Stephen Hawking: Φωτίζοντας σκοτεινά άστρα

Στα 21 του χρόνια έμαθε ότι έπασχε από μια ανίατη ασθένεια που πιθανότατα θα τον σκότωνε μέσα σε λίγα χρόνια. Τώρα, μισό αιώνα μετά, ο Στίβεν Χόκινγκ μπορεί να υπερηφανεύεται ότι είναι ο πιο διάσημος επιστήμονας του κόσμου, που, πέρα από τις πρωτότυπες ερευνητικές του εργασίες, έγραψε το δημοφιλές «Το χρονικό του χρόνου» για την ιστορία του Σύμπαντος. Στα 71 του χρόνια αποφάσισε να διηγηθεί και τη δική του ιστορία στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Το χρονικό της ζωής μου». Από αυτή τη συγκλονιστική διήγηση, το EΨIΛON εξασφάλισε αποκλειστικά κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα όπως και φωτογραφικό υλικό.

«Εζησα μια πλήρη και ικανοποιητική ζωή» καταλήγει ο Στίβεν Χόκινγκ στο τελευταίο κεφαλαιο της αυτοβιογραφίας όπου συμπυκνώνει την πορεία του. Στα 71 του χρόνια, ο διασημότερος θεωρητικός φυσικός στον κόσμο, ο επιστήμονας που κατέχει τη Λουκασιανη Εδρα των Μαθηματικών και της Θεωρητικής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και καθηλωμένος σε μια αναπηρική πολυθρόνα δίδαξε τα μυστικά του Σύμπαντος, αφηγείται στην αυτοβιογραφία του όλη του την περιπετειώδη ζωή από την παιδική εμμονή του με τα ηλεκτρικά τρένα και τη διάγνωση της ανίατης ασθένειάς του μέχρι την απόφασή του να πάψει να βυθίζεται στον αυτοοικτιρμό και να γράψει το πρώτο εκλαϊκευμένο επιστημονικό βιβλίο, «Το χρονικό του χρόνου», που έγινε μπεστ σέλερ. Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει στις 30 Σεπτεμβρίου από τις Εκδόσεις Τραυλός σε μετάφραση Νέστορα Χούνου και πρόλογο του Σάββα Δημόπουλου, καθηγητή Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ στις ΗΠΑ. Από την αυτοβιογραφία του, «Το χρονικό της ζωής μου», το ΕΨΙΛΟΝΡ επέλεξε κάποια αποσπάσματα για μια αποκλειστική προδημοσίευση.

TA ΠAIΔIKA XPONIA

Γεννήθηκα στις 8 Ιανουαρίου 1942, ακριβώς τριακόσια χρόνια μετά το θάνατο του Γαλιλαίου. Υπολογίζω, ωστόσο, ότι την ίδια ημέρα ήρθαν στον κόσμο και άλλα, περίπου, διακόσιες χιλιάδες μωρά. Δεν ξέρω αν κάποιο απ’ αυτά ενδιαφέρθηκε αργότερα για την αστρονομία.

[…] Η πρώτη μου έντονη ανάμνηση είναι το σπαραξικάρδιο κλάμα μου στον παιδικό σταθμό του Μπάιρον Χάουζ Σκουλ, στο Χάιγκεϊτ. Παντού γύρω μου έπαιζαν παιδιά. Τα παιχνίδια τους φάνταζαν τόσο υπέροχα· ήθελα να παίξω κι εγώ μαζί τους. Ομως, ήμουν μόλις δυόμισι. Με είχαν αφήσει για πρώτη φορά μόνο μου, ανάμεσα σε αγνώστους, και είχα τρομοκρατηθεί. Πιστεύω πως οι γονείς μου ξαφνιάστηκαν από την αντίδρασή μου· ήμουν το πρώτο τους παιδί και, καθώς ακολουθούσαν ευλαβικά όσα διάβαζαν για την ανάπτυξη του παιδιού, θεωρούσαν πως θα έπρεπε να είμαι έτοιμος για κοινωνικές σχέσεις ήδη από τα δύο μου χρόνια. Ωστόσο, ύστερα από εκείνο το τρομακτικό πρωινό με πήραν γρήγορα στο σπίτι και μ’ έστειλαν ξανά στο Μπάιρον Χάουζ μετά από ενάμιση χρόνο.

[…] Θυμάμαι πως παραπονιόμουν στους γονείς μου ότι στο σχολείο δεν μου μάθαιναν τίποτε. Οι δάσκαλοι του Μπάιρον Χάουζ δεν πίστευαν στον, τότε, καθιερωμένο τρόπο να σου «περάσουν» γνώσεις. Αντιθέτως, πίστευαν ότι μπορούσες να μάθεις να διαβάζεις χωρίς να συνειδητοποιείς ότι σου διδάσκουν πώς να το κάνεις. Τελικά, έμαθα να διαβάζω, αλλά στην αρκετά προχωρημένη ηλικία των οκτώ ετών. Η αδελφή μου η Φιλίππα, που διαπαιδαγωγήθηκε σύμφωνα με τις πιο συμβατικές μεθόδους, μπορούσε να διαβάζει πριν κλείσει τα τέσσερα. Αλλά έτσι κι αλλιώς, ήταν πολύ πιο έξυπνη από μένα.

[…] Αλλη μια έντονη, πρώιμη ανάμνησή μου, είναι η στιγμή που απόκτησα το πρώτο μου τρενάκι. Στα χρόνια του πολέμου κανείς δεν κατασκεύαζε παιχνίδια, τουλάχιστον για να τα χαίρονται τα παιδιά. Ωστόσο, εγώ παθιαζόμουν με τα τρενάκια. Ο πατέρας μου επιχείρησε να μου φτιάξει ένα από ξύλο, αλλά δεν μου άρεσε καθόλου – ήθελα κάτι ζωντανό, κάτι που να κινείται από μόνο του. Αγόρασε, λοιπόν, ένα μεταχειρισμένο, σιδερένιο κουρδιστό τρενάκι, το συγκόλλησε όπου χρειαζόταν και μου το έκανε δώρο τα Χριστούγεννα, όταν ήμουν σχεδόν τριών ετών. Το τρενάκι μου δεν δούλευε πολύ καλά, όμως, ευτυχώς, ο πατέρας μου πήγε στην Αμερική αμέσως μετά τον πόλεμο και όταν επέστρεψε με το Queen Mary, έφερε δώρα σε όλους. Στη μητέρα μου έφερε μερικές νάιλον κάλτσες που δεν έβρισκες εκείνη την εποχή στη Βρετανία. Στην αδελφή μου, τη Μαίρη, έφερε μια κούκλα που όταν την ξάπλωνες έκλεινε τα μάτια, και σε μένα έφερε ένα αμερικάνικο τρένο, πλήρες, με μυτερό προφυλακτήρα και ράγες που σχημάτιζαν ένα μεγάλο οχτάρι. Ακόμη θυμάμαι με πόση συγκίνηση άνοιξα εκείνο το κουτί. Τα κουρδιστά τρενάκια ήταν μια χαρά, αλλά εμένα μου άρεσαν τα ηλεκτροκίνητα. Περνούσα ώρες χαζεύοντας μια μινιατούρα σιδηροδρομικού σταθμού στημένη σε μια λέσχη στο Κράουτς Εντ, κοντά στο Χάιγκεϊτ. Ακόμη και στον ύπνο μου έβλεπα ηλεκτρικά τρένα.

[…] Αργότερα, στην εφηβεία μου, καταπιάστηκα με μοντέλα αεροπλάνων και πλοίων. Ποτέ δεν ήμουν επιδέξιος στις χειρονακτικές εργασίες, όμως, ευτυχώς είχα τον φίλο μου Τζον Μακ Κλίναχαν, που ήταν πολύ καλύτερος στο να φτιάχνει τέτοια μοντέλα. Πάνω απ’ όλα ήθελα να φτιάχνω λειτουργικά μοντέλα που θα μπορούσα να ελέγχω. Δεν μ’ ενδιέφερε η εμφάνισή τους. Νομίζω πως το ίδιο ακριβώς κίνητρο με ώθησε να επινοήσω μια σειρά από εξαιρετικά πολύπλοκα παιχνίδια με έναν άλλο φίλο από το σχολείο, τον Ρότζερ Φέρνιχαου. Θυμάμαι ένα παιχνίδι κατασκευών, πλήρες, με εργοστάσια όπου παράγονταν πολύχρωμα εξαρτήματα, με δρόμους και ράγες για τη μεταφορά τους, καθώς και ένα χρηματιστήριο για την πώλησή τους. Θυμάμαι ένα πολεμικό παιχνίδι, που το παίζαμε σε μια σκακιέρα με τέσσερις χιλιάδες τετράγωνα, καθώς και ένα παιχνίδι κυριαρχίας όπου κάθε παίκτης αντιπροσώπευε μια ολόκληρη δυναστεία, με οικογενειακό δέντρο. Πιστεύω πως αυτά τα παιχνίδια, όπως και τα τρένα, τα πλοία και τα αεροπλάνα, μου άρεσαν διότι ήθελα να μάθω πώς λειτουργούσαν τα συστήματα και πώς θα μπορούσα να τα ελέγχω. Αφότου άρχισα το διδακτορικό μου, αυτή η τάση μου ικανοποιήθηκε από την έρευνά μου στην κοσμολογία. Αν καταλαβαίνεις πώς λειτουργεί το Σύμπαν, μπορείς να το ελέγχεις, από μια άποψη.

KEMΠPITZ

Eφτασα στο Κέμπριτζ τον Οκτώβριο του 1962, ως μεταπτυχιακός φοιτητής. Στην αίτησή μου ζητούσα να εργαστώ με τον Φρεντ Χόιλ, τον διασημότερο βρετανό αστρονόμο της εποχής, βασικό υποστηρικτή της θεωρίας σταθερής κατάστασης. Τον αποκαλώ αστρονόμο επειδή εκείνα τα χρόνια η κοσμολογία μόλις που αναγνωριζόταν ως νόμιμο πεδίο. Εμπνευσμένος από μια καλοκαιρινή σειρά μαθημάτων με τον φοιτητή του Χόιλ, Τζαγιάντ Ναρλικάρ, ήθελα να κάνω κι εγώ εκεί την έρευνά μου. Oμως, ο Χόιλ είχε αρκετούς φοιτητές κι έτσι, προς μεγάλη μου απογοήτευση, με ανέθεσαν στον Ντένις Σκιάμα, που πρώτη φορά άκουγα τ’ όνομά του.

Τελικά, μάλλον μου βγήκε σε καλό. Ο Χόιλ έλειπε συνεχώς και δύσκολα θα έβρισκε χρόνο ν’ ασχοληθεί μαζί μου. Ο Σκιάμα, από την άλλη, ήταν συνήθως κάπου εκεί γύρω και καταδεκτικός, όποτε ήθελα να του μιλήσω. Διαφωνούσα με πολλές ιδέες του, κυρίως με την αρχή του Μαχ, την ιδέα πως η αδράνεια των σωμάτων οφείλεται στην επίδραση του συνόλου της συμπαντικής ύλης, αλλά αυτό με παρακίνησε να αναπτύξω τη δική μου εικόνα. […] Την τελευταία μου χρονιά στην Οξφόρδη, συνειδητοποίησα πως γινόμουν όλο και πιο αδέξιος. Κάποια μέρα μπέρδεψα τα πόδια μου και έπεσα καθώς κατέβαινα τις σκάλες. Επισκέφτηκα γιατρό, αλλά το μόνο που μου είπε ήταν, «Κόψε τις μπίρες».

Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν εγκαταστάθηκα στο Κέμπριτζ. Τα Χριστούγεννα, που πήγα για πατινάζ στη λίμνη του Σεντ Αλμπανς, έπεσα και δεν μπορούσα να σηκωθώ. Η μητέρα μου παρατήρησε τα προβλήματα και με πήγε στον οικογενειακό μας παθολόγο. Εκείνος με παρέπεμψε σε κάποιον ειδικό και αμέσως μετά τα εικοστά πρώτα μου γενέθλια, μπήκα στο νοσοκομείο για έλεγχο. Εμεινα μέσα δυο εβδομάδες, στη διάρκεια των οποίων μου έκαναν κάθε λογής εξετάσεις. Μου πήραν δείγμα μυϊκού ιστού, μου στερέωσαν ηλεκτρόδια κι έπειτα έριξαν με ένεση στη σπονδυλική μου στήλη ένα αδιαφανές υγρό, που το παρακολουθούσαν με ακτίνες Χ να ανεβοκατεβαίνει, καθώς έγερναν το κρεβάτι μαζί με το δεμένο σώμα μου. Μετά απ’ όλα αυτά δεν μου είπαν τι είχα, παρά μόνο πως δεν ήταν σκλήρυνση κατά πλάκας, και πως ήμουν μια άτυπη περίπτωση. Συμπέρανα, ωστόσο, πως μάλλον περίμεναν να επιδεινωθεί η κατάστασή μου και πως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, παρά να μου δώσουν βιταμίνες, μολονότι κατάλαβα πως δεν προσδοκούσαν θετικό αποτέλεσμα. Προφανώς δεν είχαν κάτι καλό να μου πουν, κι έτσι δεν ρώτησα περισσότερες λεπτομέρειες.

Oταν συνειδητοποίησα ότι έπασχα από μια ανίατη ασθένεια που πιθανότατα θα με σκότωνε σε μερικά χρόνια, σοκαρίστηκα. Πώς μπορούσε να συμβαίνει αυτό σε μένα; Ωστόσο, όταν ήμουν στο νοσοκομείο είχα δει ένα νεαρό αγόρι να πεθαίνει από λευχαιμία στο αντικρινό κρεβάτι, και το θέαμα δεν ήταν διόλου όμορφο. Ολοφάνερα, υπήρχαν άνθρωποι σε χειρότερη κατάσταση – εγώ, τουλάχιστον, δεν αισθανόμουν άρρωστος. Κάθε που πάω να λυπηθώ τον εαυτό μου, θυμάμαι εκείνο το αγόρι.

Μια και δεν είχα ιδέα τι επρόκειτο να μου συμβεί, ή πόσο ραγδαία θα εξελισσόταν η ασθένεια, δεν ήξερα τι να κάνω. Οι γιατροί μού είπαν να επιστρέψω στο Κέμπριτζ και να συνεχίσω την έρευνα που είχα μόλις αρχίσει στη γενική σχετικότητα και στην κοσμολογία. Δεν σημείωνα, όμως, καμιά πρόοδο επειδή δεν είχα το απαιτούμενο μαθηματικό υπόβαθρο – εξάλλου, στη σκέψη πως ίσως δεν θα ζούσα για να τελειώσω το διδακτορικό μου, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Ενιωθα κάπως σαν ήρωας τραγωδίας.

Aρχισα ν’ ακούω Βάγκνερ, αλλά αυτό που γράφτηκε σε περιοδικά της εποχής, ότι έπινα από το πρωί ώς το βράδυ, ήταν υπερβολή. Από τη στιγμή που το άρθρο δημοσιεύτηκε, το επανέλαβαν κι άλλα περιοδικά επειδή ήταν καλό παραμύθι, και τελικά όλοι πίστεψαν πως για να γράφεται τόσες πολλές φορές, θα είναι αλήθεια.

Ωστόσο, την εποχή εκείνη έβλεπα μάλλον περίεργα όνειρα. Πριν διαγνωστεί η κατάστασή μου, βαριόμουν την ίδια μου τη ζωή. Μου φαινόταν πως δεν υπήρχε τίποτε άξιο λόγου να κάνω. Αλλά λίγο μετά που βγήκα από το νοσοκομείο, είδα στον ύπνο μου ότι με πήγαιναν για εκτέλεση. Ξάφνου συνειδητοποίησα πως θα μπορούσα να κάνω άπειρα όμορφα πράγματα, αρκεί να αναβαλλόταν η εκτέλεσή μου. Σε ένα άλλο όνειρο που έβλεπα συχνά, θυσίαζα τη ζωή μου για να σώσω άλλους. Στο κάτω κάτω, αφού εγώ θα πέθαινα έτσι κι αλλιώς, ας έκανα και κάποιο καλό.

Αλλά δεν πέθανα. Στην πραγματικότητα, μόλο που ένα σύννεφο σκέπαζε το μέλλον μου, διαπίστωσα έκπληκτος ότι απολάμβανα τη ζωή. Ο κυριότερος λόγος γι’ αυτό ήταν ότι αρραβωνιάστηκα την Τζέιν Γουάιλντ, ένα κορίτσι που είχα γνωρίσει περίπου την εποχή που διαγνώστηκα με ALS. Η εξέλιξη αυτή έδωσε νόημα στη ζωή μου. Ηταν κάτι για το οποίο άξιζε να ζήσω.

Για να παντρευτούμε χρειαζόμαστε λεφτά, και για να βρω λεφτά έπρεπε να τελειώσω το διδακτορικό μου. Ετσι, για πρώτη φορά στη ζωή μου, έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά και ξαφνιάστηκα όταν διαπίστωσα ότι μου άρεσε. Ομως, ίσως δεν είναι τίμιο να την αποκαλώ δουλειά. Κάποιος είπε κάποτε πως οι επιστήμονες και οι πόρνες πληρώνονται για να κάνουν αυτό που απολαμβάνουν. […]

TO XPONIKO TOY XPONOY

Η ιδέα να γράψω ένα βιβλίο για το ευρύ κοινό μού ήρθε πρώτη φορά το 1982 – εν μέρει, για να κερδίσω χρήματα με τα οποία θα πλήρωνα τα δίδακτρα της κόρης μου. (Στην πραγματικότητα, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, η κόρη μου πήγαινε πια στην τελευταία τάξη). Κυρίως, όμως, ήθελα να εξηγήσω πόσο είχαμε προχωρήσει στην κατανόηση του Σύμπαντος: ότι ίσως βρισκόμαστε κοντά στην ανακάλυψη μιας πλήρους θεωρίας που θα περιέγραφε το Σύμπαν και όλα όσα βρίσκονται μέσα του.

[…] Με είχε εντυπωσιάσει πολύ η τηλεοπτική σειρά του Τζέικομπ Μπρονόφσκι «The Ascend of Man» (Τέτοιος σεξιστικός τίτλος δεν θα επιτρεπόταν σήμερα). Σου προκαλούσε μια συγκίνηση, για το επίτευγμα του ανθρώπου να αναπτυχθεί από τους πρωτόγονους αγρίους στη σημερινή κατάσταση, μέσα σε δεκαπέντε χιλιάδες χρόνια. Την ίδια αίσθηση ήθελα να προκαλέσω για την πρόοδό μας στην κατανόηση των νόμων που κυβερνούν το Σύμπαν. Ημουν σίγουρος πως όλοι σχεδόν θέλουν να μάθουν πώς λειτουργεί το Σύμπαν, αλλά οι περισσότεροι δεν μπορούν να καταλάβουν μαθηματικές εξισώσεις. Ούτε κι εγώ πολυενδιαφέρομαι για τις εξισώσεις – εν μέρει επειδή δυσκολεύομαι να τις γράψω, αλλά κυρίως επειδή ποτέ δεν τις «συμπάθησα» ειλικρινά. Αντιθέτως, εγώ σκέφτομαι με εικόνες, και σκοπός μου ήταν να περιγράψω στο βιβλίο με λόγια αυτές τις διανοητικές εικόνες, χρησιμοποιώντας οικείες αντιστοιχίες και διαγράμματα. Ηλπιζα πως έτσι, οι περισσότεροι θα μπορούσαν να μοιραστούν την έξαψη και την αίσθηση του επιτεύγματος για την αξιοθαύμαστη πρόοδο της φυσικής τα τελευταία πενήντα χρόνια.

Ωστόσο, ακόμη κι αν απέφευγα να χρησιμοποιήσω μαθηματικά, θα δυσκολευόμουν να εξηγήσω κάποιες ιδέες. Αναδυόταν, λοιπόν, ένα πρόβλημα: να προσπαθούσα να τις εξηγήσω, με το ρίσκο να μπερδευτούν οι αναγνώστες, ή να «ξεπετούσα» τις δυσκολίες; Μερικές όχι και τόσο οικείες έννοιες, όπως το γεγονός ότι παρατηρητές που κινούνται με διαφορετικές ταχύτητες μετρούν διαφορετικά χρονικά διαστήματα για ίδιο ζεύγος γεγονότων, δεν ήταν θεμελιώδεις για την εικόνα που ήθελα να παρουσιάσω. Συνεπώς, θα μπορούσα να τις αναφέρω, αλλά χωρίς να τις αναλύσω σε βάθος. Ομως, κάποιες άλλες δύσκολες έννοιες ήταν πολύ σημαντικές γι’ αυτό που ήθελα να μεταδώσω.

Υπήρχαν δύο συγκεκριμένες έννοιες που ένιωθα πως έπρεπε να συμπεριλάβω. Η μία ήταν η αποκαλούμενη άθροιση ιστοριών, δηλαδή η ιδέα πως δεν υπάρχει απλώς μόνο μία ιστορία του Σύμπαντος. Υπάρχει, μάλλον, μια συλλογή από κάθε πιθανή ιστορία για το Σύμπαν, και όλες αυτές οι ιστορίες είναι εξίσου αληθινές (ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό). Η άλλη ιδέα, απαραίτητη για να σχηματίσουμε μαθηματική αίσθηση της άθροισης των ιστοριών, είναι ο φανταστικός χρόνος. Σήμερα, αισθάνομαι πως θα έπρεπε να είχα προσπαθήσει λίγο παραπάνω να εξηγήσω αυτές τις δύο πολύ δύσκολες έννοιες, ιδίως τον φανταστικό χρόνο, που δείχνει να μπερδεύει περισσότερο από κάθε άλλη έννοια τους αναγνώστες του βιβλίου. Ωστόσο, δεν χρειάζεται να καταλάβει κάποιος οπωσδήποτε τι ακριβώς είναι ο φανταστικός χρόνος – απλώς, ότι διαφέρει από αυτόν που αποκαλούμε πραγματικό χρόνο.

Λίγο πριν κυκλοφορήσει το βιβλίο, έστειλαν σε κάποιον επιστήμονα ένα αντίτυπο στην τελική μορφή του, προκειμένου να γράψει μια κριτική για το περιοδικό Nature. Ο άνθρωπος σοκαρίστηκε όταν βρήκε μέσα αμέτρητα λάθη, φωτογραφίες και διαγράμματα σε λάθος θέσεις και με λάθος λεζάντες. Ενημέρωσε τον οίκο Bantam, που σοκαρίστηκε επίσης και αποφάσισε την ίδια κιόλας ημέρα να αποσύρει και να καταστρέψει όλη την έκδοση. (Αντίτυπα εκείνης της πρώτης έκδοσης πρέπει να έχουν σήμερα μεγάλη αξία). Ακολούθησαν τρεις εβδομάδες γεμάτες ένταση, στη διάρκεια των οποίων ο Bantam διόρθωσε και έλεγξε εξαρχής όλο το βιβλίο, και τελικά κατάφερε να βγει στα βιβλιοπωλεία την Πρωταπριλιά. Στο μεταξύ, το περιοδικό Time είχε ήδη δημοσιεύσει το προφίλ μου.

Ακόμη κι έτσι, ο οίκος Bantam αιφνιδιάστηκε με την επιτυχία του βιβλίου. Εμεινε στη λίστα με τα μπεστ σέλερ των New York Times 147 εβδομάδες και στην αντίστοιχη λίστα των Times του Λονδίνου 237 εβδομάδες, καταρρίπτοντας κάθε ρεκόρ, μεταφράστηκε σε σαράντα γλώσσες και έχει πουλήσει πάνω από 10 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο.

[…] Αραγε, γιατί το αγόρασαν τόσοι άνθρωποι; Μια και είναι μάλλον δύσκολο να φανώ αντικειμενικός, νομίζω πως είναι πιο σωστό να μείνω σ’ αυτά που έγραψαν οι άλλοι. Οι περισσότερες κριτικές, αν και ευνοϊκές, δεν μου φάνηκαν διαφωτιστικές. Ακολουθούσαν όλες σχεδόν την ίδια φόρμουλα: Ο Στίβεν Χόκινγκ πάσχει από τη νόσο του Λου Γκέρινγκ (έτσι την ανέφεραν στις αμερικανικές κριτικές) ή νόσο κινητικού νευρώνα (στις βρετανικές κριτικές). Είναι καθηλωμένος σε αναπηρική πολυθρόνα, δεν μπορεί να μιλήσει, και κινεί μόνο Χ δάχτυλα (όπου το Χ ποικίλλει από ένα έως τρία, ανάλογα με ποιο ανακριβές άρθρο για μένα είχε διαβάσει ο κριτικός). Παρ’ όλα αυτά, έγραψε τούτο το βιβλίο σχετικά με το μεγαλύτερο απ’ όλα τα ερωτήματα: από πού ήρθαμε και πού πηγαίνουμε; Η απάντηση που προτείνει ο Χόκινγκ είναι πως το Σύμπαν ούτε δημιουργήθηκε ούτε καταστρέφεται: απλώς υπάρχει. Για να διατυπώσει την ιδέα του, ο Χόκινγκ εισάγει την έννοια του φανταστικού χρόνου, την οποία εγώ (δηλαδή, ο κριτικός) δυσκολεύομαι να κατανοήσω. Ωστόσο, αν ο Χόκινγκ έχει δίκιο και αν καταφέρουμε να βρούμε μια πλήρη ενοποιημένη θεωρία, θα γνωρίσουμε στα σίγουρα το πνεύμα του Θεού. (Παραλίγο να κόψω την τελευταία πρόταση στις διορθώσεις, ότι δηλαδή θα γνωρίζαμε το πνεύμα του Θεού. Αν το είχα κάνει, ίσως δεν θα είχαν πουληθεί ούτε τα μισά αντίτυπα).

[…] Δίχως άλλο, βοήθησε και το ενδιαφέρον του κόσμου να μάθει πώς κατάφερα να γίνω θεωρητικός φυσικός, παρά την αναπηρία μου. Αλλά όσοι αγόρασαν το βιβλίο μόνο από ανθρώπινο ενδιαφέρον, μάλλον απογοητεύτηκαν, αφού μονάχα δυο φορές αναφέρομαι στην κατάστασή μου. Το βιβλίο αναφερόταν στην ιστορία του Σύμπαντος, όχι στη δική μου. Αυτό δεν απέτρεψε κατηγορίες ότι ο Bantam εκμεταλλεύτηκε ξεδιάντροπα την ασθένειά μου, κι ότι εγώ συναίνεσα σ’ αυτό, επιτρέποντας να δημοσιευτεί η φωτογραφία μου στο εξώφυλλο. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με το συμβόλαιό μου, δεν είχα κανέναν λόγο για το εξώφυλλο. Ωστόσο, έπεισα τον εκδότη να χρησιμοποιήσει στη βρετανική έκδοση μια καλύτερη φωτογραφία από την αξιοθρήνητη, παμπάλαια, της αμερικανικής έκδοσης. Ο Bantam δεν σκοπεύει ν’ αλλάξει τη φωτογραφία του αμερικανικού εξωφύλλου, επειδή λέει ότι το αμερικανικό κοινό έχει πιά ταυτίσει τη φωτογραφία με το βιβλίο.

Λέγεται, επίσης, ότι πολλοί αγόρασαν το βιβλίο μόνο και μόνο για να το βάλουν στη βιβλιοθήκη τους, ή στο τραπεζάκι του καφέ τους, χωρίς ποτέ να το διαβάσουν. Οπωσδήποτε συμβαίνει κι αυτό, αν και πιστεύω ότι το ίδιο γίνεται με τα περισσότερα σοβαρά βιβλία. Ξέρω, όμως, ότι πολλοί μπήκαν στον κόπο να το διαβάσουν, επειδή παίρνω καθημερινά στοίβες επιστολών με ερωτήσεις ή λεπτομερή σχόλια που δείχνουν ότι το έχουν διαβάσει, έστω κι αν δεν το κατάλαβαν όλο. Επίσης, με σταματούν στον δρόμο άγνωστοι που μου λένε πόσο το χάρηκαν. Η συχνότητα αυτών των δημόσιων συγχαρητηρίων (μολονότι, φυσικά, είμαι πιο αναγνωρίσιμος, αν όχι πιο διακεκριμένος από τους περισσότερους συγγραφείς) μοιάζει να υποδηλώνει πως έστω μια μερίδα από αυτούς που αγοράζουν το βιβλίο, το διαβάζουν πραγματικά…

ΔIXΩΣ OPIA

Oταν διαγνώστηκα με ALS στα είκοσι ένα χρόνια μου, ένιωσα πολύ αδικημένος. Γιατί να συμβεί αυτό σε μένα; Εκείνη την εποχή σκέφτηκα πως η ζωή μου είχε τελειώσει και δεν θα μπορούσα ποτέ να ξεδιπλώσω τις δυνατότητες που πίστευα πως είχα. Τώρα, όμως, πενήντα χρόνια αργότερα, μπορώ να πω ότι είμαι απολύτως ικανοποιημένος με τη ζωή μου. Νυμφεύθηκα δύο φορές και έχω τρία όμορφα και ολοκληρωμένα παιδιά. Η επιστημονική καριέρα μου υπήρξε επιτυχημένη: πιστεύω πως οι περισσότεροι φυσικοί θα συμφωνούσαν ότι η πρόβλεψή μου για κβαντική εκπομπή από μαύρες τρύπες είναι σωστή, αν και δεν μου έχει αποφέρει μέχρι σήμερα το Βραβείο Νόμπελ, επειδή είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιβεβαιωθεί πειραματικά. Από την άλλη, κέρδισα το ακόμη πιο βαρύτιμο Βραβείο Θεμελιώδους Φυσικής, που μου απονεμήθηκε για τη θεωρητική σημασία της ανακάλυψης, παρότι δεν έχει επιβεβαιωθεί πειραματικά.

Η αναπηρία μου δεν στάθηκε σοβαρό εμπόδιο στην επιστημονική εργασία μου. Στην πραγματικότητα, θα έλεγα ότι κατά κάποιον τρόπο με ωφέλησε: δεν ήμουν υποχρεωμένος να δίνω διαλέξεις ή να διδάσκω τελειοφοίτους, ούτε να συμμετέχω σε βαρετές, χρονοβόρες επιτροπές. Ετσι, ήμουν σε θέση να αφοσιωθώ ολοκληρωτικά στην έρευνα.

Για τους συναδέλφους μου είμαι απλώς ένας ακόμη φυσικός, αλλά για το ευρύ κοινό, έγινα πιθανότατα ο πιο γνωστός επιστήμονας του κόσμου. Κι αυτό, αφενός επειδή οι επιστήμονες, με την εξαίρεση του Αϊνστάιν, δεν είναι γνωστοί όπως τ’ αστέρια της ροκ, και αφετέρου επειδή ταιριάζω στο στερεότυπο της ανάπηρης μεγαλοφυΐας. Δεν μπορώ να μεταμφιεστώ φορώντας περούκα και μαύρα γυαλιά – με προδίδει η αναπηρική πολυθρόνα μου.

[…] Eζησα μια πλήρη και ικανοποιητική ζωή. Πιστεύω ότι τα άτομα με ειδικές ικανότητες πρέπει να επικεντρώνονται σ’ αυτά που δεν τα εμποδίζει η αναπηρία τους να κάνουν, και όχι να λυπούνται γι’ αυτά που δεν μπορούν. Προσωπικά εγώ, κατάφερα να κάνω τα περισσότερα απ’ όσα ήθελα. Εχω ταξιδέψει σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Επισκέφτηκα επτά φορές τη Σοβιετική Ενωση. Την πρώτη φορά πήγα με μια ομάδα φοιτητών, που ένας απ’ αυτούς, Βαπτιστής, ήθελε να μοιράσει αντίτυπα της Βίβλου στα ρωσικά και μας παρακάλεσε να τα περάσουμε λαθραία. Το καταφέραμε, αλλά την ώρα που φεύγαμε οι Αρχές είχαν ήδη ανακαλύψει το παράπτωμά μας και μας συνέλαβαν.[…]