Η αρχαία καινοτομία

Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας: Μία από τις γκραβούρες που επιχείρησαν να απεικονίσουν το μεγαλείο του Φάρου της Αλεξάνδρειας, ενός από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, που κατασκευάστηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. και καταστράφηκε τον 14ο αιώνα μ.Χ.

«Οι αρχαίοι, οι οποίοι παρουσιάζουν τόσα και τόσα επιτεύγματα, δεν κατόρθωσαν να επιτύχουν μια βιομηχανική επανάσταση» παρατηρεί σε μια αποστροφή του βιβλίου του με τίτλο «The Classical World» (εκδ. Penguin) ο διάσημος ιστορικός της Οξφόρδης Ρόμπιν Λέιν Φοξ. Ρητορική ερώτηση, θα πει κανείς: χωρίς συσσώρευση κεφαλαίου, καταμερισμό εργασίας, επιδίωξη κέρδους, τεχνολογικά μέσα και ολόκληρο το σύστημα των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων που περιέγραψαν θεωρητικοί από τον Ανταμ Σμιθ ως τον Καρλ Μαρξ και τον Μαξ Βέμπερ, η μαζική παραγωγή προϊόντων ήταν κάτι που ουδείς θα μπορούσε να διανοηθεί. Από την άλλη πλευρά, αυτό που υπονοεί ο Φοξ είναι ότι η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος του αρχαίου κόσμου ήταν μια πολύ σημαντική παράμετρος που συχνά αγνοείται. Το ίδιο ισχύει και για τη φύση των κινήτρων της. Πέρα από την επιθυμία της γνώσης ή τις απαντήσεις σε πρακτικές ανάγκες, αποδύθηκε ο ελληνικός και ρωμαϊκός πολιτισμός των μεγάλων επιτευγμάτων σε μια αναζήτηση αυτού που σήμερα ονομάζουμε «καινοτομία»;

Επιστήμες και τέχνες

Τροχαλίες και πολύσπαστα, η «εμβολοφόρος αντλία» του Κτησίβιου, μηχανές για την εξυπηρέτηση λατρευτικών αναγκών όπως οι αυτόματες πύλες ναών του Ηρωνα του Αλεξανδρέα ή θεατρικών δρώμενων όπως αυτή της ανύψωσης του από μηχανής θεού, φρυκτωρίες για την αναμετάδοση οπτικών σημάτων, πρέσες λαδιού, ιατρικά εργαλεία, αστρολάβοι και όργανα αστρονομικής παρατήρησης. Τα υλικά τεκμήρια του αρχαίου κόσμου γεμίζουν τις προθήκες των μουσείων για να τα προσπερνούν βιαστικά οι επισκέπτες τους. Ισως να αποδεικνύονταν πιο ενδιαφέροντα αν τα προσέγγιζε κανείς ως απτά τεκμήρια της διανοητικής δραστηριότητας σεβαστών ονομάτων της Ιστορίας της επιστήμης.

Τα μαθηματικά επιτεύγματα του Ευκλείδη (4ος αι. π.Χ.), η συστηματοποίηση της γνώσης από τον Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.), το ηλιοκεντρικό σύστημα του Αρίσταρχου (περίπου 310-230 π.Χ.), οι αστρονομικές παρατηρήσεις του Ιππαρχου (περίπου 190-120 π.Χ.), το πολεοδομικό σύστημα του Ιππόδαμου (498-408 π.Χ.) είναι ένα μικρό τμήμα μιας μεγάλης σειράς προτάσεων ή επινοήσεων που φέρουν τη σφραγίδα της πρωτοποριακής σκέψης. Το κλίμα της αρχαιοελληνικής «πόλεως», της μικρής, αυτόνομης, αστικής μονάδας που βρίσκεται σε διαρκή θέση συνεργασίας-ανταγωνισμού με τις γειτονικές παρόμοιες κοινότητες, ενθαρρύνει τη δημιουργικότητα. Σε αντίθεση, για παράδειγμα, με την επιμονή άλλων πολιτισμών στο στυλιζάρισμα και στην επανάληψη καλλιτεχνικών μοτίβων επί αιώνες (όπως στην αιγυπτιακή μνημειακή τέχνη), η αρχαιοελληνική κοινωνία αναζητεί την ποικιλία και την εξέλιξη. Τοπικά εργαστήρια αναπτύσσουν δικές τους τεχνικές και παραδόσεις, οι οποίες αλληλοεπηρεάζονται.
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η μελανόμορφη αγγειογραφία: αφετηρία της είναι η Κόρινθος τον 7ο αι. π.Χ., η Αθήνα, όμως, την υιοθετεί και ξεπερνά την πόλη της Πελοποννήσου σε τεχνική και τεχνοτροπία τον επόμενο αιώνα. Η ποιότητα των αττικών αγγείων εξελίσσεται σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να καταστούν εξαγώγιμα αγαθά με ειδίκευση σε συγκεκριμένες αγορές: οι λεγόμενοι «τυρρηνικοί αμφορείς» της περιόδου 565-550 π.Χ. κατασκευάζονται και προορίζονται αποκλειστικά για την Ετρουρία.

Ο μηχανισμός του πολέμου

Η δημιουργικότητα στην τέχνη συμβάδισε συχνά με την επινοητικότητα στην τεχνική. Εδώ, οι περισσότεροι μελετητές στέκονται στις διακρίσεις του αρχαιοελληνικού κόσμου στη στρατιωτική τεχνολογία. Ο κορυφαίος αμερικανός κοινωνιολόγος Μάικλ Μαν επισημαίνει στο μνημειώδες έργο του «Οι πηγές της κοινωνικής εξουσίας» (τ. Α΄, εκδ. Πόλις) ότι βαρύνουσα σημασία έχει η εμφάνιση του οπλίτη και της φάλαγγας. Η υπεράσπιση της πόλης-κράτους ανατίθεται σε μεσαίους έως και πλούσιους ελεύθερους χωρικούς που επωφελούνται από τις δυνατότητες της βελτιωμένης οπλοτεχνίας: «Η περικεφαλαία έγινε βαρύτερη και πιο περίπλοκη. Διατήρησε μόνο ένα άνοιγμα σε σχήμα Τ για το στόμα και τα μάτια. Η ακοή έγινε δύσκολη και ο οπλίτης διατηρούσε μόνο εμπρόσθια όραση. Ομοίως, η διπλή λαβή της ασπίδας από τον βραχίονα και το χέρι την έκανε μεγαλύτερη, βαρύτερη και λιγότερο ευκίνητη. Προς τα τέλη του 6ου αιώνα, ο οπλίτης είχε φτάσει στη βαρύτερη εκδοχή του».

Ωστόσο, η βασικότερη καινοτομία της φάλαγγας κατά τον Μαν δεν ήταν υλικού χαρακτήρα. Σχετιζόταν με τις νέες τακτικές και τις αξιακές μεταβολές που αυτές υποδήλωναν. «Στην εκπαίδευση, πιθανότατα και στη μάχη, η ασπίδα γινόταν συλλογικός προστατευτικός μηχανισμός. Κάλυπτε την αριστερή πλευρά του οπλίτη και τη δεξιά πλευρά του συμπολεμιστή στα αριστερά του». Η αλληλεξάρτηση προστάτευε τη ζωή, καταλήγει ο Μαν, προσθέτοντας ότι «η τακτική αυτή προϋπέθετε υψηλό βαθμό πίστης στη μαχητική ομάδα της φάλαγγας, τεράστια ψυχική εντατικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων της αναδυόμενης πόλεως». Κρατώντας ακριβώς τη συνοχή της παράταξης αλώβητη, οι Σπαρτιάτες παρέμειναν ουσιαστικά αήττητοι στον ελληνικό χώρο για δύο ολόκληρους αιώνες, ως το β΄ μισό του 4ου αιώνα π.Χ., όταν οι τακτικές καινοτομίες του θηβαϊκού πεζικού υπό τον Επαμεινώνδα και τον Πελοπίδα τούς στέρησαν τα πρωτεία. Και η συνοχή της φάλαγγας, αν και δεν ταυτίζεται από τον Μαν με τον εκδημοκρατισμό των πολιτευμάτων, ήταν εν τούτοις σαφέστατο δείγμα της κοινωνικής αλληλεγγύης όσων τη στελέχωναν.

Οι πιο εντυπωσιακές τεχνολογικές εφαρμογές, βέβαια, εμφανίζονται εκεί όπου υπάρχει η οικονομική δυνατότητα χρηματοδότησής τους – στα ελληνιστικά βασίλεια των διαδόχων του Αλεξάνδρου. Μοναρχικά μονοπώλια, εκτεταμένο εμπόριο, πλούσια εδάφη, διευρυμένη φορολογική βάση ευνοούν τη συσσώρευση κεφαλαίου στα χέρια της εκάστοτε κεφαλής της εξουσίας των Μακεδόνων, των Πτολεμαίων, των Σελευκιδών. Ατέρμονοι πόλεμοι πρώτων μεταξύ ίσων διεξάγονται τον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ. με πληθώρα μηχανικών μέσων: πολιορκητικοί κριοί και πολιορκητικές μηχανές επιστρατεύονται προκειμένου να κατεδαφίσουν ισχυρά οχυρωματικά έργα. Η ελέπολις, κορυφαίο ίσως δείγμα του είδους, επινόηση του Πολύειδου από τη Θεσσαλία, στρατιωτικού μηχανικού του Φιλίππου Β΄, τελειοποιείται το 305-304 π.Χ. από τον Επίμαχο τον Αθηναίο και τον θρυλικό στρατηλάτη Δημήτριο Πολιορκητή, μετέπειτα βασιλιά της Μακεδονίας. Κάνει την εμφάνισή της στην πολιορκία της Ρόδου το 305 π.Χ., ως σιδηρόφρακτη κατασκευή ύψους 40 μ., πλάτους 20 μ., βάρους 160 τόνων, κινούμενη επάνω σε τροχούς διαμέτρου 4,6 μ. Παρά τους 16 καταπέλτες και τους 3.400 άνδρες που την ωθούσαν, οι Ρόδιοι κατάφεραν να την αποκρούσουν, ανακυκλώνοντας, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, μετά τη λύση της πολιορκίας τα μεταλλικά της μέρη στον Κολοσσό της Ρόδου, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Μαζί με το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού και τον Φάρο της Αλεξάνδρειας, έργα και αυτά των ελληνιστικών χρόνων, αποδεικνύουν ακριβώς την τεχνολογική πρόοδο της εποχής τους.

Η καινοτομία ως μη αυτοσκοπός

Αν από την περίοδο αυτή επιζούν ονόματα διάσημων εφευρετών όπως ο Αρχιμήδης, ο Κτησίβιος και ο Ηρων ο Αλεξανδρεύς, επινοητών αντίστοιχα μιας αρπάγης που βύθιζε εχθρικά πλοία, μιας υδραυλικής κλεψύδρας για τη μέτρηση του χρόνου και μιας πρώιμης μηχανής που λειτουργούσε με ατμό, τα επιτεύγματά τους τροφοδοτούν και το ερώτημα για το τι εμπόδισε μια δραστική ανάπτυξη. Αν η εποχή μπορεί να παράγει περίπλοκα τεχνουργήματα όπως ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων (150-100 π.Χ.) -, ο αρχαιότερος γνωστός αστρονομικός και ημερολογιακός μηχανικός υπολογιστής – αν η ρωμαϊκή περίοδος καινοτομεί στα χρηστικά πεδία της οικιστικής αρχιτεκτονικής, της οδοποιίας, της ύδρευσης και της αποχέτευσης, όπως αποτυπώνεται στο πολύτομο «De Architectura» του Βιτρούβιου, γιατί συνολικά η αρχαιότητα δεν παρήγαγε τη δική της εκδοχή της βιομηχανικής επανάστασης;

Μια διάσημη απάντηση, εκείνη του μεγάλου κλασικιστή Μόουζες Φίνλεϊ, αντλούσε από τις κατηγορίες του Μαξ Βέμπερ αποδίδοντας την υστέρηση στις δομές της οικονομίας και στα κρατούντα αξιακά συστήματα. «Το ισχυρό κίνητρο απόκτησης πλούτου δεν μεταφράστηκε σε κίνητρο δημιουργίας κεφαλαίου. Με άλλα λόγια, η επικρατούσα νοοτροπία ήταν κτητική, όχι όμως παραγωγική» έγραφε στο πρωτοποριακό βιβλίο του «The Ancient Economy» (εκδ. University of California Press) το 1974. Ο Φίνλεϊ διευκρίνιζε ότι δεν αρνείται σε καμία περίπτωση την παρουσία εξειδίκευσης και ειδικών σε πλήθος πεδίων (βιοτεχνία, μηχανική, ναυσιπλοΐα), αν και για τον ίδιο το τεχνικό απόγειο των αρχαίων κοινωνιών ήταν επινοήσεις όπως ο οδοντωτός τροχός και ο κοχλίας και το χρονικό τοποθετείται στον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ. Υποστηρίζει, όμως, ότι κορυφαίοι διανοητές του κλάδου τους όπως ο Βιτρούβιος και ο Αριστοτέλης δεν έβλεπαν «καμία αρετή και καμία προοπτική στη συνεχιζόμενη πρόοδο της τεχνολογίας διά της παρατεταμένης, συστηματικής έρευνας». Παραθέτει, μάλιστα, το υποτιθέμενο ιστορικό ανέκδοτο ενός ρωμαίου εφευρέτη, ο οποίος επιδεικνύει στον αυτοκράτορα Τιβέριο την επινόηση ενός είδους άθραυστου γυαλιού αναμένοντας μυθική αμοιβή. Ο Τιβέριος τον ρωτά αν έχει μοιραστεί την ανακάλυψή του με κάποιον άλλον και, όταν λαμβάνει αρνητική απάντηση, διατάσσει τον αποκεφαλισμό του για να μην κατρακυλήσει η αξία του χρυσού στη λάσπη. Για τον Φίνλεϊ, η αφήγηση δεν αποτελεί καταδίκη της διάνοιας των αρχαίων, αλλά υπόμνηση ενός αξιακού συστήματος όπου η τεχνολογία ή η καινοτομία δεν θεωρείται αυταξία: «Η τεχνική πρόοδος, η οικονομική ανάπτυξη, η παραγωγικότητα, ακόμη και η αποτελεσματικότητα, δεν συνιστούσαν σημαντικούς στόχους από την αυγή του χρόνου. Από τη στιγμή που ένα αποδεκτό επίπεδο ποιότητας ζωής είχε επιτευχθεί και μπορούσε να διατηρηθεί, με όποιον τρόπο και αν το όριζε κανείς, άλλες αξίες εμφανίζονταν επί σκηνής».

Στις μέρες μας, βέβαια, οι ιστορικοί είναι λιγότερο κατηγορηματικοί. Ο Ρόμπιν Λέιν Φοξ, ας πούμε, δεν βλέπει ούτε το «μπλοκάρισμα» ούτε την «αποτελμάτωση» του Φίνλεϊ στην πορεία της αρχαίας τεχνολογίας. Εκφράζει μάλιστα τις αμφιβολίες του για την ισχύ του επιχειρήματος της δουλοκτητικής κοινωνίας ως απαγορευτικής της τεχνικής καινοτομίας. Υπογραμμίζει, όμως, και αυτός τον ιδεολογικό συντηρητισμό των ελίτ που υποτιμούσαν τα εφαρμοσμένα μαθηματικά, όπως ο Πλάτωνας, ή την εφαρμοσμένη μηχανική, όπως ο Αρχιμήδης: σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο μεγάλος συρακούσιος μαθηματικός απαξίωσε να αφήσει γραπτά κείμενα θεωρώντας τη χρήση της εκτός θεωρητικών σκοπών «αγενή και άξεστη».

Νεωτερίζω = στασιάζω

Η ειδοποιός διαφορά του αρχαίου από τον σύγχρονο κόσμο αναφορικά με την έννοια του νέου, άρα και της καινοτομίας, είναι τελικά η ιδεολογική της πρόσληψη. Ο ορισμός του λεξικού των Liddell & Scott για το ρήμα «νεωτερίζω» κυριαρχείται από αρνητικές συνδηλώσεις: «Επιχειρώ οτιδήποτε νέο, πραγματοποιώ απότομη αλλαγή, καινοτομώ, μεταχειρίζομαι βίαια μέτρα, επιχειρώ πολιτικές μεταβολές, ξεκινώ επανάσταση, στασιάζω, ξεκινώ επανάσταση στην πολιτεία» είναι οι χρήσεις που παραδίδουν ο Ξενοφώντας και ο Θουκυδίδης. Και δεν βρίσκει κανείς καλύτερο παράδειγμα αμφίσημης ανάλυσης της έννοιας στον αθηναίο ιστορικό από τη δημηγορία των Κορινθίων στο συνέδριο των συμμάχων της Σπάρτης πριν από την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου. Το πρώτο πράγμα που επιλέγουν οι Κορίνθιοι να τονίσουν προκειμένου να εξωθήσουν τους παραδοσιοκράτες Λακεδαιμονίους σε σύγκρουση είναι η τάση των Αθηναίων στους νεωτερισμούς: στα αφτιά των ηγετών μιας πόλης κατεξοχήν φοβικής ως προς τις εξωτερικές επιδράσεις, κλειστής ως κοινωνίας και επιρρεπούς στις ξενηλασίες, οι «νεωτεροποιοί και επινοήσαι οξείς» δεν ήταν επαινετικοί χαρακτηρισμοί.

Ωστόσο, ο αρχαίος κόσμος κάθε άλλο παρά ομοιογενής ήταν – και η Σπάρτη δεν αποτελούσε το κυρίαρχο πολιτισμικό μοντέλο της Ελλάδας. Στην ασύγκριτα πιο ευρύχωρη διανοητικά Αθήνα περπάτησαν φιλόσοφοι του μεγέθους του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, τραγικοί του ύψους του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, αρχιτέκτονες με τη ματιά του Ικτίνου και του Καλλικράτη. Παρ’ όλα αυτά, η Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. δεν ήταν μια εκκοσμικευμένη κοινωνία τού σήμερα. Είχε το δωδεκάθεο, τα Ελευσίνια μυστήριά της, τις δίκες κατά του Αναξαγόρα και του Σωκράτη με την κατηγορία της ασέβειας. Είχε μια αγροτική, όχι μια κεφαλαιοκρατική οικονομία.
Είχε έναν στοχασμό θαυμαστό για τα μέτρα της εποχής, όχι όμως τη συστηματικότητα και την πειραματική έρευνα της απογόνου της νεωτερικής σκέψης. Ηταν ικανή, όπως και ο υπόλοιπος ελληνορωμαϊκός κόσμος, να παράγει καινοτομίες, όχι Καινοτομία.

Μάρκος Καρασαρίνης

Πηγή: tovima.gr