Σύμφωνα με τα υπάρχοντα ιστορικά αρχεία, η Αυστραλία ανακαλύφθηκε από ολλανδούς εξερευνητές στις αρχές του 17ου αιώνα. Αν όμως είναι έτσι, πώς βρέθηκαν χάλκινα νομίσματα ηλικίας 1.000 ετών ενός σουλτανάτου της Αφρικής σε μια απομακρυσμένη αυστραλιανή παραλία; Το μυστήριο γεννά σημαντικά ερωτήματα, στα οποία ο αυστραλός ανθρωπολόγος Ιαν Μάκιντος είναι αποφασισμένος να απαντήσει. Ερωτήματα που ενδέχεται να ξαναγράψουν την ιστορία της πέμπτης ηπείρου, προβάλλοντας την άποψη ότι την ανακάλυψαν πρώτοι οι Αφρικανοί, στα τέλη της πρώτης ή στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας μετά Χριστόν. Ολα άρχισαν το 1944, όταν ένας στρατιώτης που περιπολούσε στα νησιά Γουέσελ, πέρα από τη βόρεια ακτή της Αυστραλίας, βρήκε πέντε νομίσματα θαμμένα στην άμμο. Ο Μόρι Αϊζενμπεργκ, ο οποίος υπηρετούσε σε έναν σταθμό ραντάρ στα ακατοίκητα αλλά στρατηγικής σημασίας νησάκια, βρήκε τα νομίσματα, τα αποθήκευσε σε ένα κονσερβοκούτι, τα… ξέχασε και όταν τα βρήκε ξανά το 1979 τα έστειλε σε ένα μουσείο χωρίς να ξέρει ακριβώς περί τίνος επρόκειτο.
Τα νομίσματα αναγνωρίστηκαν ως προερχόμενα από το σουλτανάτο Κίλουα, στην περιοχή της σημερινής Τανζανίας, και χρονολογούνταν από το 900 μ.Χ. Ομως σύμφωνα με όσα γνωρίζαμε μέχρι τώρα, ο πρώτος μη γηγενής που πάτησε το πόδι του σε αυστραλιανό έδαφος ήταν ο Ολλανδός Βίλεμ Γιανσζόον, ο οποίος αποβιβάστηκε εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Κουίνσλαντ το 1606 – περισσότερα από 160 χρόνια προτού φτάσει ο καπετάνιος Τζέιμς Κουκ και αξιώσει την ήπειρο για λογαριασμό του βρετανικού θρόνου.
Ο καθηγητής Μάκιντος πιστεύει ότι τα νομίσματα αυτά, τα οποία επί χρόνια μάζευαν σκόνη στο μουσείο, θα μπορούσαν να ανατρέψουν όσα ως τώρα γνωρίζαμε για την ανακάλυψη της Αυστραλίας, καθώς μοιάζουν να υποδεικνύουν ότι άλλοι λαοί ταξίδευαν συστηματικά εκεί πολύ πριν από τους Ευρωπαίους.
Τον Ιούλιο, ο Μάκιντος θα ηγηθεί μιας ομάδας στα νησιά Γουέσελ, οπλισμένος με έναν χάρτη πάνω στον οποίο ο Αϊζενμπεργκ είχε σημειώσει με «Χ» το σημείο όπου είχε ανακαλύψει τα αφρικανικά νομίσματα. «Αυτή η εμπορική οδός ήταν ήδη πολύ ενεργή επί αιώνες και τα ευρήματα ενδέχεται να σημαίνουν εξερευνητές από την Ανατολική Αφρική ή τη Μέση Ανατολή» εξηγεί. Σύμφωνα με τον καθηγητή Μάκιντος, τα χάλκινα νομίσματα ήταν τα πρώτα που «κόπηκαν» στην υποσαχάριο Αφρική και μόνο δύο φορές έχουν βρεθεί εκτός Αφρικής: στο Ομάν, στις αρχές του 20ού αιώνα και στην Αυστραλία από τον Αϊζενμπεργκ. Η ομάδα του αυστραλού πανεπιστημιακού θα είναι πολυδύναμη: αυστραλοί και αμερικανοί ιστορικοί, αρχαιολόγοι και γεωμορφολόγοι, καθώς και αβοριγίνες δασοφύλακες – και έχουν ήδη επιβεβαιώσει ότι τα επίμαχα νομίσματα είναι ηλικίας μεταξύ 900 και 1.300 ετών.
Στο ίδιο σημείο που βρέθηκαν τα αφρικανικά νομίσματα, ο νεαρός στρατιώτης ξέθαψε άλλα τέσσερα νομίσματα, τα οποία προέρχονται από την Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών, με ένα από αυτά να χρονολογείται στα 1690.
Μετά τον Γιανσζόoν, την Αυστραλία επισκέφτηκε ένας ακόμη ολλανδός θαλασσοπόρος, ο Ντιρκ Χάρτογκ. Ομως κανένας από τους δύο, ούτε και ο Ισπανός Λουίς Βάες ντε Τόρες, ο οποίος ανακάλυψε το στενό μεταξύ Νέας Γουινέας και Αυστραλίας το 1606, – είχαν συνειδητοποιήσει ότι είχαν συναντήσει μια νέα ήπειρο, την «Τerra Αustralis», δηλαδή τη νότια γη, την υποθετική ήπειρο που θα λειτουργούσε ως αντιστάθμισμα στα τεράστιας έκτασης εδάφη του Βορρά και έτσι δεν προχώρησαν στην ενδοχώρα.
Η Κίλουα, που πλέον αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, ήταν κάποτε ένα ανθηρό εμπορικό λιμάνι που μεταξύ 13ου και 16ου αιώνα είχε δεσμούς με την Ινδία. Μέσω του εμπορίου, έγινε μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Ανατολικής Αφρικής: από εκεί περνούσαν χρυσός, ασήμι, μαργαριτάρια, αρώματα, αραβικά και περσικά κεραμικά, καθώς και κινεζικές πορσελάνες.