Το τουρμπάνι έχει επανεμφανιστεί πολλές φορές, σε διαφορετικές περιόδους, της αμερικανικής ιστορίας. Αυτό που σήμερα εμφανίζεται ως ενδυματολογική μόδα έχει μια βαθιά και σκοτεινή ιστορία. Απόγονος των αντίστοιχων headpeaces που κοσμούσαν τα κεφάλια των γυναικών στην αρχαία Αίγυπτο και την υποσαχάρια Αφρική, αντιπροσώπευσε στις ΗΠΑ την πολιτιστική και ιστορική καταγωγή από την Αφρική, ενώ για ένα διάστημα έγινε ένα σύμβολο ομορφιάς για τις αφροαμερικανίδες.
Όμως αρχικά, το τουρμπάνι δεν ήταν μια έκφραση ταυτότητας ή ομορφιάς. Ήταν ένα στίγμα που γεννήθηκε μέσα στον ρατσισμό και την ιδεοληψία της λευκής υπεροχής. Το τουρμπάνι θεωρούνταν από τους λευκούς κατάλληλο για τους μαύρους, τους οποίους θεωρούσαν κατώτερους. Στο άρθρο της με τίτλο: «Το τουρμπάνι της Αφροαμερικανής γυναίκας: Ξετυλίγοντας τα σύμβολα», η ιστορικός Χέλεν Μπράντλεϊ Γκάμπριελ, εξηγεί ότι τόσο ο συμβολισμός, όσο και οι λειτουργίες του τουρμπανιού «απέκτησαν ένα παράδοξο νόημα που θα μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο στο χωνευτήριο της αμερικανικής δουλείας».
Εξετάζοντας τις μαρτυρίες σκλάβων κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Γκάμπριελ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ενώ το τουρμπάνι άλλαξε πολλές φορές έννοια και σκοπό σε διαφορετικές περιόδους, ήταν τελικά οι απόγονοι των σκλάβων που καθόρισαν τη σημασία και τη χρήση του για τις επόμενες γενιές.
Πριν από την Αμερικανική Επανάσταση, οι ευρωπαϊκές αποικίες θέσπισαν νόμους για να διακρίνουν τους Αφρικανούς σκλάβους από τον λευκό πληθυσμό που ευημερούσε εκμεταλλευόμενος τον τοπικό πλούτο. Ο σκοπός αυτών των νόμων ήταν να εδραιώσει την ανωτερότητα των Ευρωπαίων σε ένα οικονομικό σύστημα που εκμεταλλεύτηκε την εργασία των Αφρικανών σκλάβων.
Υπό την βρετανική κυριαρχία, η Νότια Καρολίνα πέρασε το 1735 τον «νόμο των νέγρων» (Negro Act), ο οποίος προέβλεπε μεταξύ άλλων τα ρούχα που επιτρεπόταν να φορούν οι μαύροι και τους απαγόρευε οτιδήποτε πιο υπερβολικό από: «μαύρα ρούχα, σακιά, μάλλινα πανιά, λινάτσες, μπλε λινό, καρό λινό ή βαμβακερό».
Ο κυβερνήτης της Λουιζιάνα, η οποία ήταν ισπανική αποικία, Έστεμπαν Ροντρίγκεζ Μιρό έθεσε σε εφαρμογή το «Διάταγμα της καλής κυβέρνησης», που υποχρέωνε τις μαύρες γυναίκες να φορούν μαντίλι ή τουρμπάνι στα μαλλιά τους. Επιπλέον, οι μαύρες γυναίκες απαγορευόταν να φορούν τα ίδια «κοσμήματα ή φτερά» με τις γυναίκες ευρωπαϊκής καταγωγής.
Ο Μιρό ανησυχούσε επίσης για την έλξη που ασκούσαν τόσο οι μιγάδες, όσο και οι κρεολές γυναίκες (αυτές που δεν είχαν γεννηθεί στον τόπο καταγωγής τους) στους άντρες ευρωπαϊκής καταγωγής. Μέρος της επιβολής του τουρμπανιού ήταν να αποθαρρύνονται οι ιδιοκτήτες των φυτειών και τα αφεντικά των σκλάβων να «κυνηγούν» κατώτερες γυναίκες. Παρόμοιοι νόμοι είχαν περάσει και στην Νότια Αφρική.
Η οικονομολόγος και κοινωνιολόγος Hlonipha Mokoena, σημειώνει ότι οι νόμοι αυτοί φτιάχτηκαν για τις λευκές γυναίκες, οι οποίες πίστευαν ότι οι σκλάβες με το διαφόρων αποχρώσεων σκούρο δέρμα και τα πολλά διαφορετικά χτενίσματα αποτελούσαν πρόκληση για τους λευκούς άντρες.
«Υπάρχουν αναφορές και παραδείγματα λευκών γυναικών που ξύριζαν με τη βία τα μαλλιά των μαύρων σκλάβων. Παραπονιόντουσαν ότι όταν περπατούσαν με τις σκλάβες τους, οι λευκοί άντρες μπερδεύονταν και δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν ποια είναι η σκλάβα και ποια η κυρία. Οπότε ήταν καλύτερα οι μαύρες να φορούν το τουρμπάνι. Αυτή ήταν πάνω – κάτω η σημασία του τουρμπανιού στις κοινωνίες των σκλάβων», λέει η Mokoena.
Στο Νότο, οι μαύρες υποδουλωμένες γυναίκες αναγκάζονταν να φορούν μαντίλια ή τουρμπάνια ως μέρος της στολής τους. Από τη μία το ύφασμα τις προστάτευε από τις ψείρες και τον καυτό ήλιο και από την άλλη τις χαρακτήριζε ως κατώτερες, αφού αποτελούσε επιβολή των λευκών. Οι λευκές σκλάβες και οι μιγάδες έπρεπε να φορούν αυτό το σύμβολο, ώστε να μην περνούν για λευκές. Οι φόβοι αυτοί συνέπεσαν με τους φόβους για μια πιθανή εξέγερση των μαύρων. Από τους ιδιοκτήτες των φυτειών έως και τους πολιτικούς, κάθε συλλογική έκφραση των μαύρων, θεωρούνταν σημάδι μιας επικείμενης επανάστασης. Η επιβολή ενός κώδικα ενδυμασίας στο μαύρο πληθυσμό έκανε τους λευκούς να νιώθουν ότι ασκούν τον έλεγχο και έτσι εξαλείφουν κάθε πολιτική ανυπακοή.
Σύντομα το τουρμπάνι συνδέθηκε με την απεικόνιση των μαύρων γυναικών και το στερεότυπο των Μάμις, δηλαδή των γυναικών που υπηρετούσαν τις οικογένειες των λευκών και μεγάλωναν τα παιδιά τους. Τραγούδια όπως το «Aunt Jemima» (Θεία Τζεμάιμα) που έγραψε και ερμήνευσε ο κωμικός Μπίλι Κέρσαντς το 1875, και προϊόντα, όπως το αλεύρι της Θείας Τζεμάιμα, παρουσίασαν τις μαύρες γυναίκες ως τολμηρές αλλά και μητρικές φιγούρες που φρόντιζαν τη λευκή Αμερική.
Ωστόσο, οι προσπάθειες της σύνδεσης του κώδικα ενδυμασίας των Αφρικανών απογόνων των σκλάβων με την κατώτερη κατάστασή τους δημιούργησαν ένα περιβάλλον, στο οποίο οι σκλάβοι υιοθέτησαν καινοτόμους τρόπους για να εκφραστούν κάτω από την τυραννία των κυρίων τους. Αυτό που χρησιμοποιήθηκε για να ενισχυθεί η υπεροχή των λευκών, τελικά εξελίχθηκε σε ένα υπερήφανο σύμβολο ταυτότητας. Σε συνέντευξή της στο GQ, η καθηγήτρια ιστορίας Τανίσα Φορντ, λέει «το τουρμπάνι έγινε γρήγορα ένας τρόπος ώστε οι μαύρες γυναίκες να ανακτήσουν τη δική τους αίσθηση της ανθρωπιάς».
Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι μαύρες γυναίκες άρχισαν να χρησιμοποιούν προϊόντα μαλλιών. Ενώ αυτά τα χημικά προϊόντα επικρίθηκαν από ακτιβιστές, όπως ο Μπούκερ Ουάσιγκτον, επειδή ενθάρρυναν τα ευρωπαϊκά πρότυπα ομορφιάς, η χρήση τους σήμαινε ότι το τουρμπάνι έπαιρνε έναν άλλο ρόλο, λειτουργικό αυτή τη φορά: προστάτευε τα μαλλιά από τον ιδρώτα, το νερό και τη σκόνη κι έτσι οι μαύρες γυναίκες μπορούσαν να τα μεγαλώνουν και να τα φροντίζουν αποτελεσματικά.
Μια επανεμφάνιση του τουρμπανιού είναι το ντουράγκ, ένα μαντίλι που προστατεύει τα μαλλιά κατά την τοποθέτηση προϊόντων. Η «Εθνική Ενδυμασία στις ΗΠΑ», μια πολιτιστική εγκυκλοπαίδεια αναφέρει ότι τη δεκαετία του 1930, στην πρώτη φάση που εμφανίστηκε το ντουράγκ, χρησιμοποιήθηκε από τους μαύρους άντρες ώστε αυτοί να μπορούν να διατηρούν διάφορα χτενίσματα, όπως το χαρακτηριστικό conk, με τα μαλακά κύματα που είχε γίνει μόδα στους τζαζ μουσικούς, όπως ο Ντιουκ Έλιγκτον και ο Καμπ Κάλογουέι.
Αργότερα, η μόδα με τα ενισχυμένα καλλυντικά μαλλιών μειώθηκε και με την άνοδο του κινήματος της «μαύρης δύναμης», στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και του 1970, το τουρμπάνι και το ντουράγκ παρέμειναν πολιτιστικά σύμβολα εντός της αμερικανικής μόδας. Μάλιστα το ντουράγκ επανήλθε δριμύτερο με την άνοδο της hip-hop μουσικής σκηνής τη δεκαετία του 1980. Τελικά αυτό που κάποτε ήταν ένα απλό κομμάτι ύφασμα προορισμένο να υποδεικνύει την κατωτερότητα των μαύρων, αναδείχτηκε σε σύμβολο μιας ισχυρής έκφρασης ταυτότητας.
Πηγή: Timeline