Η εξόντωση του συνόλου σχεδόν της εύρωστης, πολυπληθούς εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, η οποία έφτασε στο 96% του συνόλου της (πάνω από 45.000 ψυχές), υπήρξε μια από τις μελανότερες σελίδες της ναζιστικής κατοχής όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά πανευρωπαϊκά. Υπήρξε, επιπλέον, μια γενοκτονία που επί δεκαετίες βρισκόταν στο περιθώριο του επίσημου αφηγήματος, όπως γενικότερα η μοίρα των Ελλήνων Εβραίων στον Β’ Παγκόσμιο.
Η περίπτωση της Θεσσαλονίκης ξεχωρίζει, εντούτοις: ήταν η μόνη μεγάλη πόλη στη Γηραιά Ήπειρο όπου οι Εβραίοι, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν μαζικά εκεί από τον 14ο αιώνα και μετά, αποτελούσαν προπολεμικά την πλειοψηφία των κατοίκων, ήταν δηλαδή μια πόλη κατά βάση εβραϊκή, γι’ αυτό και ήταν επίσης γνωστή ως «Madre d’ Israel», «Μάνα του Ισραήλ». Ήταν, επιπλέον, μια από εκείνες τις πόλεις, οι προύχοντες της οποίας, ανάμεσά τους οι δύο κατοχικοί δήμαρχοι, δεν έκαναν σχεδόν τίποτε για να αποσοβήσουν ή έστω να περιορίσουν το κακό.
Αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις συνέδραμαν κιόλας τους ναζί στον αφανισμό της εβραϊκής κοινότητας καθώς και κάθε στοιχείου που θα μπορούσε να θυμίζει την ύπαρξή της, από τις Συναγωγές και το νεκροταφείο μέχρι τους δρόμους που έφεραν εβραϊκές ονομασίες.
Όταν και οι τελευταίοι Θεσσαλονικιοί Εβραίοι στάλθηκαν στα κρεματόρια του Άουσβιτς τον Αύγουστο του ‘43, τα υπάρχοντα και οι περιουσίες που άφησαν πίσω τα καρπώνονταν ήδη όχι μόνο οι ναζί αλλά και ντόπιοι συνεργάτες τους, ένα κεφάλαιο που παραμένει ανοιχτό.
Υπάρχουν σήμερα θα έλεγα δύο Ελλάδες, μία είναι αυτή που έχει πλέον ευαισθητοποιηθεί απέναντι στον αντισημιτισμό και την αποκατάσταση της ιστορικής μνήμης, μια άλλη που εξακολουθεί να τον συντηρεί και να τον προβάλλει.
Θεσσαλονικιός Ελληνοεβραίος, με μακρινή καταγωγή από τη Δράμα, τυγχάνει και ο συνομιλητής μου. Ο Λεόν Σαλτιέλ κρατά από παλιά οικογένεια, που κι αυτή πλήρωσε σκληρό τίμημα στην Κατοχή. Οι γιαγιάδες και οι παππούδες του ήταν στους λίγους τυχερούς που γλίτωσαν. Η ιστορία της οικογένειάς του και της εβραϊκής κοινότητας της Ελλάδας, της γενέτειράς του ιδιαίτερα, τον απασχολούσε από νεαρή ηλικία και έμελλε να αποτελέσει το κύριο ερευνητικό του πεδίο.
Στο τελευταίο του πόνημα «The Holocaust in Thessaloniki: Reactions to the Anti-Jewish Persecution, 1942-1943» (εκδ. Routledge), το οποίο συνέγραψε στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής στο ΠΑΜΑΚ με επιβλέποντα τον καθηγητή Νίκο Μαραντζίδη, απονεμήθηκε το φετινό Διεθνές Βραβείο Βιβλίου για την Έρευνα του Ολοκαυτώματος.
Μια «πρόγευση» μάς είχε δώσει με το προηγούμενο βιβλίο του «Μη με ξεχάσετε – τέσσερις Εβραίες μητέρες γράφουν στους γιους τους από το γκέτο της Θεσσαλονίκης» (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2018) με υλικό που προέρχεται από την ίδια μελέτη αλλά που προτίμησε να το κυκλοφορήσει αυτοτελώς «λόγω της δύναμης και της ιδιαίτερης συναισθηματικής αξίας που είχαν αυτές οι μαρτυρίες».
Διακαής επιθυμία του ήταν να συμβάλει στην ανάδειξη του Ολοκαυτώματος των Εβραίων της Ελλάδας και στην ελληνική εβραϊκή ιστορία εν γένει, έναν τομέα για τον οποίο τόσο η εγχώρια όσο και η διεθνής ακαδημαϊκή κοινότητα υστερούν σε γνώσεις, καθώς λέει. Άλλωστε και η σχετική βιβλιογραφία είναι περιορισμένη.
Ήθελε να αναζητήσει, επίσης, κάποιες απαντήσεις σε μια σειρά ερωτημάτων για την αδράνεια των αρχών και των φορέων της πόλης απέναντι στο αντιεβραϊκό πογκρόμ –μολονότι για άλλα ζητήματα είχαν κινητοποιηθεί–, ερωτήματα τα οποία ύστερα από τόσα χρόνια ενδελεχούς μελέτης εξακολουθούν, λέει, να τον βασανίζουν, συν το γεγονός ότι ο αντισημιτισμός δεν τελείωσε με τη συντριβή των ναζί στον Β’ Παγκόσμιο…συνέχεια