Τζον Γουίλιαμ Κολτρέιν (1926-1967)

Ο Τζον Γουίλιαμ Κολτρέιν ( 23 Σεπτεμβρίου 1926, Χάμλετ, Βόρεια Καρολίνα -17 Ιουλίου 1967, Νέα Υόρκη) ήταν διάσημος αμερικανός σαξοφωνίστας και συνθέτης της τζαζ. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους μουσικούς του 20ου αιώνα, η τέχνη του οποίου ξεπερνά τα όρια της τζαζ. Μαζί με τους Κόλμαν Χόκινς, Λέστερ Γιάνγκ και Σόνι Ρόλινς αποτελούν την «αγία τετράδα» στο τενόρο σαξόφωνο.

Το παίξιμό του αρχικά χαρακτηρίστηκε νεοτερικό, και σταδιακά ξέφυγε από τα όρια του συμβατικού αυτοσχεδιασμού, διχάζοντας τους κριτικούς και αποκομίζοντας χαρακτηρισμούς όπως «αντι-τζαζ», ενώ κατά τα τελευταία χρόνια της δημιουργίας και της ζωής του ξεπέρασε τα όρια και πορεύτηκε σε μια σχεδόν μοναχική πορεία θρησκευτικής έκστασης.

Ο Τζον Κολτρέιν γεννήθηκε σε μια εποχή έντονων φυλετικών διακρίσεων στην Αμερική και ήταν γιος ενός ράφτη με μουσικές ανησυχίες και μιας νοικοκυράς. Στο περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε, ήταν διάχυτη η κυριαρχία δύο στοιχείων: της μουσικής, και της θρησκευτικότητας.

Η πρώτη συμμετοχή του σε μουσικό σύνολο λαμβάνει χώρα το 1939 και το 1943, όταν μετακομίζει στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβανίας, εκδηλώνεται το ενδιαφέρον του για την τζαζ. Την πρώτη του ηχογράφηση, εκτέλεση της κλασικής μπίμποπ (bebop) επιτυχίας «Hot House» την έκανε το 1946, στη διάρκεια της θητείας του στο ναυτικό. Σταδιακά, άρχισε να στρέφεται από το άλτο στο τενόρο σαξόφωνο.

Το 1949 επέστρεψε στη Φιλαδέλφεια και έγινε μέλος της μεγάλης ορχήστρας του Ντίζι Γκιλέσπι, όπου έμεινε μέχρι την διάλυση της το 1950. Ο Κολτρέιν συνέχιζε όμως να παίζει δίπλα στον Γκιλέσπι μέχρι την άνοιξη του 1951.

Μετά από ένα τηλεφώνημα από τον ίδιο τον Μάιλς Ντέιβις, γίνεται μέλος στο μουσικό σχήμα του θρύλου της τζαζ, και καθιερώνεται ως μεγάλος μουσικός. Η συνεργασία τους αποτυπώνεται στο μουσικό κόσμο μέσα από τα Round About Midnight, The New Miles Davis Quintet (1955), Cookin (1957), Relaxin (1957), Workin (1958), και Steamin (1961). Το 1956 οι σχέσεις του με τον Ντέιβις κλονίστηκαν, λόγω της εξάρτησης του Κολτρέιν από την ηρωίνη, με αποτέλεσμα την απόλυση του. Θα επιστρέψει, τελικά, κοντά στο Μάιλς Ντέιβις το φθινόπωρο του 1957, ενώ το διάστημα της απουσίας του δε μένει ανεκμετάλλευτο, αφού συνεργάζεται με τον Τελόνιους Μονκ, και αναπτύσσει μια διαφορετική τεχνική, «φυσώντας» ταυτόχρονα περισσότερες από μία νότες.

Σταθμός στην δισκογραφία του Κολτρέιν θεωρείται η ηχογράφηση του Blue Train το 1957. Δυο χρόνια αργότερα συμμετείχε στο δίσκο του Μάιλς Ντέιβις Kind of Blue, έργο που θεμελίωσε τη modal jazz, στην οποία οι αυτοσχεδιασμοί βασίζονται στις κλίμακες και όχι στις συγχορδίες.

Τον Απρίλιο του 1960 εγκατέλειψε την μπάντα του Ντέιβις δημιουργώντας το ιστορικό κουαρτέτο με τον πιανίστα Μακόι Τάινερ, τον μπασίστα Στιβ Ντέιβις και τον ντράμερ Έλβιν Τζόουνς. Αργότερα, προστέθηκε και ο κορυφαίος της αβάν γκαρντ Έρικ Ντόλφι. Η «απογείωση» προς το χώρο της free jazz, με κυρίαρχο στοιχείο την απελευθέρωση της φόρμας, άρχισε με το Impressions (1963), για να ακολουθήσει την ερχόμενη χρονιά το Live at Birdland και το Crescent (1964).

Το 1965 ο Κολτρέιν κατέθεσε το έργο που προσδιόρισε τη σχέση του με τη θρησκευτικότητα, το A Love Supreme, έχοντας μελετήσει ινδουισμό, καμπάλα, γιόγκα, σούφι, αστρολογία, αφρικανική ιστορία, πυθαγόρειους, Πλάτωνα και Αριστοτέλη και δύο χρόνια αργότερα αποχωρεί από τη σκηνή και τη ζωή λόγω κίρρωσης του ύπατος. Πολλές από τις ηχογραφήσεις του, που κυκλοφόρησαν μετά θάνατον, κέρδισαν σειρά διακρίσεις Grammy.

«Ο Τζον Κολτρέιν ήταν σαν επισκέπτης στον πλανήτη αυτό. Ήρθε εν ειρήνη και έφυγε εν ειρήνη, αλλά κατά την παραμονή του εδώ προσπαθούσε διαρκώς να φτάσει νέα επίπεδα συνειδητοποίησης, γαλήνης, πνευματικότητας. Γι’ αυτό το λόγο εκλαμβάνω τη μουσική του ως πνευματική μουσική – είναι ο τρόπος του Τζον για να φτάνει όλο και πιιο κοντά στο Θεό» είπε για τον κορυφαίο μουσικό ο επίσης σαξοφωνίστας Άλμπερτ Άιλερ.