22 χρόνια (2002-2024) χωρίς την δραχμή – Η εκδίκηση της γιαγιάς

Ήταν τέτοιες μέρες, το 2002, όταν τις δραχμές στα πορτοφόλια μας αντικαθιστούσαν σιγά σιγά τα ευρώ. Μοιάζει σήμερα με μια μακρινή ανάμνηση.

Και με την δραχμή να επανέρχεται στο καθημερινό μας λεξιλόγιο, αξίζει να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στην δεκαετία αυτή, αλλά και στην υπερχιλιετή ιστορία του τελευταίου ελληνικού νομίσματος.

Ευρώ, ευρωζώνη, δραχμή: Τρεις λέξεις που συζητιούνται συνεχώς στις μέρες μας, παίρνοντας διαφορετική χροιά και χρωματιζόμενες με διαφορετική έννοια αναλόγως του ποιος και πού τις προφέρει.

Η κάθε μια έχει την δική της ιστορία, άλλη μικρότερη κι άλλη μεγαλύτερη. Η κοινή ιστορία και των τριών όμως, δεν κρατά παρά μια εικοσαετία. Ξεκινάει από τα μεσάνυκτα της 31ης Δεκεμβρίου του 2001 προς την Πρωτοχρονιά του 2002, όταν ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης χαμογελούσε μπροστά στις κάμερες, την ώρα που «τραβούσε» τα πρώτα ευρώ από εκείνο το κεντρικό ΑΤΜ της Εθνικής Τράπεζας.

Η Ελλάδα ήταν ήδη μέλος της Ευρωζώνης από τον Ιανουάριο του 2001, αλλά ένα χρόνο μετά είχε και το νόμισμα που το αποδείκνυε…

Περίπου τέτοιες μέρες πριν από είκοσι χρόνια, είχαμε πια μάθει οι περισσότεροι να παίζουμε στα δακτυλάκια την ισοτιμία 350,75 και να υπολογίζουμε σε χρόνο dt αν ο λογαριασμός που μας έφερναν ήταν σωστός (και πόσο φιλοδώρημα έπρεπε να αφήσουμε σε ευρώ –ήταν επικίνδυνο με τα νέα, «βαριά» κέρματα, να ξεγελαστούμε και να γίνουμε χουβαρντάδες κατά λάθος). Μόνο κάποιες γιαγιάδες επέμεναν να ρωτάνε «δηλαδή πόσο κάνει σε δραχμές;». Δέκα χρόνια μετά, οι γιαγιάδες παίρνουν την εκδίκησή τους.

Νοσταλγοί της δραχμής ξεπηδούν από παντού, διακηρύσσοντας την πεποίθησή τους πως η χώρα θα σωθεί αν παρατήσει την Ευρωζώνη και το νόμισμά της, και όσοι τρέμουν την αυριανή ημέρα χωρίς το ευρώ, αντιμετωπίζουν το τελευταίο ελληνικό νόμισμα σαν τον χειρότερο εφιάλτη. Η αθωότητα, η αφέλεια σχεδόν, της φράσης «η δραχμή μας», όπως την πρόφερε ο Αλέξης Κωστάλας σ’ εκείνη την τηλεοπτική διαφήμιση συλλογών νομισμάτων προ διετίας δεν συγχωρείται σήμερα. Όποιος μιλάει πια για την δραχμή την βλέπει είτε ως σωτηρία, είτε ως κατάντια. Δεν υπάρχει μέση άποψη.

Χαρτονόμισμα 1.000.000 δραχμών του 1944

Πριν είκοσι χρόνια, λοιπόν, οι τελευταίες δραχμές έφευγαν από τα πορτοφόλια μας. Κάποιοι κρατούσαν από ένα νόμισμα κι ένα χαρτονόμισμα, έτσι «για να τη θυμάμαι». Σαν φωτογραφία κάποιου αγαπημένου προσώπου σ’ ένα κάδρο. Στα χρόνια που πέρασαν, όμως, η δραχμή δεν χάθηκε ποτέ από το λεξιλόγιό μας. Ήταν πάντοτε εκεί, σαν σημείο αναφοράς για τις τιμές που αυξήθηκαν.

Για όσους ήταν αδύνατον να εγκλιματισθούν στις νέες συνθήκες της ελληνικής οικονομίας, η δραχμή και οι τιμές των προϊόντων προ του ευρώ ήταν πάντοτε η απόδειξη ότι «τα πράγματα δεν πάνε καλά».

Η αλήθεια είναι ότι όντως τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, αλλά δεν υπήρχε κάποια απόδειξη ότι επί δραχμής θα πήγαιναν καλύτερα. Οι πίνακες με τις συγκριτικές τιμές του «καλαθιού της νοικοκυράς» εσκεμμένα ξεχνούσαν τον πληθωρισμό, την αύξηση των μισθών, την ευκολία του δανεισμού. Όλα αυτά μέχρι το 2009.

Ένα νόμισμα με συνεχή ιστορία 2700 ετών

Η δραχμή υιοθετήθηκε ως νόμισμα της σύγχρονης Ελλάδας το 1833, αντικαθιστώντας τον Φοίνικα, όταν συστάθηκε το πρώτο ελληνικό κράτος. Η ιστορία της, όμως, ξεκινούσε χιλιετίες νωρίτερα: Ήταν νομισματική μονάδα των Αρχαίων Ελλήνων. Το όνομά της προέρχεται από το δράσσομαι, που σημαίνει κρατάω. Η δραχμή όντως αντιστοιχούσε σε μια δέσμη έξι οβολών, που ήταν στον 7ο π.Χ αιώνα το ανταλλακτικό μέσο της εποχής.

Έξι ήταν οι οβολοί που χωρούσαν σε μια μέση παλάμη, οπότε αυτήν την «δραχμή» της μιας παλάμης, την έκαναν νόμισμα, για να διευκολύνουν τους εαυτούς τους.

Χαρτονόμισμα 50 δραχμών του 1964

Ήταν ο βασιλιάς της Αίγινας, Φείδων, που «έκοψε» την πρώτη δραχμή. Σύντομα το νόμισμα υιοθετήθηκε από τις περισσότερες ελληνικές πόλεις-κράτη με αποκορύφωμα την Αθήνα, εκεί όπου το νόμισμα έφερε την κεφαλή της Αθηνάς στη μία όψη και την γλαύκα στην άλλη. Η ιστορία του νομίσματος συνεχίστηκε χωρίς διακοπή ως σήμερα.

Γιατί μπορεί η Ελλάδα να το εγκατέλειψε όταν έγινε μέρος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά πολλές αραβικές χώρες, συνέχισαν να την χρησιμοποιούν, αλλάζοντας ελαφρώς το όνομά της. Το «δράμι» δεν είναι παρά μια παράφραση του ονόματος «δραχμή», όπως και το «ντιράμ» προέρχεται από το «δίδραχμο» και αποτελεί ακόμη και σήμερα το νόμισμα του Μαρόκου. Η ίδια η δραχμή, πάντως, επανήλθε το 1833, επί Όθωνα.

Τα 170 έτη της «νέας δραχμής»

Από τότε, μέχρι και το 2002 όταν πια την αντικατέστησε το ευρώ, έζησε πολλές περιπέτειες, κυρίως υποτιμήσεις κατά τις περιόδους του μεγάλου πληθωρισμού (μετά τους δύο μεγάλους πολέμους πιο έντονα). Ήταν ωραία, αλλά και δύσκολα αυτά τα 170 χρόνια που έζησε ο σύγχρονος Έλληνας με την δραχμή στην τσέπη του. Και η αλλαγή στο νέο νόμισμα έφερε μεν κάποιο παράπονο και γέννησε συνθήκες νοσταλγίας, αλλά ήταν και μια ανακούφιση, ήταν μια ελπίδα για την ανατολή μιας νέας εποχής.

Το 2002 νιώθαμε περισσότερο από ποτέ ότι «ανήκομεν εις την Δύσιν». Δεν χρειαζόταν πια να αλλάζουμε συνάλλαγμα κάθε φορά που ταξιδεύαμε σε μια ευρωπαϊκή χώρα. Ούτε να υπολογίζουμε τις τιμές μπροστά στις βιτρίνες. «500 φράγκα επί 32 δραχμές μας κάνουν 1600 δραχμές, στην Αθήνα το βρίσκω με 20.000, άρα συμφέρει». Την ίδια ώρα μαθαίναμε πια ότι ακόμη και τα παρακατιανά νομίσματα έχουν αξία.

Όταν το ταπεινό δίφραγκο δεν ήταν ούτε για φιλοδώρημα, το δίευρω έγινε το νόμισμα του κολατσιού στη δουλειά.

Αν αρχίσουμε να θυμόμαστε τα χρόνια της δραχμής, τότε που ήταν χιτ εκείνο το «γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια» και τα διάφορα αστεία με τον Κολοκοτρώνη και τον Παπανικολάου, που φιγούραραν στα πιο ακριβά μας χαρτονομίσματα, θα μάς φανεί ένας αιώνας πίσω.

Κι όμως, χωρίς την δραχμή ζούμε μόνο δεκαοκτώ χρόνια. Και θα είναι ειρωνεία ίσως (για άλλους ανακούφιση), αν στον εορτασμό της επετείου αυτής ξαναγεμίζαμε τις τσέπες μας με το ίδιο νόμισμα…

Πηγή: newscode.gr