Τζιμ Μόρρισον (Jim Morrison, 1943- 1971)

Στις 3 Ιουλίου 1971 φεύγει από τη ζωή ο Τζιμ Μόρρισον Σκωτικής και Ιρλανδικής καταγωγής αμερικανός ποιητής, στιχουργός, rock μουσικός, τραγουδιστής και σκηνοθέτης, μέλος του αμερικάνικου ροκ συγκροτήματος «The Doors».

Γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1943 στην Melbourne της πολιτείας Florida από τον ναύαρχο Τζωρτζ Στέφεν Μόρρισον (George Stephen Morrison) και την Κλάρα Κλαρκ Μόρρισον (Clara Clarke Morrison), το πρώτο από τα 3 παιδιά της οικογένειάς τους (μετά το τέλος του Β Παγκόσμιου Πολέμου, οπότε επέστρεψε στο σπίτι του ο Τζωρτζ Στέφεν Μόρρισον, ακολούθησαν το 1947 η Anne Robin Morrison και το 1948 ο Andrew Lee Morrison).

Το 1947 στο Νέο Μεξικό, σε ηλικία μόλις 4 ετών και κατά την διάρκεια μίας οικογενειακής εκδρομής, υπήρξε μάρτυρας ενός αυτοκινητιστικού δυστυχήματος, στο οποίο είχε ξεκληριστεί μία ολόκληρη οικογένεια Ινδιάνων. Αυτό ήταν ένα γεγονός που φαίνεται ότι τον σημάδεψε αρκετά, αφού έπειτα από πολλά χρόνια επανερχόταν συνεχώς σε αυτό, ακόμα και στις συνεντεύξεις του, αποτυπώνοντάς το μάλιστα σε 4 διαφορετικά τραγούδια των «The Doors», τα «Dawn’s Highway», «Riders on the Storm», «Ghost Song» και «Peace Frog»: «Ινδιάνοι σκορπισμένοι στον αυτοκινητόδρομο της αυγής αιμορραγούν / πνεύματα συνωστίζονται στον εύθραυστο σαν τσόφλι αυγού νου του μικρού παιδιού» λέει στο τελευταίο από αυτά τα 4 τραγούδια («Indians scattered on dawn’s highway bleeding / ghosts crowd the young child’s fragile eggshell mind»).

Για να ηρεμήσουν τον μικρό Μόρρισον, οι γονείς του προσπάθησαν να τον πείσουν ότι το γεγονός αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ, αλλά το είχε δει στον ύπνο του, ως εφιάλτη. Ο ίδιος όμως περιγράφει τα πράγματα με εξαιρετικές λεπτομέρειες: «Ήταν η πρώτη φορά που ανακάλυψα τον θάνατο… εγώ, η μητέρα μου, ο πατέρας μου, ο παππούς μου και η γιαγιά μου, διασχίζαμε την έρημο την αυγή. Ένα φορτηγό γεμάτο με Ινδιάνους είχε μάλλον χτυπήσει ένα άλλο αυτοκίνητο ή κάτι τέτοιο, στην λεωφόρο υπήρχαν παντού διασκορπισμένοι Ινδιάνοι που αιμορραγούσαν μέχρι θανάτου. Ήμουν μικρός τότε, οπότε έπρεπε να μείνω στο αυτοκίνητο όσο ο πατέρας μου και ο παππούς μου βγήκαν να δουν τι γινόταν. Δεν μπορούσα να δω τίποτα. Το μόνο που είδα ήταν ένα παράξενο κόκκινο χρώμα και πολλοί άνθρωποι πεσμένοι ολόγυρα, αλλά ήξερα πως κάτι συνέβαινε γιατί μπορούσα να νιώσω τις δονήσεις όλων αυτών των ανθρώπων γύρω μου και τότε ξαφνικά συνειδητοποίησα πως ούτε εκείνοι μπορούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα πραγματικό φόβο… και πιστεύω πως εκείνη ακριβώς την στιγμή οι ψυχές όλων αυτών των νεκρών ινδιάνων, ή ίσως μια ή δυο από αυτές, έτρεχαν έξαλλες εδώ και κει και μπήκαν στην ψυχή μου. Και εγώ ήμουν σαν ένα σφουγγάρι, έτοιμος να τις δεχθώ και να τις απορροφήσω».

Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας και στο σχολείο αναδείχθηκε σε ευφυέστατο μαθητή με παράξενο για την ηλικία του ενδιαφέρον για την λογοτεχνία, την ποίηση, την φιλοσοφία και την ψυχολογία. Το 1958 γράφτηκε στο «Alameda High School» της Αλαμέντα. Έχοντας ήδη αρχίσει να γράφει ποίηση από την εφηβεία του, αποφοίτησε τελικά λόγω των συνεχών μεταθέσεων του πατέρα του από το «George Washington High School» στην Aλεξάνδρεια της πολιτείας Βιρτζίνια τον Ιούνιο του 1961. Καθώς ο πατέρας του μετατέθηκε στην Νότια Καλιφόρνια δύο μήνες αργότερα, ο Μόρρισον μετακόμισε στο Κληαργουώτερ (Clearwater) της Φλόριντα, όπου διέμεναν οι γονείς του πατέρα του και συνέχισε τις σπουδές του στο εκεί «St. Petersburg Junior College». Εν συνεχεία γράφτηκε για την περίοδο 1962 – 1963 στο Πανεπιστήμιο «Florida State University» και τον Ιανουάριο του 1964 μετακόμισε στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια μετά από προτροπή ενός καθηγητή του, για συνέχιση των σπουδών του γύρω από την κινηματογραφική τέχνη στο περίφημο UCLA («University of California at Los Angeles»). Εκεί γνώρισε τον συμφοιτητή του και μετέπειτα κεντρικό μουσικό τού συγκροτήματος «The Doors» Ραίη Μάνζαρεκ (Ray Manzarek) και παρήγαγε 2 ταινίες.

Η όλη δημιουργία του Μόρρισον στοιχειωνόταν από κάποιες «δύσκολες» προσωπικότητες της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας, τις οποίες είχε ήδη ανακαλύψει από τα εφηβικά χρόνια του, όπως λ.χ. από τον γερμανό φιλόσοφο Φρειδερίκο Νίτσε (Friedrich Nietzche), τον άγγλο ποιητή και οραματιστή Ουϊλιαμ Μπλαίηκ (William Blake) και τους γάλλους ποιητές Κάρολο Μπωντλαίρ (Charles Boudelaire) και Αρθούρο Ρεμπώ (Arthur Rimbaud), καθώς επίσης και από τους «μπήτνικς» συγγραφείς και ποιητές της λεγόμενης «Beat Generation». Αξιώθηκε μάλιστα να γνωρίσει τον «μπητ» ποιητή Μακλιούρ (Michael McClure), με τον οποίο έγινε φίλος.

Μετά την αποφοίτησή του από την Σχολή Κινηματογράφου του UCLA, ο Μόρρισον διέκοψε κάθε επαφή με την οικογένειά του και εγκαταστάθηκε στην κοντινή παραλία της Venice, ζώντας μποέμικη ζωή γεμάτη από καταχρήσεις, πιστεύοντας εκείνο που αργότερα συμπεριέλαβε σε έναν αφορισμό του: «έκθεσε τον εαυτό του στον μεγαλύτερο φόβο σου. Μετά από αυτό ο φόβος θα είναι ανίσχυρος». Στην διάρκεια αυτών των ημερών ήταν που αποφάσισε την ίδρυση του μουσικού συγκροτήματος «The Doors» («Οι Θύρες»), μαζί με τον οργανίστα Ραίη Μάνζαρεκ, τον κιθαρίστα Ρόμπυ Κράϊγκερ (Robbie Krieger) και τον ντράμμερ Τζων Ντένσμορ (John Densmore). Αφετηρία για την επιλογή του ονόματος του συγκροτήματος στάθηκε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες διατυπώσεις του Ουϊλιαμ Μπλαίηκ («εάν οι θύρες της αντίληψης άνοιγαν, τότε το κάθε τι θα παρουσιαζόταν όπως ακριβώς είναι, δηλαδή άπειρο»), την οποία είχε αναπαράξει ο Άλτνους Χάξλεϋ στο πασίγνωστο δοκίμιό του «Οι Πύλες της Αντίληψης» («The Doors of Perception», 1954).

Μετά από μία σειρά εμφανίσεις του στο κλαμπ «Whiskey-a-Go-Go» της οδού Sunset Strip του Χόλλυγουντ, το συγκρότημα έγινε πολύ δημοφιλές, ιδίως με την βαρύτονη φωνή του τραγουδιστή Μόρρισον και την ερωτική σκηνική του παρουσία και τους επόμενους μήνες η φήμη του διαδόθηκε ταχύτατα και σε άλλες πολιτείες των Η.Π.Α., αλλά ακόμα και σε αυτήν την Ευρώπη. Έπειτα από την κυκλοφοριακή επιτυχία του πρώτου του μεγάλου δίσκου (με τίτλο «The Doors», 1966), το συγκρότημα προχώρησε το 1967 στην ηχογράφηση του «Strange Days», που φυσικά έτυχε από το νεαρό μουσικόφιλο κοινό της ίδιας ενθουσιώδους υποδοχής.

Ενώ το συγκρότημα μασιόταν άθελά του, όπως άλλωστε και αρκετά άλλα αξιόλογα συγκροτήματα της εποχής, από τον φρεσκοδημιουργημένο τότε σκληρό έως αμείλικτο μηχανισμό της λεγόμενης «βιομηχανίας του Rock» και τα μέλη του βυθίζονταν καθημερινά σε έναν χαοτικό κόσμο αλκοόλ, ναρκωτικών και σεξ, ακολούθησαν 5 ακόμα ηχογραφήσεις του συγκροτήματος, που όλες τους γνώρισαν τεράστια επιτυχία: «Waiting for the Sun» (1968), «The Soft Parade» (1969), «Morrison Hotel» (1970), «Absolutely Live» (διπλός, 1970), and «L.A. Woman» (1971). Εν τω μεταξύ ο Μόρρισον, που ήδη θεωρούσε τον εαυτό του «εσωτερικό» ποιητή και σαμάνο και αυτο-ονομαζόταν «Βασιλιάς Σαύρα» («Lizard King»), εστίαζε ολοένα και περισσότερο στα προσωπικά του χαρακτηριστικά, γράφοντας βαθύτερα τραγούδια από εκείνα που μπορεί να δεχθεί το λεγόμενο μέσο κοινό. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της τάσης του αποτελεί το «Celebration of the Lizard», έργο καθαρά σαμανιστικό που ελάχιστα έγινε κατανοητό από τους απλούς οπαδούς του συγκροτήματος.

Έζησε μια θυελλώδη σεξουαλική ζωή και συνευρέθηκε με αρκετές ανώνυμες και επώνυμες θαυμάστριές του, ανάμεσα στις οποίες και η τραγουδίστρια Τζάνις Τζόπλιν (Janis Joplin), η τραγουδίστρια των «Jefferson Airplane» Γκραίης Σλικ (Grace Slick), η τραγουδίστρια των «The Velvet Underground» Νίκο (Nico), η αρχισυντάκτρια του περιοδικού «16 Magazine» Γκλόρια Στάβερς (Gloria Stavers), κ.ά., καθώς και η μουσικοκριτικός και συγγραφέας Πατρίτσια Κενήλυ (Patricia Kennealy), με την οποία μάλιστα είχε προβεί το 1970 σε κελτικό παγανιστικό γάμο (handfastin) που όμως ποτέ δεν επικυρώθηκε νομικά.

Την 1η Μαρτίου 1969, κατά την διάρκεια συναυλίας των «Doors» παρουσία 13.000 παραληρούντων οπαδών τους στο «Dinner Key Auditorium» του Κόκονατ Γρόουβ (Coconut Grove) της Φλόριντα, λέγεται ότι ο Μόρρισον έδειξε για ελάχιστα δευτερόλεπτα τα γεννητικά του όργανα, με αποτέλεσμα να εκδοθεί αργότερα από την τοπική αστυνομία ένα ένταλμα σύλληψης εναντίον του, κατ’ απαίτηση συντηρητικών και θρησκόληπτων κατοίκων του Μαϊάμι. Ο Μόρρισον επέστρεψε από το εξωτερικό, όπου βρισκόταν για διακοπές, παραδόθηκε στο FBI και στάλθηκε στο Μαϊάμι για να δικαστεί. Στις 12 Αυγούστου 1970 καταδικάστηκε σε 6 μήνες καταναγκαστικά έργα για προσβολή της δημοσίας αιδούς και κραιπάλη μέθης, ωστόσο η έφεση του συνηγόρου του είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα (ο ίδιος δε ο Μόρρισον θα πεθάνει πριν την δευτεροβάθμια δίκη του).

Μετά από την δίκη του Μαϊάμι, ο Μόρρισον βυθίστηκε σε απόγνωση καθώς οι φοβισμένοι συνεργάτες του στο συγκρότημα τού έδειχναν εμμέσως πλην σαφώς ότι τον θεωρούσαν εμπόδιο στην παραπέρα μουσική καριέρα τους. Εγκατέλειψε προσωρινά το συγκρότημα και κατέφυγε στην παρηγοριά της «εσωτερικής» και σαμανιστικής ποίησής του, όμως καθώς συναντούσε επίσης μεγάλη απροθυμία από πλευράς των φοβισμένων από τους συντηρητικούς εκδοτών, υποχρεώθηκε να εκδώσει ο ίδιος το 1969 την ποίησή του σε δύο ολιγοσέλιδα βιβλιαράκια που τα αφιέρωνε στην σύντροφό του Πάμελα Σούζαν Κούρσον (Pamela Courson, η οποία πάντοτε τον ενθάρρυνε να καλλιεργήσει το ποιητικό το ταλέντο) και τα τιτλοφορούσε «Οι Κύριοι / Σημειώσεις για την Όραση» («The Lords / Notes on Vision») και «Τα Νέα Πλάσματα» («The New Creatures»). Την επόμενη χρονιά πάντως έγινε επίσημη επανέκδοσή τους σε έναν μόνο τόμο. Αυτά ήσαν τα μόνα ποιήματά του που εκδόθηκαν ενόσω ο ίδιος βρισκόταν εν ζωή, αφού τα «Μία Αμερικανική Προσευχή» («An American Prayer»), «Ερημιά» («Wilderness»), και «Η Αμερικανική Νύχτα» («The American Night») εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του. Ο Μόρρισον έχει προβεί πάντως δύο φορές σε ηχογράφηση απαγγελιών της ποίησής του, την μία φορά τον Μάρτιο του 1969 στο Λος Άντζελες και την άλλη στα 27α γενέθλιά του, στις 8 Δεκεμβρίου 1970.

Απογοητευμένος εντελώς από τον συντηρητισμό των αμερικανών και τον καριερισμό των πρώην συνεργατών του, υπέρβαρος από το ποτό και γενειοφόρος, ο Μόρρισον εγκατέλειψε τον Μάρτιο του 1971 τις Η.Π.Α. και εγκαταστάθηκε στο πολύ πιο ενδιαφέρον Παρίσι (στην rue Beautreillis, αριθμός 17) που ακόμα έφερε την επαναστατική αύρα του Μάη του ’68. Εκεί έκανε την τελευταία του ηχογράφηση με δύο αμερικανούς μουσικούς του δρόμου, την οποία αργότερα θα περιφρονήσει ο Μάνζαρεκ, χαρακτηρίζοντάς την «μπεκροσαβούρα» (πρόκειται για το «Lost Paris Tapes»). Στις 3 Ιουλίου 1971 η Πάμελα βρήκε τον 27χρονο Μόρρισον νεκρό στο λουτρό του. Ως αίτιο του θανάτου δηλώθηκε η καρδιακή προσβολή παρόλο που δεν πραγματοποιήθηκε νεκροτομή, γεγονός που έγινε έκτοτε αφορμή για πολλούς και διάφορους αστικούς μύθους. Την μυθολογία, που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, επέτεινε η ίδια η Πάμελα (η οποία πέθανε από υπερβολική δόση ηρωϊνης 3 χρόνια αργότερα, το 1974, και αυτή σε ηλικία 27 ετών), δίνοντας λίγο μετά την επιστροφή της στις Η.Π.Α. στον Ντάνυ Σούγκερμαν (Danny Sugerman) διάφορες αντιφατικές εκδοχές του τρόπου θανάτου του Μόρρισον, από το ότι τον σκότωσε η ίδια έως το ότι ο ποιητής πέθανε από υπερβολική δόση ηρωϊνης. Ακόμα και τον Ιούνιο του 2007 ο Σαμ Μπέρνετ (Sam Bernett, που μάλιστα συνέγραψε και το βιβλίο «The End: Jim Morrison») ισχυρίστηκε ευθέως σε συνέντευξή του ότι ο Μόρρισον πέθανε από ηρωϊνη στο κλαμπ «Rock ‘n’ Roll Circus» του Παρισιού και μεταφέρθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του.

Ο Μόρρισον τάφηκε στο γνωστό νεκροταφείο Περ Λασαίζ (Pere – Lachaise) του ανατολικού Παρισιού. Το νέο του θανάτου του δημοσιεύθηκε μόνο μετά την ολοκλήρωση της ταφής του για να αποφευχθεί η πλημμυρίδα των θαυμαστών και θαυμαστριών του στο ήσυχο νεκροταφείο. Στην πρώτη όμως επέτειο του θανάτου του και έκτοτε, ο τάφος του έγινε και είναι ακόμα και σήμερα σημείο προσκυνήματος χιλιάδων ανθρώπων, ένα από τα πιο πυκνά επισκέψιμα αξιοθέατα του Παρισιού. Το 1981, για να τιμήσει την 10η επέτειο του θανάτου του Μόρρισον, ο Κροάτης γλύπτης Μικούλιν (Mladen Mikulin) τοποθέτησε στον τάφο μία προτομή του νεκρού, η οποία όμως έχει κλαπεί. Στην θέση της, η οικογένεια του Μόρρισον τοποθέτησε μία κεφαλαιογράμματη ελληνική επιγραφή, όπου ο επισκέπτης διαβάζει την φράση «ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ».