Μιχάλης Κατσαρός: Αντισταθείτε

Ο Μιχάλης Κατσαρός (1919-21 Νοεμβρίου 1998) γεννήθηκε στην Κυπαρισσία. Σε νεαρή ηλικία πήρε μέρος σε αριστερές πολιτικές οργανώσεις και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έζησε για πολλά χρόνια σε δύσκολες συνθήκες, ασκώντας διάφορα βιοποριστικά επαγγέλματα, όπως ταμίας σε εμπορικό κατάστημα, δημοσιογράφος στον παράνομο Τύπο και υπάλληλος στη ραδιοφωνία. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά “Θεμέλιο” (1947), “Ποιητική Τέχνη”, “Τα Νέα Ελληνικά”, “Αθηναϊκά Γράμματα” και “Στόχος” (1950) και το 1975 εξέδωσε το περιοδικό “Σύστημα”, όπου δημοσίευε κυρίως δικά του κείμενα. Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία σημειώθηκε το 1946, με τη δημοσίευση του ποιήματος “Το Μπαρμπερίνικο καράβι” στο περιοδικό “Ελεύθερα Γράμματα”. Tον ίδιο χρόνο δημοσίευσε σε ελεύθερο στίχο το ποίημα “Βγενιώ” στο ίδιο περιοδικό. Το 1949 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “Μεσολόγγι”. Παντρεύτηκε τη ζωγράφο Κούλα Μαραγκοπούλου. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές “Μεσολόγγι”, 1949, “Κατά Σαδδουκαίων”, 1953, “Οροπέδιο”, 1956, “Σύγγραμμα”, 1975, “Πρόβα και ωδές”, 1975, “Ενδύματα”, 1977, “Αλφαβητάριο – ποιήματα Α-Ω”, 1978, “Ονόματα”, 1980, “3Μ+3Μ=6Μ”, 1981, “4 μαζινό”, 1982, “Μείον ωά”, 1985, “Ο πατέρας του ποιητή”, 1987, “Κορέκτ, φόβος του ποιητή”, 1996, “Εννέα το επτά”, 1997, τα δοκίμια “Πας-Λακίς Michelet”, 1973, “Σύγχρονες μπροσούρες”, 1977-78, “Αυτοκρατορική πραγματικότητα”, 1995, “Το κράτος εργοδότης”, 1996, και το μυθιστόρημα “Οι συλλέκται της Μονόχρα”, 1980. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και μελοποιήθηκαν από τους Μ. Θεοδωράκη, Γ. Μαρκόπουλο και Α. Κουνάδη. Το “Κατά Σαδδουκαίων” παρουσιάστηκε μελοποιημένο από γερμανό συνθέτη στο “Κουήν Ελίζαμπεθ Χωλ”, στο Σάουθ Μπανκ του Λονδίνου (ο αγγλικός τύπος τον παρέβαλε με τους ποιητές Μπρεχτ, Χο Τσι Μινχ και Παντίλα). Πέθανε στην Αθήνα.

Μιχάλης Κατσαρός

Η διαθήκη μου

Αντισταθείτε 
σ’αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι 
και λέει : καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ’αυτόν που γύρισε πάλι
και λέει : Δόξα σοι ο Θεός. 
Αντισταθείτε 
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών 
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρία εισαγωγαί – εξαγωγαί 
στην κρατική εκπαίδευση 
στο φόρο 
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ. 
Αντισταθείτε 
σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες 
ατέλιωτες τις παρελάσεις 
σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει σμύρναν 
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ. 
Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται 
μεγάλοι 
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες 
σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε 
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι 
σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή 
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα 
στις κολακίες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
απο γραφιάδες και δειλούς για το σοφό 
αρχηγό τους. 
Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών 
και διαβατηρίων 
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη 
διπλωματία 
στα εργοστάσια πολεμικών υλών 
σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια 
στα θούρια 
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους 
στους θεατές 
στον άνεμο
σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς 
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ αντισταθείτε. 
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την 
 Ελευθερία. 
 (……..) 
Και συ λοιπόν 
στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις 
απο φωνή
απο τροφή 
απο άλογο 
απο σπίτι
στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος: 
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.