Τζακ Λέμον

Ο Τζον Ούλερ “Τζακ” Λέμον ΙΙΙ (8 Φεβρουαρίου 1925 – 27 Ιουνίου 2001) ήταν Αμερικανός κωμικός ηθοποιός, βραβευμένος δύο φορές με Όσκαρ και διακριθείς στις Κάννες.

Από μικρός στα βάσανα

Ο Τζακ Λέμον γεννήθηκε στον ανελκυστήρα του νοσοκομείου Newton Mass με μια ελαφρά μορφή ίκτερου -κάτι που παρακίνησε τη μαία να παρατηρήσει: «Θεέ μου, είναι κίτρινος σαν λεμόνι (lemon)»!

Το όνομά του τον… καταδίωκε! «Jack, you lemon!» (Τζακ το λεμόνι) τού φώναζαν οι συμμαθητές του· και όταν έπιασε για την πρώτη του μεγάλη δουλειά, το 1947 στην Columbia, ο διευθυντής του στούντιο, Χάρι Κον, τον είπε κατά λάθος Lennon. «Θαυμάσια!» εξεμάνη ο Λέμον, «όπως ο Ρώσος Λένιν. Θα λένε ότι είμαι κομμουνιστής!»

Στην παιδική του ηλικία υπέστη 13 εγχειρίσεις, αλλά η αδύναμη φύση του δεν τον κράτησε μακριά από τον αθλητισμό: έγινε ικανότατος δρομέας, κάτι που άφησε όταν έγινε δεκτός στη φημισμένο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.

Εκεί είχε μέτριους βαθμούς σε όλα πλην των θεατρικών σπουδών. Σκέφτηκε έτσι να σπάσει την οικογενειακή παράδοση (ο πατέρας του ήταν φούρναρης) και να επιδιώξει να υπηρετήσει την υποκριτική τέχνη. Μοιάζει άλλωστε σαν κινηματογραφική σκηνή η στιγμή που γνωστοποίησε στο σπίτι την απόφασή του:

«Πρέπει να το δοκιμάσω, ειδάλλως θα αναρωτιέμαι σε όλη μου τη ζωή» είπε στον πατέρα του, ζητώντας του να τον αφήσει να γίνει ηθοποιός. Όταν απάντησε καταφατικά στην ερώτηση εάν αγαπά την υποκριτική, τον άκουσε να του λέει πως «αυτό είναι καλό, γιατί την ημέρα που εγώ θα σταματήσω να είμαι ερωτευμένος με μια φρατζόλα ψωμί, θα παραιτηθώ»…

Δύο και να… καίνε!

Η καριέρα του Λέμον σημαδεύτηκε από το ντουέτο του με τον Ουόλτερ Ματάου. Οι δύο τους δημιουργούσαν… χάος στην οθόνη, πρωταγωνιστώντας σε αξέχαστες κωμωδίες: στο Κουλουράκι της τύχης (βραβείο Β ρόλου για τον Ματάου), στο Παράξενο ζευγάρι, στην Πρώτη σελίδα

Ο Λέμον, συνώνυμος σχεδόν με την κωμωδία, εξέπληξε κοινό και κριτικούς το 1962, στην πρώτη του απόπειρα να ερμηνεύσει δραματικό ρόλο: ήταν στις Ημέρες κρασιού και λουλουδιών, όπου ενσάρκωσε έναν αλκοολικό που επιδιώκει να σύρει τη γυναίκα του (Λι Ρέμικ) στη συνήθειά του. Η ερμηνεία του τού απέφερε την πρώτη υποψηφιότητά του για Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου.

Και συνολικά είχε επτά «πρώτες» υποψηφιότητες, δύο για κωμωδίες και πέντε για δραματικές ταινίες. Στον Κύριο Ρόμπερτς (1955) πήρε το πρώτο Όσκαρ Β ανδρικού ρόλου και στο Σώστε τον τίγρη (1973) πήρε το αγαλματάκι Α ρόλου, υποδυόμενος έναν κατασκευαστή ρούχων που -παρά τα ιδανικά της νιότης του- υιοθετεί σκοτεινές μεθόδους στη δουλειά του.

Το φιλμ είχε απορριφθεί από τα περισσότερα στούντιο προτού η Paramount αποφασίσει να το υλοποιήσει -και, όταν το έκανε, έθεσε τον προϋπολογισμό μόλις στο ένα εκατ. δολάρια. Απτόητος ο Λέμον δέχθηκε να παίξει το ρόλο που επιθυμούσε, περικόπτοντας την αμοιβή του στα 165 δολάρια εβδομαδιαίως.

Αλλά το βράδυ του 1955 που κράτησε στα χέρια του για πρώτη φορά το πολύτιμο αγαλματίδιο είχε το στυλ που περίμενε κανείς από τον Τζακ Λέμον: κατάφερε να μετατρέψει τη βραδιά σε… κωμωδία! «Περίμενα ακουμπώντας σε μια ράμπα να με φωνάξουν για μια συνέντευξη -και μόνο μόλις προχώρησα είδα την πινακίδα που έγραφε φρεσκοβαμμένο. Έτσι ανέβηκα να παραλάβω το Όσκαρ με μια λευκή λουρίδα χρώματος στο πίσω μέρος του σμόκιν μου»…

Ο ορισμός του «καυτού»

Ο Τζακ Λέμον πετύχαινε να ενσαρκώνει στην οθόνη μοναδικά τον τύπο του καθημερινού ανθρώπου που ξαφνικά δέχεται το χτύπημα κάποιας (φυσιολογικής ή… όχι) καταστροφής: ενδεικτικός είναι ο «ρόλος ζωής» για το αμίμητο ντουέτο: Μερικοί το προτιμούν καυτό

Ήταν, για την ακρίβεια, τρίο: οι δύο ηθοποιοί και ο θρυλικός σκηνοθέτης Μπίλι Ουάιλντερ, που συνεργάστηκε με τον Λέμον επτά φορές και ήταν όλες επιτυχίες: Μερικοί το προτιμούν καυτό, Η γκαρσονιέρα, Ίρμα αγάπη μου, Το κουλουράκι της τύχης, Avanti!, Η πρώτη σελίδα και Buddy buddy.

Όμως όλοι έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους στην απίστευτη κωμωδία -μια από τις καλύτερες όλων των εποχών- που έμαθε στον κόσμο την έννοια του «καυτού»: την έδειξε η Μέριλιν Μονρόε στον πιο λαμπερό ρόλο της σύντομης καριέρας της, αλλά και ο Λέμον και ο Τόνι Κέρτις, ντυμένοι γυναικεία και με τον πρώτο να ολοκληρώνει την ταινία με την αμίμητη ατάκα, συνώνυμη της ιστορίας του σινεμά: «Κανείς δεν είναι τέλειος».