Τζερόνιμο

Ο Τζερόνιμο ήταν διάσημος Ινδιάνος πολεμιστής που πολέμησε εναντίον του Μεξικού και των ΗΠΑ για την επέκταση των εδαφών των ινδιάνων Απάτσι κατά την διάρκεια των Πολέμων των Απάτσι. “Geronimo” ήταν το όνομα που δόθηκε σ ‘αυτόν κατά τη διάρκεια μιας μάχης με στρατιώτες του Μεξικού. Chiricahua Το όνομά του συχνά αποδίδεται ως Goyathlay ή Goyahkla στα αγγλικά.

Ο Τζερόνιμο γεννήθηκε κοντά στον ποταμό Γκίλα στις 16 Ιουνίου 1829. Ανήκε στην φυλή Μπεντονκόχε, που ήταν παρακλάδι της φυλής Απάτσι. Ο παππούς του, Μάκο, ήταν αρχηγός της φυλής αυτής. Είχε τρία αδέρφια και τέσσερις αδερφές. Μεγάλωσε κατά τις παραδόσεις των Απάτσι. Παντρεύτηκε στα 17 του χρόνια και απέκτησε με τη σύζυγό του τρία παιδιά. Στις 6 Μαρτίου 1858, μία ομάδα από 400 περίπου Μεξικανούς στρατιώτες επιτέθηκε στο χωριό του και σκότωσε την σύζυγό του, τα παιδιά του και την μητέρα του. Ο αρχηγός της φυλής του τον έστειλε στην φυλή ενός άλλου διάσημου Ινδιάνου πολεμιστή, του Κοτσίσε για να ζητήσει βοήθεια για να προκληθούν αντίποινα στους Μεξικανούς. Πήρε το όνομά του από τους Μεξικανούς, διότι ενώ επιτέθηκε σε Μεξικανούς στρατιώτες οπλισμένος με ένα μαχαίρι, ήταν τόσο βίαιος, που οι Μεξικανοί στρατιώτες προσεύχονταν στον Άγιο Ιερώνυμο (Jeronimo), καθώς ήταν έκπληκτοι από αυτό. Έμεινε περισσότερο διάσημος για τις μάχες του με Αμερικανούς και Μεξικανούς στρατιώτες, ενώ κατάφερε να παραμείνει ελεύθερος κατά την περίοδο 1858-1886. Ο Τζερόνιμο παραδόθηκε τελικά το 1886 και συνελήφθη από τον υπολοχαγό Τσαρλς Γκέιτγουντ. Ο Τζερόνιμο στάλθηκε στο Φορτ Πίκενς στην Πενσακόλα της Φλόριντα, ενώ η οικογένειά του στο Φορτ Μάριον. Κατά τα ύστερα χρόνια της ζωής του έγινε διάσημος από δημόσιες εμφανίσεις, όπως στην Παγκόσμια Έκθεση του 1904 στο Σαιντ Λούις. Οδήγησε την παρέλαση του προέδρου Θίοντορ Ρούζβελτ κατά την ορκωμοσία του το 1905. Η αυτοβιογραφία του, η οποία υπαγορεύτηκε από τον ίδιο τον Τζερόνιμο στον Σ. Μ. Μπάρετ, κυκλοφόρησε το 1905. Ο Τζερόνιμο πέθανε στις 17 Φεβρουαρίου 1909 στο Φορτ Σιλ της Οκλαχόμα των ΗΠΑ από πνευμονία, ενώ ομολόγησε στον ανεψιό του πως μετάνιωσε το γεγονός ότι παραδόθηκε.

Πηγή: wikipedia