Πιο ευτυχισμένος λαός παραμένουν οι Αυστραλοί


Η Αυστραλία ήρθε πρώτη στον κατάλογο ευτυχίας των ανεπτυγμένων και αναδυομένων χωρών που συντάσσεται από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), ενώ ακολουθούν η Σουηδία, ο Καναδάς, η Νορβηγία, η Ελβετία και οι ΗΠΑ.


Ο Δείκτης Καλύτερης Ζωής του ΟΟΣΑ συγκρίνει 36 χώρες βάσει 11 κριτηρίων: στέγαση, εισόδημα, εργασία, κοινότητα, εκπαίδευση, περιβάλλον, στράτευση των πολιτών, υγεία, ικανοποίηση από τη ζωή, ασφάλεια και ισορροπία εργάσιμης ζωής.


Όταν όλα σταθμιστούν εξίσου, οι Αυστραλοί φαίνεται ότι έχουν την «καλύτερη ζωή» για τρίτη συνεχή χρονιά.


Τα χρήματα και οι δουλειές φαίνεται ότι αποτελούν παράγοντα κλειδί για την ευημερία ενός έθνους.


Το μέσο καθαρό εισόδημα των νοικοκυριών στην Αυστραλία είναι 28.884 δολάρια ΗΠΑ, 25% υψηλότερο από το μέσο εισόδημα στον ΟΟΣΑ που ανέρχεται σε 23.047 δολάρια.


Επιπλέον, 73% των ανθρώπων ηλικίας από 15 ως 64 ετών στην Αυστραλία έχουν μια δουλειά για την οποία πληρώνονται, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι 66%.


Η Αυστραλία όμως παρουσίασε καλές επιδόσεις και στα μη υλικά κριτήρια, όπως η υγεία και η στράτευση των πολιτών.


Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ο οποίος έχει την έδρα του στο Παρίσι και παρακολουθεί την οικονομική και κοινωνική πρόοδο σε 34 χώρες, η έρευνα έδειξε ότι οι άνθρωποι στις αναπτυγμένες χώρες «νοιάζονται περισσότερο για την ικανοποίηση από τη ζωή τους, την υγεία και την εκπαίδευση απ’ ό,τι για τις υλικές ανάγκες τους».


Η Ελλάδα έχει μετρίως καλά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά την ευημερία, όπως δείχνει το γεγονός ότι κατατάσσεται κοντά στο μέσο όρο σε μεγάλο αριθμό θεμάτων στο Δείκτη Καλύτερης Ζωής. Το μέσο διαθέσιμο εισόδημα στη χώρα, όπως υπολογίσθηκε από τον ΟΟΣΑ, είναι 20.440 δολάρια ΗΠΑ ετησίως, ελαφρώς χαμηλότερο από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι 23.047 δολάρια ετησίως. Όμως υπάρχει σημαντικό χάσμα ανάμεσα στους πλουσιότερους και τους φτωχότερους — το κορυφαίο 20% του πληθυσμού κερδίζει εξαπλάσια απ’ ό,τι το 20% που βρίσκεται στη βάση. Σε όρους απασχόλησης, περίπου 56% των ανδρών ηλικίας 15 ως 64 ετών έχουν μια δουλειά από την οποία πληρώνονται. Το αντίστοιχο ποσοστό για τις γυναίκες είναι 45%. Οι άνθρωποι στην Ελλάδα εργάζονται 2.032 ώρες ετησίως, περισσότερο από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι 1.776 ώρες.


Πηγή: kathimerini.gr