Σήμερα η μνήμη του προστάτη των μπακάληδων!

Νικόλαος ο Παντοπώλης
Γεννήθηκε στο Καρπενήσι το 1656 περίπου. Το Καρπενήσι τότε ήταν η έδρα της επισκοπής Λιτζάς και Αγράφων, υπό τον Μητροπολίτην Λαρίσης. Οι γονείς του ήσαν ευσεβείς και φιλόθεοι. Παρ’ όλη τους τη φτώχεια έστειλαν τον νεαρό Νικόλαο σε σχολείο, όπου έμαθε τα Ιερά Γράμματα. Ο πατέρας του, λόγω ενδείας, έφυγε νωρίς για την Κωνσταντινούπολι και έγινε μπακάλης. Όταν ο Νικόλαος έγινε 15 ετών ήλθε ο πατέρας του και τον πήρε μαζί του στην Πόλι. Την εποχή εκείνη υπήρχε μια σχετική ασφάλεια στους δρόμους. Τα καραβάνια ήσαν πολυάνθρωπα και ωργανωμένα, υπήρχαν χάνια για διανυκτερεύσεις, ακολουθούσαν ένοπλοι άνδρες. Υπάρχουν πληροφορίες ότι τακτικά, κάθε ένα μήνα ή δύο, ξεκινούσε καραβάνι με καμήλες απ’ το Καρπενήσι για την Πόλι. Το ταξίδι διαρκούσε 31 χάνια ή τριάντα ένα μερόνυχτα. Ένα μήνα δηλαδή. Με τα καραβάνια έστελναν τα παιδιά τους στην Πόλι όπου και τα παρελάμβαναν συγγενείς ή πατριώτες. Οι γυναίκες και τα μικρά έμεναν πάντα στο χωριό. Έστελναν δώρα στους ξενιτεμένους ό,τι δεν μπορούσε να σαπίση ή να χαλάση (Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγιάζει, λέει το δημοτικό τραγούδι).
Τα καραβάνια ξεκινούσαν από Καρπενήσι σχεδόν άδεια, τι να στείλουν παρά κάποιες προβέντες και κανένα γράμμα; Γυρνούσαν όμως γεμάτα πραμμάτειες και καλούδια (κοιμήσου και παρήγγειλα στην Πόλι τα προικιά σου… λέγει το νανούρισμα). Χαλκώματα, μύλους του καφέ, μπαχαρικά απ’ το Μισίρ Τσαρσί και ό,τι άλλο καλό μπορούσε να βάλη ο νους σου. Μαζί έρχονταν και οι ξενιτεμμένοι για να δουν για τελευταία φορά γέροντες γονείς, προσφιλή πρόσωπα, για να βρουν μια καλή νύφη, να σκαρώσουν κανένα παιδί ακόμη, για να αποσυρθούν για πάντα ύστερα από ζωή τυραγνισμένη στη θαλπωρή της οικογένειας που τόσο στερήθηκαν.
Δεν επέστρεφαν όλοι. Πολλοί δημιουργούσαν οικογένειες στην Πόλι και έμεναν εκεί για πάντα.
Μέγα γεγονός ήταν η άφιξις στο χωριό ενός ξενιτεμένου στην Πόλι. Η άφιξίς του έπαιρνε διαστάσεις ηρωικές. Η παροιμία το λέγει, Από την Πόλι ερχομαι και στην κορφη καν έλα = έλα να με προϋπαντήσεις στην κορυφή του χωριού, στο διάσελο, όχι κανέλλα, το γνωστό μπαχαρικό).
Σώζονται ακόμη ανά την Ευρυτανία μέσα σε παλιούς Ναούς Ιερές Εικόνες, δισκοπότηρα, επιτάφιοι, μανουάλια, οικιακά σκεύη χάλκινα, ασημικά περίτεχνα φερμένα ή σταλμένα από την Πόλι, παραγωγή Χριστιανών – ανδρών και γυναικών – μέσα στα φημισμένα εργαστήριά της.
Φύγαμε λίγο από το θέμα, άλλ’ εν γνώσει.
Επανερχόμεθα:
Φθάνει ο νεαρός Νικόλαος στη Πόλι, και πριν καλά – καλά καταλάβει που βρίσκεται, πριν αποθαυμάσει τα μνημεία και τις εκκλησιές της, μπαίνει στη δουλειά. Βοηθός του πατέρα του στο μπακάλικό του στο Ταχτά – Καλέ. Ο απλούς πατέρας του θέλησε να μορφώση τον Νικόλαο στην τουρκική γλώσσα. Για να μπορεί να συνενοήται μ’ όλους τους πελάτες του μπακάλικου, Ρωμιούς και Τούρκους. Το να μιλήσει τα τούρκικα ήταν εύκολο γιατί αυτή η γλώσσα προφορικός μαθαίνεται εύκολα. Το δύσκολο ήταν να διαβάζη τα τούρκικα. Και τούτο γιατί τότε γραφόνταν με την αραβική γραφή, από τα δεξιά στ’ αριστερά, χωρίς φωνήεντα. Χρειαζόταν πολύς καιρός για να μπορη κανείς να διαβάζη άνετα.
Απέναντι στο μπακάλικο είχε το μαγαζί του ένας μπαρπέρης (κουρέας). Ήταν φίλος του πατέρα του Νικόλαου.
Ήταν Αγαρηνός και φαίνεται ότι ήξερε να διαβάζη (γιατί και οι περισσότεροι Τούρκοι ήσαν εντελώς αναλφάβητοι). Ανέθεσε λοιπόν στο “φίλο” να μάθη τον Νικόλαο την τουρκική γλώσσα και γραφή. Το σφάλμα του πατέρα ήταν ότι πίστεψε πως ο Τούρκος μπορει να γίνει φίλος. Οι παληοί έλεγαν ότι ο Τούρκος την φιλία την εχει στο γόνατο, όποτε θέλει την κλωτσάει.
Τέχνη λοιπόν του διαβόλου απεδείχθη αυτή η σπουδή και βιασύνη του πατρός του Νικολάου.
Άρχισαν τα μαθήματα. Το μυαλό του Νικολάου ήταν ξυράφι. Ευφυΐα, εξυπνάδα, μνήμη. Μαθαίνει τόσο γρήγορα, που θαυμάζει ο μπαρμπέρης. Θαυμάζει και ολίγον κατ’ ολίγον ο θαυμασμός μεταβάλλεται σε φθόνο για το πανέξυπνο ρωμιόπουλο. Φθονεί και μελετά κενά. Πως να τουρκέψη τον νεαρό Νικόλαο. Δεν άργησε να βρη τον τρόπο, συνεργούντος και του διαβόλου.
Ακούστε τί μηχανεύεται ο κατάρατος.
Στα χρόνια εκείνα (φεύγουμε για λίγο απ’ την ιστορία μας αλλά θα επανέλθουμε σύντομα), στα χρόνια εκείνα, λέγω, η μεγάλη μάστιγα των Χριστιανών ήταν το παιδομάζωμα. Κάθε πέντε χρόνια έβγαινε ο Τούρκος παγανιά και μάζευε τα καλύτερα χριστιανόπουλα. Τα συγκέντρωνε στην Κ/πολι και τα τούρκευε. Τους έκανε πλύσι εγκεφάλου και έτσι καταντούσαν να γίνουν οι φοβερότεροι χριστιανομάχοι και εχθροί ωρκισμένοι του ίδιου τους του Γένους. Με τον καιρό απέκτησαν μεγάλη δύναμι. Ανέτρεπαν και Σουλτάνους ακόμη. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Χριστιανών.
Ήσαν οι Γενίτσαροι.
Μ’ αυτούς λοιπόν τους θηριογνώμονες συνενοήθηκε ο μπαρμπέρης και έστησε την παγίδα. Μιάν ημέρα κάθισε και έγραψε σ’ ένα χαρτί το σαλαβάτι, την ομολογία δηλαδή της πίστεως των. Κάτι σαν το δικό μας Σύμβολο της Πίστεως. Έρχεται ο Νικόλαος για να κάμη το συνηθισμένο μάθημα. Παρόντες και αρκετοί Γενίτσαροι, “μιλημένοι”. Δίδει ο μπαρμπέρης στον Νικόλαο το σαλαβάτι για να το αναγνώση. Με απλότητα εκείνος το διαβάζει μεγαλοφώνως. Νομίζει ότι είναι μάθημα. Ούτε πέρασε καν από το μυαλό του ότι επρόκειτο περί σκευωρίας.
Μόλις τελείωσε η ανάγνωσις, άρχισαν οι Γενίτσαροι να κραυγάζουν θριαμβευτικά, σαν μια δαιμονική συμφωνία και να λέει:
“Νικόλαε έγινες πια Τούρκος. Διάβασες το σαλαβάτι, ωμολόγησες την πίστι μας, άρα τούρκεψες”.
Τότε μόλις κατάλαβεν ο άγιος τι συνέβη. Εννόησε το άτιμό τους τέχνασμα και με σταθερή και υψηλή φωνή απήντησε:
“Είμαι Χριστιανός και δεν είμαι αυτό που εσείς λέτε. Εγώ οφείλω να διαβάσω ό,τι μάθημα μου δώσει ο δάσκαλος μου”.
Φαίνεται ότι ο Νικόλαος μπορούσε να μιλάη τούρκικα αρκετά καλά, γιατί μάλλον απίθανον είναι οι καταγραφόμενοι διάλογοι να έγιναν στα ρωμέϊκα.
Οι μιαροί και απάνθρωποι εκείνοι άρπαξαν αμέσως το νέο και τον έσυραν βιαίως στον καϊμακάμη στον επίτροπο δηλαδή του Βεζύρη. Άλλοι φώναζαν, άλλοι ψευδομαρτυρούσαν, μεγάλη ταραχή. Μέσα στην οχλοβοή ακουόνταν αυτές οι φράσεις:
“Ο άνθρωπος αυτός, εφένδη, έκαμε σαλαβάτι, μπροστά μας. Ωμολόγησε την πίστι μας. Κι αν δεν μας πιστεύεις και θέλης να μάθης την αλήθεια δες και αυτόν τον τεσκερέ (το έγγραφο δηλαδή) στον οποίο έχει γραμμένο το σαλαβάτι και το διαβάζει κάθε ώρα και στιγμή. Και τώρα του λέμε ότι έγινε Τούρκος κι αυτός περιγελά την πίστι μας”.
Ο Καϊμακάμης του λέγει:
“Γιατί, Νικόλαε, αφού έγραψες το σαλαβάτι και το αναγινώσκεις, ύστερα δεν γίνεσαι Τούρκος;”
Ο Νικόλαος, παρ’ όλο το νεαρό της ηλικίας του, ουδόλως εδείλιασε.
Με σωφροσύνη και θάρρος διηγείται λεπτομερώς τί συνέβη.
Ο Καϊμακάρης όμως βρήκε την ευκαρία της ζωή του. Να κάμη έναν Χριστιανό, Τούρκο. Και μάλιστα έναν νέο. Γι’ αυτό είτε απελογήθη ο Νικόλαος είτε όχι, έμεινεν αδιάφορος, σαν να ήταν κουφός. Αυτός συνεχίζει τα δικά του.
“Επειδή, Νικόλαε, ανέγνωσες το σαλαβάτι, πρέπει οπωσδήποτε να γίνης Τούρκος. Εγώ θα σου δώσω μεγάλο αξίωμα, θα σε τιμήσω και θα σε δοξάσω μέσα στ’ ανάκτορα”.
Απτόητος ο Άγιος απαντά:
“Εγώ είμαι Χριστιανός και τον Χριστό μου μόνον πιστεύω ως Θεόν αληθινόν.
Οι τιμές και τα αξιώματα δεν μου χρειάζονται. Εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι”. Διηγούμενος αυτή την ιστορία θαυμάζω, αδερφοί μου, την παρρησία, την σωφροσύνη, την ανδρεία αυτού του νεαρού παιδιού.
Ήταν δεν ήταν δέκα έξη ετών. Είχε τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, την χάρι του Κυρίου. “Εγώ γαρ δώσω υμίν σοφίαν και δύναμιν, η ου δυνήσονται αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι υμίν”. Άλλ’ όσους επαίνους κι αν προσκομίσω ουδέν προσφέρω. Μειώνω μάλλον τον Άγιον. Διό και εν συνοχή καρδίας τον ακολουθώ στο μαρτύριο του.
Βλέποντας ο Καϊμακάμης το αμετάθετον της γνώμης του Νικολάου και ότι δεν κατορθώνει τίποτε προστάζει να δέσουν τα χέρια του πισθάγκωνα σ’ ένα στύλο του Σεραγιού. Καλά δεμένος ο Άγιος δεν μπορούσε ούτε να κινηθή ούτε να αντιδράση. Ξεσκίζουν τα ρούχα του και του κάνουν σινέτι τουτέστι περιτομή. Νόμιζεν ο άθλιος ότι έτσι, προ του τετελεσμένου γεγονότος, θα επείθετο και θα ωμολογούσε την θρησκεία τους ως αληθινή. Και δεν τους έφθασεν αυτή
η αισχρή πράξις. Τον περιγελούσαν κι όλας όλοι οι παρόντες. Του έλεγαν:
“Εσύ, Νικόλαε, διάβασες την ομολογία μας, έκαμες σαλαβάτι και εμείς σου κάνουμε σινέτι (περιτομή). Έγινες πλέον Τούρκος”.
Αλλ’ ο μακάριος και ευλογημένος εκείνος νεανίας περισσώς έκραζε:
“Ψέμματα λέτε, εγώ είμαι Χριστιανός και στον Χριστόν μου μόνον πιστεύω”.
Λυσσασμένος ο Καϊμακάρης που ρεζιλεύεται από ένα έφηβο και τίποτε δεν έκαμε με την περιτομή, διατάζει και τον ρίχνουν στη φυλακή των κακούργων.
Εκεί παρέμεινε νηστικός επί δέκα πέντε ολόκληρες μέρες. Τέλος εδέησε και τον βγάζουν απ’ τα μπουντρούμια. Τον παρουσιάζουν πάλι ενώπιον του Καϊμακάμη. Αυτός περιμένει να του φέρουν μπροστά του ένα ράκκος, ένα νηστικό εξαθλιωμένο παιδί που ζητάει έλεος, συγχώρεσι και φαγητό.
Παραδόξως παρουσιάζεται ένας Νικόλαος φαιδρός και χαριέστατος.
Οι παρευρισκόμενοι έκραυγαζαν: “Ή Τούρκος να γίνη ή να θανατωθή”.
Τον ρωτάει εκ νέου ο Καϊμακάμης αν τυχόν μετανόησε ύστερα από τόσες στερήσεις και αποδέχεται την θρησκεία του Μωάμεθ. Ο γενναίος εκείνος με ακόμη μεγαλύτερη τόλμη και με όλη την δύναμι του φωνάζει:
“Χριστιανός είμαι και στον Χριστό μου πιστεύω. Δεν αρνούμε τον Χριστό μου έστω και αν με βασανίσετε με μύρια βασανιστήρια”.
Ύστερα απ’ αυτά είδαν και απόειδαν ότι ο άγιος δεν μεταπείθεται, τον φυλακίζουν και πάλι. Εκεί θα βάλει μυαλό, σκέφτηκαν. Συχνά – πυκνά τον δέρνουν με ραβδισμούς επώδυνους και ανυπόφορους.
Καθ’ ον χρόνον ευρίσκετο ο άγιος στη φυλακή, ο ιδιοκτήτης του μπακάλικου του πατέρα του, λυπήθηκε δήθεν τον νέο. Ήταν Τούρκος και εύκολα μπήκε στη φυλακή. Συναντά τον Άγιο. Του υπόσχεται πως αν γινόταν Τούρκος, θα γλύτωνε τη ζωή του. Επί πλέον θα του έδιδε ως σύζηγο την θυγατέρα του καθώς και προίκα υπέρογκη. Μεγάλη παγίδα κι αυτή. Δεν πιάστηκε όμως ο Άγιος. Του απήντησε με ήρεμη και γαλήνια φωνή:
“Ευχαριστώ για την πρότασι σου. Αλλά μάθε πως πλούτο μεγάλο στην καρδιά μου έχω την πίστι του Χριστού μου”.
Έφυγεν άπρακτος. Μετά από μερικές μέρες έρχεται νέα προσταγή του Καϊμακάμη. Να αποφυλακισθή ο Άγιος και να παρουσιασθή στον Ανώτερο κριτή. Παρουσιάζεται.
Βλέποντας ο Κριτής μπροστά του ένα νεαρό του οποίου το πρόσωπο απήστραπτε από την Θεία Χάρι, άρχισε με πολλήν – σατανική – ηρεμία να τον κολακεύη και να του υπόσχεται μύρια όσα καλά, αν εγίνετο Μωαμεθανός. Ο Άγιος και πάλι σταθερά επαναλαμβάνει:
“Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να αποθάνω. Γιατί αργείτε και δεν με θανατώνετε όσον γίνεται γρηγορότερα;”
Μετά την σταθερή αυτή ομολογία ήλθεν η διαταγή του Κριτού. Να αποκεφαλισθή. Ο Έπαρχος συνοδευόμενος από φανατισμένο όχλο οδηγεί τον Άγιο στον Ταχτά – Καλέ. Μπροστά στο μαγαζί του πατέρα του. Ο Άγιος ήτο όλος χαρά γιατί θα μαρτυρούσε για το Χριστό του. Δεν δείλιασε καθόλου μπροστά στον θάνατο, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Βάδιζε σαν να πήγαινε σε γάμο και το πρόσωπό του άστραφτε σαν το πρόσωπο του πρωτομάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου.
Το κούτσουρο στήθηκε.
Ο τζελάτης (ο δήμιος δηλαδή) τον γονάτισε. Ο Μάρτυς ακούμπησε το κεφάλι του στο κούτσουρο. Άπλωσε όσο μπορούσε περισσότερο το λαιμό του για να διευκολύνη τον δήμιο. Το βαρύ ξίφος υψώθηκε, άστραψε στις ακτίνες του ηλίου, και έπεσε με δύναμι στον τρυφερό τράχηλο αυτού του ηρωϊκού παιδιού.
Το ωραίο εκείνο εφηβικό κεφάλι αποχωρίστηκε και κύλισε. Το σώμα σπαρτάρισε για λίγο και έπεσε…
23 Σεπτεμβρίου του 1672ου σ.ε. ημέρα Δευτέρα. Η διαταγή του Κριτού ήταν αυστηρή. Το σώμα και το κεφάλι θα παραμείνουν άταφα επί μέρες, για φόβητρο των Χριστιανών.
Επί τρία μερόνυχτα οι πάντες έβλεπαν ένα θείο φως να κατέρχεται και να φωτίζη κατά τρόπο θαυμαστό το Άγιο Λείψανο. Οι αγαρηνοί φρουροί τρομαγμένοι και ταραγμένοι από το γεγονός, διέδιδαν οι ανόητοι ότι ο Θεός, ρίχνει φωτιά για να το κατακαύση.
Μετά τις τρεις μέρες οι Χριστιανοί πλήρωσαν χρήματα πολλά στους κρατούντες και έτσι πήραν την άδεια να συστείλουν το τίμιον λείψανον του Αγίου. Με μεγάλη κατάνυξι αλλά και πολύ θάρρος το έβαλαν σε ψαροκάϊκο χριστιανικό και το μετέφεραν στο νησί της Χάλκης. Εκεί το έθαψαν στο μοναστήρι της Παναγίας.
Μετά από χρόνια, άγνωστο πόσα, έγινε η ανακομιδή των τιμίων του Μάρτυρος Λειψάνων. Ανέδωσαν άρρητον ευωδία. Η ανακομιδή έγινε από Αγιορείτες πατέρες γι’ αυτό και τα περισσότερα των Τ. Λειψάνων βρίσκονται σε δύο μονές του Αγ. Όρους, την Μονή Ξηροποτάμου και την Μονή Γρηγορίου. Η κάτω σιαγών ευρίσκεται στην Μονή Προυσού, τεμάχιον δε οστού στη Μονή Τατάρνης.
Ναός του Αγίου υπάρχει στο Καρπενήσι. Η μνήμη του είναι για την πόλι επίσημος αργία. Τιμάται ιδιαιτέρως υπό των κατοίκων ως προστάτης της πόλεως και θαυματουργός.
Και πολύ δικαίως.

Πηγή: evrytania.eu