Βγήκε στο «φως» κατά τη διάρκεια διαπλάτυνσης της εθνικής οδού στη Φθιώτιδα, το διάστημα 1995 έως 1998.
Συγκεκριμένα, στο ύψωμα Αγ. Κωνσταντίνος Πελασγίας, στο σημείο όπου διακρίνονταν λείψανα οχύρωσης, ανασκάφηκε τμήμα οικισμού της κλασικής περιόδου (α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ. έως και τον 4ο αι. π.Χ.).
Για την πόλη, ο κύριος ιστός της οποίας εκτείνονταν στην κορυφή του λόφου, οργανωμένη σε οικοδομικά τετράγωνα, με προσανατολισμό από ανατολικά προς δυτικά, θα μιλήσει σήμερα στις 6 το απόγευμα στο Αμφιθέατρο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (οδός Τοσίτσα 1), η Αικατερίνη Σταμούδη, αρχαιολόγος στη Γ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιολόγων.
«Πρόκειται για την περιοχή ιδιωτικής κατοίκησης, την κάτω πόλη. Οι τοίχοι των οικιών σώζονταν, σε μερικά σημεία, σε σημαντικό ύψος και έφεραν πλινθόκτιστη ανωδομή.
Τα οικοδομικά τετράγωνα διαχωρίζονταν με οδούς ή στενωπούς για τον εξαερισμό και την απρόσκοπτη ροή των υδάτων, λόγω δε της μεγάλης κλίσης του εδάφους και της βραχώδους διαμόρφωσης, δημιουργήθηκαν βαθμιδωτά, πλακόστρωτα περάσματα».
Αυτό αναφέρει η κ. Σταμούδη στην ανακοίνωση της ομιλίας της.
Η ίδια πληροφορεί, επίσης, ότι «οι οικίες είχαν τα χαρακτηριστικά του τύπου με την παστάδα, περιελάμβαναν δηλαδή ένα προστώο χώρο, πίσω από τον οποίο αναπτύσσονταν ο οίκος με τα κύρια δωμάτια, ενώ ο ανδρών, ο χώρος του συμποσίου, βρισκόταν πλευρικά.
Δάπεδα από πατημένο χώμα ή από ψιλό χαλίκι, πλακόστρωτες αυλές, πηλόκτιστες εστίες, κατώφλια και τετράγωνες βάσεις για κίονες, πολυπληθείς κεραμίδες στέγης (αρκετές ενσφράγιστες και ενεπίγραφες) παρέχουν στοιχεία για την εσωτερική διαρρύθμιση».
Επιπλέον, εντοπίστηκε μεγάλη ποσότητα χρηστικών αγγείων, που επισημαίνουν τον οικιστικό χαρακτήρα της περιοχής, καθώς και πολλές αγνύθες (βαρίδια), που υπαινίσσονται την παρουσία αργαλειού, η ακριβής θέση του οποίου εντοπίστηκε σε ορισμένους χώρους.
Επίσης, βρέθηκαν πλήθος σιδερένιων καρφιών (για τις ξυλοδεσιές που συγκρατούσαν την ανωδομή), χάλκινα άγκιστρα και βαρίδια ψαρικής από μόλυβδο, σιδερένια εργαλεία, κοσμήματα, λίθινοι τριπτήρες και τριβεία, καθώς και κάποια νομίσματα, που υποδηλώνουν τις δραστηριότητες των κατοίκων.
«Το πιο αξιόλογο κινητό εύρημα αποτελεί ένας ερυθρόμορφος καλυκόσχημος κρατήρας (σσ. είδος αγγείου) του α΄ μισού του 5ου αι. π.Χ., που διακοσμείται με την Απολλώνια τριάδα στη μία όψη και τη Θεοξενία των Διοσκούρων στην άλλη», επισημαίνει η κ. Σταμούδη.
Σύμφωνα με την ίδια η καταστροφή του οικισμού έγινε πιθανόν από σεισμό το 426 π.Χ. Μετά τον 4ο αι. π. Χ., ο χώρος λειτούργησε κατά τους ύστερους ελληνιστικούς (2ος αι. π.Χ.-1ος αι. π.Χ) και τους ρωμαϊκούς χρόνους ως ταφικός. Μοναδικός είναι ένας κτιστός τάφος με κόγχη και αψιδωτή οροφή, παλαιοχριστιανικής, μάλλον, περιόδου.
Ο ανεσκαμμένος οικισμός απέχει 3,5 χλμ. από τον αρχαιολογικό χώρο της Λάρισας Κρεμαστής, μιας από τις σημαντικότερες πόλεις της Αχαΐας Φθιώτιδας (στην περιφέρεια της Θεσσαλίας) από τον 4ο αι. π.Χ. και εξής.
Είναι πιθανόν ότι απετέλεσε το επίνειο της γνωστής πόλης των Αχαιών ή πρόδρομό της και άρχισε να παρακμάζει όταν η μεταγενέστερη ήρθε στο προσκήνιο.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ