Ελληνικό πρωινό

Ενα από τα πλέον παράδοξα που συµβαίνουν στα µεγάλα ξενοδοχεία της χώρας, ιδιαίτερα εκείνα που δέχονται ορδές από λευκόσαρκους τουρίστες οι οποίοι ροδοψήνονται για δέκα µέρες παρά pool αλός, είναι το πρωινό. Με τον ήλιο να καίει µεσούρανα, µε 40 βαθµούς υπό σκιάν και τον ιδρώτα να κολλάει πάνω στη σάρκα µαζί µε τη σκόνη από την Αφρική, το κύριο γεύµα, αυτό που πρωταγωνιστεί στους γενναιόδωρους µπουφέδες του πρωινού, είναι τηγανητά αβγά (τα οποία έχουν καθήσει για ώρες στο µπεν µαρί), λιπαρό µπέικον, φασόλια (baked beans σε κονσέρβα), hash browns (τηγανίτες λεπτοκοµµένης πατάτας), λουκάνικα ακαθορίστου προελεύσεως και τηγανητά µανιτάρια. Το αγγλικό (κατ’ όνοµα) αυτό πρωινό παλιά προοριζόταν για πεινασµένους ανθρακωρύχους στα κρύα και οµιχλώδη βουνά του Γιόρκσαϊρ, οι οποίοι θα έπρεπε να σκάβουν για τις επόµενες 14 ώρες. Το µόνο που σκάβει στην περίπτωση των τουριστών µας είναι το παιδάκι στην άµµο, το οποίο ενδεχοµένως έφαγε Cocoa Puffs µε γάλα. Οι υπόλοιποι, µε τις κοιλιές τέντα, µπλαβί από τον ήλιο, κείνται σαν φώκιες ρευόµενοι τα αβγά µε µπέικον. Ελληνικότητα ίσον ποιότητα;

Aυτής της αντίφασης δοθείσης, ανάµεσα στις κλιµατικές συνθήκες και στα αβγά µε µπέικον, αναζωπυρώθηκε πρόσφατα ένα σχετικό ενδιαφέρον από την πλευρά των ξενοδόχων µας ως προς την ελληνικότητα του πρωινού. Και ορθώς, θα έλεγε κανείς, στον βαθµό που το ελληνικό πρωινό είναι πιο καλά προσαρµοσµένο στις συνθήκες του ελληνικού καλοκαιριού. Επιπλέον, το ελληνικό πρωινό εντάσσεται στο πνεύµα των καιρών όπου, λαµβάνοντας υπ’ όψιν την εθνική ανασφάλεια που νιώθουµε, οτιδήποτε ελληνικό είναι και καλό. Τι ακριβώς, όµως, εννοούµε λέγοντας «ελληνικό πρωινό»;

Παλιά, λέγαµε πως του Ελληνα (µηδέ της Ελληνίδας) ο τράχηλος πρωινό δεν υποφέρει. Τσιγάρο, φραπεδιά, τσίµπλα στο µάτι κι έξω από την πόρτα. Αν αυτό είναι το ελληνικό πρωινό, δύσκολα µπορώ να φανταστώ τους µπουφέδες φορτωµένους µε κούτες από τσιγάρα και µε πίδακες από φραπεδιές να γεµίζουν τα ποτήρια των τουριστών. Ωστόσο, αν δεν υπάρχει κάποιος εύκολα αναγνωρίσιµος τύπος ελληνικού πρωινού, θα έπρεπε να τον εφεύρουµε. Ισως ζυµωτό ψωµί, πρόβειο βούτυρο, κρεµµύδι, ελιές, χλωρό τυρί. Να µια εικόνα του ένδοξου βουκολικού µας παρελθόντος, το οποίο όµως δεν το βλέπω να ανταγωνίζεται ισάξια τα αβγά µε µπέικον, τα σκραµπλ, τα κρουασάν και τα διάφορα µούσλι. Στην πράξη, έχει προκύψει ένα είδος αναγνωρίσιµου ελληνικού πρωινού που σερβίρεται ιδίως στα µεγάλα ξενοδοχεία, είτε σε µια «ελληνική» (παραπεταµένη) γωνιά είτε διάσπαρτο ανάµεσα στη διεθνή βιεννουαζερί µε ένα µικρό, πλην υπερήφανο, γαλανόλευκο σηµαιάκι να το διαχωρίζει. Συνήθως αποτελείται από όλα αυτά που περιµένουν οι τουρίστες να αναγνωρίσουν ως ελληνικά. Τουτέστιν, φέτα, ελιές, greek yogurt, τυρόπιτες και σπανακόπιτες, ίσως κάποια στραπατσάδα, η οποία αναφέρεται ως «γκρικ σκραµπλ εγκς», ενδεχοµένως γλυκά του κουταλιού, µέλι, κουλούρι Θεσσαλονίκης και για γλυκό µπουγάτσα.

Κάθε τόπος στην Ελλάδα έχει τις πίτες του.

Να, λοιπόν, ένα ελληνικό πρωινό. Αν διαµορφωθεί δε και η συνείδηση ότι επειδή το χρίσαµε ελληνικό δεν σηµαίνει ότι είναι αυτόχρηµα και καλό, τότε ίσως διεκδικήσουµε κι εµείς µια περίοπτη θέση στα διεθνή πρωινά. Αν δοθεί η πρέπουσα προσοχή στις πρώτες ύλες – η φέτα να µην είναι από ασβέστη, οι ελιές να µην έχουν βγει από κονσέρβα, οι πίτες να µην είναι µαραγκιασµένες και το κουλούρι να µην ανταγωνίζεται τα κριτσίνια σε άπονη σκληρότητα – ίσως το ελληνικό πρωινό εξοβελίσει κάποια στιγµή το αγγλικό από τη διεθνή ηγεµονία του.

Καληµέρα µε εντοπιότητα

Αλλά νοµίζω ότι δεν είναι αυτό το ζητούµενο. Το ζητούµενο είναι να προσφέρουµε ένα πρωινό το οποίο πείθει από γαστρονοµικής απόψεως. Ενδεχοµένως αυτό στα µεγάλα ξενοδοχεία να είναι τυποποιηµένο. Στα µικρότερα ξενοδοχεία, όµως, τα πιο µπουτίκ και καλά, µπορεί να προσφερθεί ο πλούτος της τοπικής µας γαστρονοµίας: καγιανάδες µε σύγλινο, αβγά µε στάκα, φρουτάλιες, στραπατσάδες, πέστροφες, αβγοτάραχα, χέλια καπνιστά, καβουρµάδες, τραχανάδες γλυκείς και ξινοί, λούζες και απάκια, ελιές θρούµπες και ψιλελιές, τυριά, τυροζούλια και µυζήθρες, ντάκοι, λαδένιες και λαλάγγια και όλη η ατελείωτη γκάµα από πίτες, γλυκές και αλµυρές. Και όλα αυτά να µη µένουν στον τύπο, στο όνοµα και µόνο, αλλά να προέρχονται από µερακλήδες, µικρούς παραγωγούς, οι οποίοι ξέρουν να φτιάχνουν έστω µικρές ποσότητες από αυτά τα προϊόντα, τα οποία δεν χρειάζονται κανένα σηµαιάκι, διότι λάµπουν από αυτήν καθεαυτήν την γαστρονοµική τους αξία.

Το απάκι είναι άξιος πρεσβευτής της κρητικής γαστρονομίας.

Εκπαιδεύοντας εαυτούς

Ευτυχώς, κάτι γίνεται τον τελευταίο καιρό προς αυτή την κατεύθυνση. Και βέβαια, η πρωτοβουλία δεν προέρχεται από το ελληνικό κράτος, αλλά από το Ξενοδοχειακό Επιµελητήριο. Υπό την εµπνευσµένη καθοδήγηση του Γιώργου Πίττα, το ελληνικό πρωινό µε την παραπάνω έννοια έχει αρχίσει να γίνεται πραγµατικότητα, όχι ως τυποποιηµένο προϊόν, αλλά ως έκφραση του τόπου όπου βρίσκεται το ξενοδοχείο. Οταν ένα τέτοιο ελληνικό πρωινό γίνει κάποτε της µόδας, όταν ένας ανάλαφρος καγιανάς, συνοδευµένος από δύο φετούλες σύγλινο και λούπινα, αντικαταστήσει τα αβγά µε µπέικον και φασόλια, ή όταν ένας γλυκός τραχανάς αντικαταστήσει το πόριτζ, τότε όχι µόνο οι τουρίστες µας θα µάθουν να τρώνε ελληνικό πρωινό, αλλά ίσως µάθουµε να το τρώµε κι εµείς.

Οι γεύσεις των ελληνικών τυριών ικανοποιούν και τον πιο απαιτητικό ουρανίσκο.

Πηγή: tovima.gr