Ο Γάλλος ιμπρεσιονιστής ζωγράφος, ο Κλοντ Μονέ γεννήθηκε σαν σήμερα, 14 Νοεμβρίου 1840 στο Παρίσι και πέθανε στο Ζιβερνύ το 1926.Πρωτότοκος γιος του παντοπώλη Αντόλφ Μονέ, έφυγε οικογενειακώς σε ηλικία μόλις πέντε χρόνων από το Παρίσι και εγκαταστάθηκε στη Σαιντ-Αντρές, κοντά στη Χάβρη. Από παιδί διασκέδαζε ζωγραφίζοντας καρικατούρες, αλλά και παρατηρώντας τα τοπία της νορμανδικής φύσης με τις συχνές καιρικές αλλαγές τους. Την αγάπη του αυτή για τη φύση, την ενθάρρυνε ο τοπιογράφος Ευγένιος Μπουντέν, προτρέποντας τον να περνάει ώρες στις παραλίες παρατηρώντας το τοπίο.
Ο Μονέ ξαναγύρισε στο Παρίσι το 1860 όπου εντυπωσιάστηκε από τη δουλειά των ζωγράφων της σχολής της Μπαρμπιζόν. Παρά τις προτροπές των γονιών του, ο Μονέ αρνήθηκε να γραφτεί στη Σχολή Καλών Τεχνών και συνέχισε να συχνάζει στα στέκια των προοδευτικών καλλιτεχνών, δουλεύοντας στην Ελβετική Ακαδημία, όπου γνωρίστηκε με τον Καμίλ Πισαρό. Η εκπαίδευσή του διακόπηκε από την επιστράτευσή του, που άρχισε με την αποστολή του στην Αλγερία, όπου εντυπωσιάστηκε από το αφρικανικό φως και χρώμα. Στην Σαιντ-Αντρές επέστρεψε το 1862, άρρωστος, όπου άρχισε πάλι να ζωγραφίζει θαλασσογραφίες μαζί με τον Μπουντέν. Αργότερα τον ίδιο χρόνο συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, κοντά στον ακαδημαϊκό ζωγράφο Σαρλ Γκλερ, στο ατελιέ του οποίου γνωρίστηκε με τους καλλιτέχνες Φρεντερίκ Μπαζίλ, Αλφρέ Σισλέ και Πιερ Ογκίστ Ροντέν.
Το 1865 συνδέθηκει με την Καγίμ Ντονσιέ, από την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Ζαν. Το 1872 ο Μονέ ανακάλυψε τις γιαπωνέζικες στάμπες, που έμελλαν να επηρεάσουν σημαντικά την ανάπτυξη της μοντέρνας ζωγραφικής στη Γαλλία.
Οι πίνακές του με τις εκβολές του Σηκουάνα το 1865, αποκάλυπταν ήδη το εξαιρετικά ανεπτυγμένο αισθητήριό του για τις τονικές αξίες που έκανε τον Σεζάν να πει γι’ αυτόν «μόνο μάτι, αλλά, θεέ μου, τι μάτι!».
Το 1865-6, προσπάθησε να ξαναδουλέψει το θέμα του Γεύματος στη χλόη του Μανέ, απαλλάσσοντας το από τα τεχνικά στοιχεία του ατελιέ. Ο πίνακας δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, αλλά η σπουδή του για αυτόν αποτελεί μια εντυπωσιακά ολοκληρωμένη προσπάθεια απόδοσης μορφών σε ξέφωτο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1860, συνεργάστηκε στενά με τον Ρενουάρ. Προϊόν της συνεργασίας αυτής ήταν οι πρώτοι καθαρά ιμπρεσιονιστικοί του πίνακες. Στον πίνακά του Εντύπωση (1872), απ’ όπου και προήλθε ο όρος Ιμπρεσιονισμός, είναι φανερή η επίδραση της εμπειρικής αμεσότητας του Κόνσταμπλ και των ατμοσφαιρικών γενικεύσεων του Τάρνερ. Το 1876, άρχισε την πρώτη από τις σειρές του με πίνακες πάνω στο ίδιο θέμα. Το Σταθμό του Σεν-Λαζάρ (1876-8) ακολούθησαν οι Λεύκες (1878-0), οι Θημωνιές (1890-2) και ο Καθεδρικός Ναός της Ρουέν (1892-4). Σκοπός όλων αυτών των σειρών του ήταν να αποδώσουν τις αλλαγές του θέματος κάτω από μεταβαλλόμενες συνθήκες φωτισμού και ατμόσφαιρας. Η δεκαετία του 1880 υπήρξε μία από τις πιο γόνιμες της ζωής του, χωρίς ωστόσο να φέρει κάποια ουσιαστική βελτίωση στις συνθήκες απόλυτης ένδειας μέσα στις οποίες συνέχιζε να εργάζεται. Το 1883, εγκαταστάθηκε στο Ζιβερνί, όπου και πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του –με εξαίρεση τα ταξίδια του στο Λονδίνο και τη Βενετία. Ο περίφημος κήπος του, αποτέλεσε και το «εργαστήριο» του μέχρι και το τέλος της ζωής του. Τα πασίγνωστα Νούφαρά του χαρακτηρίζονται από μια βαθιά υποκειμενικότητα και ταυτόχρονα εμπεριέχουν μια ευρύτερη συμπαντική αίσθηση της φύσης. Παρά την εξασθενημένη του όραση, ο Μονέ εξακολούθησε να ζωγραφίζει σχεδόν μέχρι τον θάνατό του το 1926.
Εδώ μπορείτε να κατεβάσετε πίνακες ζωγραφικής του Μονέ.
Πηγή: innerpedia.gr