυσλειτουργίες του ενδοκρινικού συστήματος μπορούν να οδηγήσουν σε πολύ γνωστές ασθένειες όπως ο διαβήτης και η παχυσαρκία, η στειρότητα και ορισμένοι τύποι καρκίνου.
Επίσης, διαταραχή του ενδοκρινικού συστήματος μπορεί να προκαλέσει εκ γενετής ανωμαλίες και μαθησιακές δυσκολίες.
Το «Δίκτυο Δράσης για τα Φυτοφάρμακα» (PAN Europe- The Pesticide Action Network Europe) έστειλε χθες (4 Απριλίου) ανοικτή επιστολή στον Επίτροπο για θέματα Δημόσιας Υγείας και Προστασίας των Καταναλωτών, Tonio Borg, διαμαρτυρόμενο για την γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) σχετικά με τους παράγοντες που προκαλούν ενδοκρινικές διαταραχές. Η βιομηχανία φυτοφαρμάκων, ωστόσο, υποστηρίζει τις απόψεις που έχει εκφράσει η EFSA.
Στις 20 Μαρτίου, η EFSA, η οποία παρέχει συμβουλές στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με τη νομοθεσία περί ασφάλειας των τροφίμων, δήλωσε στη γνωμοδότηση που κατέθεσε ότι η Αρχή υιοθετεί τον ορισμό που αποδίδει η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ) σε κάποιον παράγοντα ενδοκρινικής διαταραχής. Ωστόσο, η EFSA πρόσθεσε ότι θα έπρεπε να γίνει μια επιστημονική διάκριση μεταξύ των ουσιών που είναι ενδοκρινείς- δραστικές και εκείνων που προκαλούν ενδοκρινικές διαταραχές.
Οι ενδοκρινείς-δραστικές ουσίες έχουν τη δυνατότητα να αλληλεπιδρούν με το ενδοκρινικό σύστημα είτε άμεσα είτε έμμεσα, καταλήγοντας, ακολούθως, να το επηρεάζουν, χωρίς, ωστόσο, να προκαλούν αρνητικές επιπτώσεις σε αυτό.
Στις 4 Απριλίου, μια ομάδα εμπειρογνωμόνων, υπό την προεδρία του Κοινού Κέντρου Ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υποστήριξε τη γνωμοδότηση της EFSA σε μία έκθεση. Ανέφερε ότι η επιστημονική ταυτοποίηση των ουσιών που προκαλούν ενδοκρινικές διαταραχές θα πρέπει να βασίζεται στην απόδειξη τόσο της ενδοκρινικής δραστηριότητας όσο και της δυσμενούς επίδρασης που αυτή προκαλεί.
Με τη διάκριση αυτή, η EFSA δημιουργεί παράθυρα ώστε η βιομηχανία να είναι σε θέση να ξεφύγει από τις απαγορεύσεις που έχουν τεθεί στα φυτοφάρμακα και στα βιοκτόνα, δήλωσε η PAN Europe.
«Το μέρος της γνωμοδότησης που δε μας άρεσε καθόλου είναι το σημείο εκείνο που κάνει λόγο για μια αιτιολογική σχέση που υποτίθεται πως συνδέει την ενδοκρινική δραστηριότητα και τις μετέπειτα επιπτώσεις. Παρά το γεγονός ότι οι ουσίες που προκαλούν ενδοκρινικές διαταραχές ορίζουν σαφώς τις ιδιότητες των διαταραχών αυτών, ο ισχύον κανονισμός για τα φυτοφάρμακα/ βιοκτόνα ορίζει ότι αν τα χημικά αυτά « μπορούν» να προκαλέσουν δυσμενείς επιδράσεις, αρκεί για να δεχτούν κυρώσεις και απαγορεύσεις», δήλωσαν οι ΜΚΟ φυτοφαρμάκων στην επιστολή τους προς τον Επίτροπο Borg.
« Δεν αναφέρεται τίποτα σχετικά με την αιτιολογική αυτή σχέση και πιστεύουμε ότι η EFSA δεν είναι εξουσιοδοτημένη να προσθέτει στοιχεία, τα οποία δεν αποτελούν μέρος της νομοθεσίας της ΕΕ όσον αφορά στα φυτοφάρμακα. Νόμοι που θεσπίζονται στο πλαίσιο της συναπόφασης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, κρίνεται απαραίτητο να τηρούνται σε χαμηλότερο επίπεδο», συνέχισε στις δηλώσεις της η PAN Europe.