Λάμπρος Κωνσταντάρας, ένας υπέροχος ηθοποιός

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν γεννημένος στης 13 Μαρτίου του 1913 στην Οδό Πλουτάρχου 13. Ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογενείας χρυσοχόων από τη Κωνσταντινούπολη που ήρθε στην Ελλάδα προτού ξεσπάσουν τα γεγονότα του 55.

“Ο Αριθμός 13 ίσως έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ζωή αν και τον τον ενοχλούσε η αλληλουχία του 13 στη ζωή του, αλλά όντας και φοβητσιάρης είχε βρει τρόπο να το ξεπερνά”, Δημήτρης Κωνσταντάρας

Το 1930, έφηβος ακόμη, κατατάχθηκε μετά από επιμονή της οικογένειάς του και χωρίς την δική του θέληση στην Σχολή Υπαξιωματικών Ναυτικού στην Κέρκυρα, από όπου τελικά δραπέτευσε κολυμπώντας. Γλύτωσε το Στρατοδικείο μετά από ενέργειες της οικογένειάς του.

Η οικογένεια ήθελε ο Λάμπρος να σπουδάσει χρυσοχοΐα για να περάσει στα χέρια του το χρυσοχοείο που διατηρούσαν στο κέντρο της Αθήνας. Για αυτό τον έστειλαν και στην Γαλλία. Ο Λάμπρος όμως είχε άλλα σχέδια. Οι δικοί του ανακάλυψαν ότι τα χρήματα που του έστελναν εκείνος τα χρησιμοποιούσε για να εξασφαλίζει στον εαυτό του μια υπέροχη μποέμικη ζωή. Χωρίς να διστάσει η οικογένεια Κωνσταντάρα έκοψε τα εμβάσματα και ο Λάμπρος, για να βγάλει τα προς το ζην, έγινε κομπάρσος στο θέατρο ΑΤΕΝΕ του Λουί Ζουβέ.

Για εντελώς βιοποριστικούς λογούς δούλευε και σαν φωτομοντέλο σε διαφημίσεις των «Πεζο» και «Φίλιπς» και κυρίως του μεγαλύτερου ράφτη του Παρισιού, του Κριντ. Όπως θυμάται, έπαιρνε 200 φράγκα τη φωτογραφία και έτσι μπόρεσε να ανανεώσει τη γκαρνταρόμπα του και να γνωρίσει καλύτερο κόσμο του “Μον Παρνάς”. Στη συνέχεια σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Λουί Ζουβέ στο Παρίσι (1931) και έπαιξε στο γαλλικό θέατρο και τον κινηματογράφο σε ρόλους ζεν πρεμιέ με το όνομα Κωστάν Νταράς (Constant D’ Aras). Η κινηματογραφική του καριέρα στο Παρίσι περιλαμβάνει συμμετοχές σε ταινίες όπως: “Πόρτο Φράγκο”, “Ο τελευταίος Ροβινσώνας”, “Ανεβαίνοντας τα Ηλύσια” ενώ είναι άγνωστος ο τίτλος της τελευταίας) και σε μία ελληνική που γυρίστηκε στην Αίγυπτο το 1950, αλλά δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία γι αυτήν την ταινία.

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έπαιξε στο ελληνικό θέατρο για 40 χρόνια, μετέχοντας σε 191 παραστάσεις. Εμφανίστηκε σε πολλές ελληνικές πόλεις, καθώς επίσης και στην Κύπρο, την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια. Το πρώτο του θεατρικό ντεμπούτου το κάνει το 1937 στην Γαλλία , και ένα χρόνο αργότερα κάνει και το ντεμπούτο του στα αθηναϊκά θέατρα, στο έργο “Τα παράσημα της γριούλας”.  Ακολούθησαν ρόλοι σε έργα όπως «Το στραβόξυλο», «Ο μισάνθρωπος», «Ο παίχτης», «Η κυρία χωρίς καμέλιες» και «Τα παιδιά του Εδουάρδου».

Η παρουσία του Λάμπρου Κωνσταντάρα υπήρξε ιδιαίτερα έντονη στο θέατρο. Αρχικά συμμετείχε σε διάφορους θιάσους, πολύ γρήγορα χρίστηκε πρωταγωνιστής, παίζοντας για αρκετές σεζόν με την κα Κατερίνα, ως συνθιασάρχης, στη συνέχεια με τον Μάνο Κατράκη, με τη Μιράντα, με την Έλσα Βεργή, τη Βίλμα Κύρου, την Τζένη Καρέζη, την Μάρω Κοντού, την Έλλη Λαμπέτη κ.ά.,παρουσιάζοντας έργα όπως «Η θεατρίνα» του Σώμερσετ Μωμ, «Παράξενο Ιντερμέτζο» του Ευγένιου Ο’ Νηλ, «Ροζ αμαρτία» των Ν. Τσιφόρου- Πολ. Βασιλειάδη, «Κρατικές υποθέσεις» του Λουί Βερνέιγ, «Η βροχή» του Σώμερσετ Μωμ, «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» των Ασ. Γιαλαμά –Κ. Πρετεντέρη, «Τσιν-Τσιν» του Φρανσουά Μπιλετντό, κ.ά.

Η τελευταία του παράσταση ήταν τον χειμώνα του 1978 με τον θίασο Λάμπρου Κωνσταντάρα – Νίκου Ρίζου – Μάρως Κοντού στο μιούζικαλ «Τρελλές επαφές ρωμέικου τύπου» του Κώστα Πρετεντέρη.

Στον ελληνικό κινηματογράφο, η πρώτη ταινία που συμμετείχε ήταν “Το τραγούδι του χωρισμού ” το 1940. Το πηγαίο ταλέντο του Λάμπρου Κωνσταντάρα διαφαίνεται μέσα από τη μεγάλη γκάμα των ρόλων που ερμήνευσε, τόσο στον κινηματογράφο, όσο και στο θέατρο. Στα πρώτα του βήματα εμφανίστηκε σε δραματικούς ρόλους, ακόμη και ως ζεν-πρεμιέ, ενώ στη συνέχεια ειδικεύτηκε σε πιο κωμικούς, ως φίλος ή πατέρας -καλοσυνάτος, ανοιχτόκαρδος, ακόμη και αυστηρός πότε – πότε γυναικάς και χιουμορίστας. Η καριέρα πέρασε από τρεις φάσεις με την ίδια πάντα επιτυχία: του ζεν-πρεμιέ (1940-1956), του πατέρα γνωστών πρωταγωνιστριών (1958-1966) και του μεσόκοπου Δον Ζουάν (1967-1974). Το απόγειο της καριέρας του φυσικά ήρθε όταν οι συγγραφείς έγραφαν ρόλους πάνω του. Συνολικά έπαιξε σε 75 ελληνικές ταινίες (και τέσσερις γαλλικές). Η τελευταία ταινία ήταν “Ο Λαμπρούκος Μπαλαντέρ” το 1981. Το σενάριο της ταινίας γράφτηκε από το γιο του Λάμπρου Κωνσταντάρα, Δημήτρη Κωνσταντάρα. Δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στην απουσία κάποιων φθόγγων από τις λέξεις που έπρεπε να ερμηνεύσει ο διάσημος ηθοποιός, εξαιτίας των λεκτικών δυσκολιών, που αντιμετώπιζε ύστερα από ένα εγκεφαλικό που είχε υποστεί μερικά χρόνια πριν.

Στην τηλεόραση ξεχώρισε με το ρόλο του γυναικοκατακτητή Ζάχου Δόγκανου στο σήριαλ που προβλήθηκε στην ΥΕΝΕΔ «Εκείνες και εγώ» το 1976. Η σειρά αποτελούταν από 86, δεκαπεντάλεπτες χιουμοριστικές αυτοτελείς ιστορίες. Από την πρώτη σειρά σώζεται σήμερα ένα επεισόδιο αλλά το αρχειακό υλικό της ΕΡΤ δεν έχει ψηφιοποιηθεί ακόμα ώστε να γίνει διαθέσιμο στο αρχείο της ΕΡΤ.

Η αυλαία της ζωής του έπεσε στις 28 Ιουνίου του 1985.

Τιμήθηκε με το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1969, για την ερμηνεία του στη ταινία “Ο Μπλοφατζής”. Έχει τιμηθεί επίσης με το Μετάλλιο Τραυματία Πολέμου 1940-41 και με το Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α’. Το μεγαλύτερο επίτευγμά του πάντως ήταν η κατάκτηση όλων των Ελλήνων που τον αγάπησαν τόσο ως ηθοποιό όσο και ως άνθρωπο.

Στη προσωπική του ζωή…

“Καθόμασταν στην κουίντα και τον χαζεύαμε. Ήταν καλλονός ο μπαγάσας, σπουδαίο πράμα για εκείνη την εποχή. Και δεν είναι που έπαιρνε όλους τους ρόλους, το χειρότερο ήταν που μας έπαιρνε κι όλες τις γυναίκες!”, Μίμης Φωτόπουλος

Το 1945 κάνει το πρώτο του γάμο με την επίσης ηθοποιό Γιούλη Γεωργοπούλου και το 1946 αποκτάει τον μονάκριβό του γιο Δημήτρη, δημοσιογράφο και πρώην βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας, ο οποίος του χάρισε δυο εγγόνια, την Παυλίνα το 1974 και τον Λάμπρο το 1979. Ο πρώτος του γάμος όμως δεν κρατάει για πολύ. Ο Λάμπρος ήταν λάτρης των ωραίων γυναικών για αυτό και μερικοί έρωτες του είδαν το φως της δημοσιότητας, όπως αυτός με την Άννα Καλουτά και την Χριστίνα Σύλβα. Το 1971 κάνει και το δεύτερο γάμο της ζωής του με την Φίλιω Κεκάτου.

“Χαριτωμένος άνθρωπος, καλλιεργημένος, στοχαστικός στην πραγματικότητα, παρ όλη τη γλεντζέδικη ζωή του, ένας μοναχικός και εσωστρεφής καλλιτέχνης, γέμισε τη ζωή μας με ρυθμούς, ανεπανάληπτους χαρακτήρες, ευφάνταστους τύπους και πλούτισε την παραστασιολογία με σημάνσεις που δημιούργησαν πρότυπα. Το γεγονός πως δεν μπόρεσε κανείς να τον μιμηθεί και κανείς δεν τον αντικατέστησε σημαίνει ότι προσκόμισε στο θέατρό μας μια σπάνια υποκριτική γνησιότητα και μια βαθιά χαρακτηρολογική ελληνικότητα. Ήταν ένας Ζαν Γκαμπέν, ένας Ζαν Μαραί, ένας Φερναντέλ και ένας Λουί ντε Φυνές ταυτοχρόνως!”, Κώστας Γεωργουσόπουλος

Για όλους ο Λάμπρος Κωνσταντάρας θα είναι πάντα ο αγαπημένος γλεντζές, ο αρχοντάνθρωπος της ελληνικής μεγάλης οθόνης, ο εκπληκτικός Μαυρογιαλούρος, ο αμετανόητος μπλοφατζής, το χαριτωμένο γεροντοπαλίκαρο που όταν ερωτευόταν άκουγε μέσα του το χλιμίντρισμα του αλόγου, ο γλυκός πατέρας της Αλίκης, ο γαλανομάτης ηθοποιός που γέμιζε την οθόνη με το παρουσιαστικό του και προσέφερε άφθονο γέλιο με τις ατάκες και τις γκριμάτσες  του.  Ένας από τους πιο αγαπημένους Έλληνες ηθοποιούς.

Πηγή: ellhnikoicineirmoi.wordpress.com