«Παράπλευρη απώλεια» της αντίστοιχης οικονομικής και κοινωνικής, εξωθεί αυξανόμενους αριθμούς συμπολιτών μας στα δύσβατα μονοπάτια της ανέχειας. Μιας ανέχειας που συχνά οδηγεί στην ακραία εξαθλίωση, εξέλιξη την οποία η τρέχουσα οικονομική συνθήκη αδυνατεί προς στιγμήν να ανακόψει. Με το θλιβερό φαινόμενο των Ελλήνων πολιτών που ψάχνουν συστηματικά στα σκουπίδια να αποκτά ενδημικό χαρακτήρα και την ασύλληπτη, μέχρι πρότινος, τραγωδία να πολλαπλασιάζει τους πρωταγωνιστές-θύματά της, το «Εθνος της Κυριακής» επιχειρεί να αναδείξει μερικές από τις σκοτεινότερες πλευρές της συγκυρίας.
Μιλήσαμε με τους ανθρώπους που μετατρέπονται σταδιακά σε «ανθρώπινα απόβλητα». Δεν ήταν εύκολο. Σε πείσμα της αθλιότητας που είναι αναγκασμένοι να υφίστανται και προκειμένου να διασώσουν το αγαθό της αξιοπρέπειας, αποφεύγουν να δημοσιοποιήσουν το προσωπικό τους δράμα. Ακόμα και τα ομορφότερα χαρακτηριστικά της ελληνικής ψυχής κάμπτονται, ωστόσο, από την αδυσώπητη πραγματικότητα που επιβάλλει το δυσμενές κλίμα των ημερών. Βασικοί σταθμοί του οδοιπορικού μας ήταν το δύσοσμο περιβάλλον των καταναλωτικών υπολειμμάτων που συνωστίζονται στους μεταλλικούς κάδους των σκουπιδιών αλλά και οι λαϊκές αγορές την ώρα που «κατεβαίνουν τα ρολά». Είδαμε τα χέρια που σκαλίζουν τα σκουπίδια, τα δάχτυλα που ανασηκώνουν τα σχεδόν ξινισμένα απομεινάρια των πάγκων από την καυτή άσφαλτο του απομεσήμερου. Οπως όλοι οι σκεπτόμενοι πολίτες, συνεχίζουμε να ανησυχούμε για τα εντεινόμενα αδιέξοδα.
Γεμίζει τις σακούλες με τα «ρετάλια»
Τα δάκρυα σκαρφαλώνουν αστραπιαία από τα εσώψυχα στα μάτια της, δέκατα του δευτερολέπτου μετά τις συστάσεις και την πρώτη διερευνητική ερώτηση. Μεσήλικη και καλοντυμένη, γεμίζει και αυτή τις σακούλες της με τα «ρετάλια» της λαϊκής αγοράς. Οπως και οι άλλοι άνθρωποι που συναντούμε σε αυτό το «οδοιπορικό των σκουπιδιών», βιώνει και αυτή τη δική της παραλλαγή αυθεντικής απόγνωσης.
«Προσπαθούμε να τα φέρουμε βόλτα με τα ελάχιστα μεροκάματα του συζύγου μου. Οι ημέρες που δεν υπάρχει τίποτα για φαγητό στο τραπέζι αυξάνονται.
Οι κόρες μας είναι άνεργες εδώ και χρόνια. Ευτυχώς, όλο και κάτι βρίσκω στο τέλος της λαϊκής. Δυσκολεύομαι να χωνέψω την κατάντια μας. Τσιμπιέμαι και αναρωτιέμαι εάν όλα αυτά συμβαίνουν στην πραγματικότητα. Η κατάστασή μας είναι δυστυχώς απολύτως πραγματική», λέει η κα Προκοπίου.
«Κάτι πρέπει να γίνει επιτέλους, να αρχίσει να βρίσκει ο κόσμος δουλειά, να επιστρέψει το χαμόγελο και η αισιοδοξία. Εχουμε περάσει όλα τα όρια. Αυτοί που μπορούν, όσοι έχουν ακόμα τη δυνατότητα, ας βοηθήσουν αυτούς που έχουν ανάγκη. Θυμάμαι την παλιά παροιμία που έλεγε η μάνα μου. ''Ο χορτάτος τον πεινασμένο δεν τον πιστεύει''. Οι πεινασμένοι είμαστε πια παντού. Οσο νωρίτερα το καταλάβουμε, τόσο το καλύτερο», καταλήγει η κα Προκοπίου.
Το πιο σκληρό περιστατικό
Η σύνταξη δεν φτάνει ούτε για τα φάρμακα… Είμαι χαμένος
Συναντάμε το «σκληρότερο» περιστατικό την ώρα του μαζέματος των πάγκων στη λαϊκή αγορά. Ο 70χρονος κύριος που σέρνεται ανάμεσα στους πάγκους μοιάζει με ξωτικό. Οι κινήσεις του είναι οριακά αργές, στο όριο της ανθρώπινης κινητικότητας.
Με χέρια που τρέμουν, προσπαθεί να παραχώσει τα απομεινάρια των πάγκων που περιμαζεύει από τον δρόμο και τα πεταμένα τελάρα στην κίτρινη πλαστική σακούλα. Αργότερα μαθαίνουμε ότι πάσχει από τη νόσο του Πάρκινσον.
«Δεν θέλω να μιλήσω»
«Σας παρακαλώ πολύ, δεν θέλω να μιλήσω», λέει με φωνή που μόλις ακούγεται. Μαζεύει τα πάντα. Μικροσκοπικά κολοκυθάκια, ζουληγμένα ροδάκινα, μισάνοιχτες από τη ζέστη, υπερώριμες ντομάτες.
«Αυτά είναι τα χάλια μας», φωνάζουν από την άλλη άκρη οι λαϊκατζήδες καθώς φορτώνουν τα αυτοκίνητά τους. Μετά από προσπάθειες, καταφέρνουμε να αποσπάσουμε λίγα λόγια.
«Η κουτσουρεμένη σύνταξη δεν φτάνει ούτε για τα φάρμακα. Είμαι χαμένος», τονίζει με νόημα. Τον βλέπουμε να ξεμακραίνει, με τους 37 βαθμούς να επιβραδύνουν ακόμα περισσότερο τον ήδη βαρύ βηματισμό του.
Ρωτάμε γι' αυτόν στα γύρω καταστήματα. «Του δίνουμε τακτικά ψωμί, όπως και σε άλλους γείτονες. Τροφοδοτούμε επίσης την ενορία και αυτοί τα μοιράζουν», υπογραμμίζει η ιδιοκτήτρια του φούρνου. Στόμα με στόμα, ερώτηση την ερώτηση, μας λένε ότι ο ηλικιωμένος κύριος λέγεται Μάριος.
«Πριν από μερικά χρόνια αναγκάστηκε να πουλήσει το δυαράκι του για να σώσει τον γιο του από τα χρέη που του φόρτωσε το μαγαζάκι του, πριν το καταπιεί κι αυτό η κρίση. Λένε ότι ο γιος του πήγε στη Γερμανία να βρει την τύχη του. Ο κ. Μάριος βρίσκεται στην κατάσταση που βλέπετε. Ηταν αδύνατον να φανταστούμε, πριν από μερικά χρόνια, ότι θα έφτανε ποτέ η κοινωνία μας σε αυτή την κατάσταση», εξηγεί ο υπάλληλος του ψιλικατζίδικου.
Μαγειρεύουμε εάν υπάρχει κάτι και έχει αέριο το πετρογκάζ
Τους βλέπουμε να επιδίδονται στο άχαρο έργο όλες τις ώρες της ημέρας. Πριν από λίγο καιρό, τα σκουπίδια ήταν η αποκλειστική επικράτεια των αλλοδαπών μεταναστών. Σήμερα, η πρακτική αγγίζει τον πυρήνα της κοινωνίας μας. Επειτα από επαγγελματική διαδρομή 18 ετών ως χειριστής μηχανημάτων στα δομικά έργα ο, εδώ και τέσσερα χρόνια, άνεργος πατέρας τεσσάρων παιδιών Γιώργος Αλεξάκης αγωνίζεται να εξασφαλίσει τα στοιχειώδη.
«Εχω τρία κορίτσια, 12, 9 και 7 ετών. Η μικρή μας είναι μόλις επτά μηνών. Ζούμε έξι άτομα σ' ένα παράπηγμα 12 τετραγωνικών μέτρων. Τον χειμώνα δεν έχουμε θέρμανση. Μόλις μας έκοψαν και το ρεύμα. Τα χρέη μας πνίγουν. Μόνο στη ΔΕΗ, οι άνθρωποι της οποίας μας ανέχτηκαν επί μήνες, χρωστάμε 2.500 ευρώ. Οφείλουμε 400 ευρώ στην ΕΥΔΑΠ, 600 ευρώ στον φούρνο, 150 ευρώ στο φαρκακείο και περίπου 600 ευρώ στα ψιλικατζίδικα. Μας έκοψαν όλοι την πίστωση και έχουν δίκιο. Μαγειρεύουμε όποτε υπάρχει κάτι, όποτε έχει αέριο η φιάλη του πετρογκάζ κ.λπ. Τα παιδιά είναι στην ανάπτυξη αλλά δεν μπορώ να εξασφαλίσω την τροφή τους.
Οι περισσότεροι γείτονες στη φτωχογειτονιά μας βρίσκονται στην ίδια κατάσταση. Οσοι έχουν δουλειά, μαγειρεύουν κάτι παραπάνω για τους υπόλοιπους. Κανονικό γεύμα τρώμε δύο με τρεις φορές την εβδομάδα. Κατά τα άλλα, βολευόμαστε με κανένα αβγό, τίποτα ντομάτες, ό,τι βρεθεί», εξηγεί ο κ. Αλεξάκης που κατάγεται από ορεινό χωριό του Νομού Λασιθίου. Θέλει να πάρει την οικογένεια και να επιστρέψει στην Κρήτη αλλά «το ποσό των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων είναι αδιανόητο».
Ληγμένες κονσέρβες
Βοηθάει εθελοντικά όπου μπορεί. Κάνει βάρδιες πυροπροστασίας στο όρος Αιγάλεω, συμμετέχει σε δενδροφυτεύσεις, καθαρίζει αγριόχορτα, βάφει κράσπεδα, καθαρίζει φρεάτια.
«Ψάχνω στα σκουπίδια για χαρτιά, νάιλον και μέταλα. Εάν σταθώ τυχερός, βγάζω 30 ευρώ την εβδομάδα», λέει, ενώ ταυτόχρονα σκαλίζει τα περιεχόμενα κάδων και δοχείων απορριμμάτων. Οσο για την τροφή… «Τα νοσοκομεία πετάνε τα απομεινάρια της κουζίνας στους κάδους. Βρίσκω λίγες πατάτες, μελιτζάνες και κρεμμυδάκια. Πού και πού εμφανίζεται και καμιά ληγμένη κονσέρβα».
Γιώργος Ιωάννου
Εάν αρρωστήσω, καλύτερα να πεθάνω, να ησυχάσω
«Μέχρι το 2006 δούλευα σταθερά στις οικοδομές. Τόσα χρόνια άνεργος, κατέληξα έτσι όπως με βλέπεις, στον δρόμο με το καρότσι», λέει ο 55χρονος Γιώργος Ιωάννου. Τον βρίσκουμε στα όρια του Παγκρατίου με το Μετς. Κατάγεται από ακριτικό χωριό του Εβρου. Ζει με τη σύζυγο και τα τρία του παιδιά, σε παλιά μονοκατοικία στο Μεταξουργείο.
«Η γυναίκα μου δουλεύει συμβασιούχος στην κουζίνα μεγάλου νοσοκομείου με μισθό 400 ευρώ. Εχουμε δύο γιους 30 και 23 ετών και μία κόρη 31 ετών. Δεν είχαμε χρήματα να τα σπουδάσουμε. Κατέληξαν στο μεροκάματο αλλά τώρα είναι άνεργα. Πληρώνουμε 200 ευρώ ενοίκιο. Εαν δεν ήμουν οικοδόμος, το σπίτι θα είχε πέσει. Το συντηρώ και σε αντάλλαγμα, η ιδιοκτήτρια μας επιτρέπει να χρωστάμε μερικά ενοίκια. Ας είναι καλά η γυναίκα», συνεχίζει ο κ. Ιωάννου.
Από Νέο Κόσμο μέχρι Παίδων
Το καθιερωμένο δρομολόγιό του τα λέει όλα. «Αρχίζω τον ποδαρόδρομο κατά τις 8. Περνάω από Νέο Κόσμο, Μπραχάμι, Παγκράτι, Μετς, Καισαριανή, Γουδί, Νοσοκομείο Παίδων και ύστερα κατεβαίνω προς το κέντρο και το σπίτι, όπου επιστρέφω αργά το απόγευμα. Ψάχνω για μέταλλα. Τα πουλάω κάτω στον Κολωνό, κοντά στα ΚΤΕΛ του Κηφισού. Μου δίνουν 3,80 το κιλό για τον χαλκό, 2 ευρώ για τον μπρούντζο και το αλουμίνιο και μόλις 20 λεπτά για τα απλά σίδερα. Μπορεί να γυρίζω όλη την ημέρα και να μη βρω τίποτα. Πού και πού, μαζεύω λίγα ευρώ. Βρίσκω όλο και λιγότερα πράγματα στα σκουπίδια. Ο κόσμος δεν πετάει τίποτα πια. Τα κρατάει όλα, μήπως και χρειαστούνε πουθενά, οπότε ποιος να πρωτομαζέψει κανένα παλιοσίδερο», εξηγεί ο απογοητευμένος, κάθιδρος ρακοσυλλέκτης που παραμένει ανασφάλιστος όπως υπερβολικά πολλοί συμπολίτες μας.
Λίγο πριν χωρίσουν οι δρόμοι μας, ψελίζει: «Δεν έχω χρήματα ούτε για ακτινογραφία. Εαν αρρωστήσω δεν πρόκειται να πάω στο νοσοκομείο. Καλύτερα να πεθάνω, να ησυχάσω».
Πηγή: ethnos.gr