Βαρέα μέταλλα στη διατροφή: μπορούμε να αποτοξινωθούμε;

Η Κλινική Διαιτολόγος-Διατροφολόγος με εξειδίκευση στα αυτοάνοσα και μετεκπαίδευση στη φυτοφαγία, Δέσποινα Μαρσέλου, αναλύει ένα πολύ σημαντικό θέμα που ίσως δεν του έχουμε δώσει την απαραίτητη σημασία: τα βαρέα μέταλλα στη διατροφή μας, τις τροφές που τα περιέχουν, τις ποσότητες που απορροφά ο οργανισμός μας και πώς μπορούμε να προστατευτούμε.

Υδράργυρος, κάδμιο, μόλυβδος είναι μερικά από τα βαρέα μέταλλα που μπορεί να καταναλώνουμε στην καθημερινότητά μας, χωρίς καν να το γνωρίζουμε. Είναι γνωστό ότι τα ψάρια αποτελούν μια πηγή βαρέων μετάλλων και κυρίως υδραργύρου, με το μέγεθός τους να παίζει σημαντικό ρόλο στην περιεκτικότητά τους σε αυτά και δεν είναι τυχαία η οδηγία οι εγκυμονούσες να απέχουν από αυτά. Σημαντικές ποσότητες μολύβδου έχουν βρεθεί στο νερό, τον αέρα και κάποια τρόφιμα, με τις συγκεντρώσεις σε βοδινό και αιγοπρόβειο κρέας να είναι υψηλότερες, ενώ και το οστεάλευρο (μείγμα από αλεσμένα οστά ζώων και υπολειμμάτων σφαγείων που χρησιμοποιείται ως λίπασμα και συμπλήρωμα διατροφής ασβεστίου σε ζώα) εγείρει ανησυχίες, κάτι που ευτυχώς δεν είναι τόσο δημοφιλές πλέον. Γενικότερα, λοιπόν, μέσω των κρεατικών και άλλων τροφίμων που καταναλώνουμε, του νερού, της ατμόσφαιρας, τις μπογιές με τις οποίες βάφονταν τα σπίτια παλιότερα, τα διάφορα σκεύη κ.ο.κ., μπορεί να εκτιθέμεθα άμεσα ή έμμεσα σε βαρέα μέταλλα. Ειδικά όσον αφορά το κρέας, σκεφτείτε ότι πολλά ζώα –ειδικά τα κοτόπουλα- τρέφονται με οστεάλευρο, το οποίο περνάει στον οργανισμό τους κι έπειτα στα απόβλητά τους, τα οποία αξιοποιούνται στη συνέχεια ως λίπασμα κι έτσι ουσιαστικά ξαναπερνά στο οργανισμό των ζώων, με αποτέλεσμα ουσίες όπως ο μόλυβδος να συσσωρεύονται στον οργανισμό τους και άρα στη συνέχεια στον οργανισμό των ανθρώπων που τα καταναλώνουν. Αυτού του είδους, λοιπόν, η ανακύκλωση παίζει σημαντικό ρόλο στη συσσώρευση τέτοιων μετάλλων και βλαβερών ουσιών τόσο στα ζώα, όσο και στους ανθρώπους που τα καταναλώνουν. Τρέφοντας γουρούνια με αγελάδες, κοτόπουλα, ακόμη και άλλες αγελάδες αποτελεί τη βάση για διάδοση ασθενειών, όπως οι «τρελές αγελάδες» που ζήσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Αυτό αυτόματα θα μπορούσε να σημαίνει ότι μια φυτοφαγική διατροφή μπορεί εύκολα να μειώσει την έκθεσή μας σε μόλυβδο και όσο πιο αυστηρά την ακολουθεί κάποιος, τόσο περισσότερο μειώνεται θεωρητικά η έκθεσή του.

Τι λένε, όμως, και οι έρευνες; Σύμφωνα με τα δεδομένα που έχουμε στα χέρια μας, παρ’ όλο που ο μόλυβδος είναι μια από τις τοξίνες που βρίσκουμε στο κρέας, το 50% της έκθεσής μας σε αυτόν λόγω διατροφής προέρχεται από φυτικές τροφές. Στην πραγματικότητα, μελέτες στην Ευρώπη δείχνουν ότι οι χορτοφάγοι θα είχαν περίπου την ίδια έκθεση σε μόλυβδο με τον γενικό πληθυσμό, με εξαίρεση αυτούς που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες σε κυνήγι, όπου ανευρίσκεται χιλιάδες φορές περισσότερος μόλυβδος σε σχέση με άλλες τροφές. Μια χορτοφαγική διατροφή, μάλιστα, μπορεί να έχει και υψηλότερη περιεκτικότητα σε βαρέα μέταλλα σε σχέση με άλλου τύπου διατροφές.

Υπάρχει, ωστόσο, μια διαφορά. Μια χορτοφαγική δίαιτα μπορεί να έχει περιεκτικότητα σε μόλυβδο, αλλά αυτό που έχει περισσότερη σημασία είναι το τι απορροφάμε –περισσότερο από το τι καταναλώνουμε. Οι ερευνητές, μάλιστα, βρήκαν ότι η πρόσληψη τοξικών βαρέων μετάλλων από πηγές ζωικής προέλευσης από τα κύτταρα του εσωτερικού του εντέρου μπορεί να είναι υψηλότερη σε σχέση με την πρόσληψη από φυτικές πηγές. Αυτό δείχνει ότι μπορεί κάποιος να ακολουθεί μια χορτοφαγική διατροφή με υψηλές συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων, αλλά να παρουσιάζει τις χαμηλότερες συγκεντρώσεις μολύβδου και καδμίου στο αίμα.

Πώς εξηγείται αυτό; Φαίνεται πως υπάρχει μια τάση υψηλότερης αποβολής μολύβδου από τον οργανισμό έπειτα από μια μετάβαση στη χορτοφαγία. Συγκεκριμένα, οι ερευνητές βρήκαν ότι 9 συμμετέχοντες, κατά μέσο όρο, τριπλασίασαν την εξάλειψη του μολύβδου, 3 έμειναν ανεπηρέαστοι και 4 είδαν τα επίπεδά τους να πέφτουν στο μισό, αν και η μελέτη κράτησε μερικούς μήνες και η διαφορά δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Ας δούμε, όμως, τι θα συνέβαινε στο βάθος ενός χρόνου.

Οι συμμετέχοντες έκαναν τη μετάβαση σε μια διατροφή που χαρακτηριζόταν από μεγάλες ποσότητες ωμών λαχανικών, φρούτων, ανεπεξέργαστων τροφών και ολική άλεση και την αποφυγή κρέατος, πουλερικών, ψαριών, επεξεργασμένων και junk τροφών και αυγών, περιλαμβάνοντας ωστόσο γαλακτοκομικά ζύμωσης, όπως ξινόγαλο. Οι ερευνητές πήραν μέρος των τριχών τους πριν και μετά τη διατροφική μετάβαση και παρατήρησαν σημαντικές μειώσεις στα βαρέα μέταλλα, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης του μολύβδου σχεδόν στο μισό. Μέσα σε 3 μήνες από τη μετάβαση, ο υδράργυρος, το κάδμιο και ο μόλυβδος κινούνταν αργά από το σώμα στις τρίχες και έπειτα έριξαν επίπεδα, τα οποία παρέμειναν χαμηλά.

Κι αν αναρωτιέστε αν πρόκειται για σύμπτωση, να σας πω ότι μερικά χρόνια μετά το πέρας της μελέτης κι αφού οι συμμετέχοντες επέστρεψαν στην κανονική τους διατροφή, τα επίπεδα βαρέων μετάλλων στον οργανισμό τους ανέβηκαν και πάλι στα επίπεδα προ μετάβασης. 

Το ίδιο διαπίστωσαν οι ερευνητές και με διαφορετική ομάδα συμμετεχόντων, έπειτα από 2 χρόνια χορτοφαγίας. Η πτώση του υδραργύρου εξηγείται εύκολα λόγω της αποφυγής των ψαριών, ενώ η μείωση των αλκοολούχων ποτών μπορεί να συνέβαλλε στην πτώση του μολύβδου και συνολικά η χορτοφαγική διατροφή συνέβαλλε σε μικρότερη απορρόφηση μολύβδου στον οργανισμό.

Αν, λοιπόν, πρέπει να θυμόμαστε κάτι είναι ότι αυτό που έχει σημασία τελικά είναι τι απορροφά ο οργανισμός μας, τόσο σε ευεργετικές, όσο και σε τοξικές ουσίες. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε μια σωστή καθοδήγηση από ειδικό, εξατομικευμένη, ώστε να καταφέρουμε να απορροφάμε σε επάρκεια αυτά που χρειάζεται το σώμα μας και να προφυλασσόμαστε από αυτά που του κάνουν κακό.

Δέσποινα Μαρσέλου Κλινική διαιτολόγος με εξειδίκευση στα αυτοάνοσα

Πηγή: topontiki.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *