Ο μεγάλος δημιουργός Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, μεγαλουργεί ως ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής και σε τρομάζει με τις αλήθειες του υποσυνειδήτου που αναδύει στην επιφάνεια, τόσο άμεσα και ωμά.
«Υπάρχει πάντα μια διαρκής πάλη μέσα μου, ανάμεσα στην ανάγκη μου να καταστρέψω και στη θέλησή μου να ζήσω. Κι αυτό δημιουργεί μία εσωτερική ένταση που κυριαρχεί και στον τρόπο που δημιουργώ και στην υλική μου ύπαρξη. Κάθε πρωί ξυπνώ με μια καινούρια οργή, μια καινούρια καχυποψία, μια καινούρια λαχτάρα για τη ζωή» Ίνγκμαρ Μπέργκμαν.
Από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του 20ού αιώνα και οξυδερκής ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν ξεκίνησε να γράψει ο ίδιος την αυτοβιογραφία του γύρω στα εβδομήντα, πάντα στοιχειωμένος από ερωτήματα…
Τι τον έσπρωξε στο καταφύγιο της τέχνης; Γιατί δυσκολευόταν ν’ αγαπήσει και να εμπιστευθεί; Γιατί αποξενώθηκε από τα ίδια του τα παιδιά;
Γιος ενός λουθηρανού πάστορα και μιας φιλότεχνης γυναίκας που λαχταρούσε διαζύγιο αλλά έπαψε νωρίς να το διεκδικεί, ο Μπέργκμαν δέχτηκε μια ανατροφή βασισμένη σε έννοιες όπως αμαρτία, εξομολόγηση, τιμωρία, συγχώρεση. Ο ίδιος, έγραφε:
«Σε όλα αυτά ενυπήρχε μια λογική την οποία αποδεχόμασταν και νομίζαμε ότι καταλαβαίναμε. Πιθανώς αυτή η κατάσταση να συνετέλεσε και στην άνευ αντιρρήσεων αποδοχή του ναζισμού. Ποτέ δεν είχαμε ακούσει τη λέξη ελευθερία και, σίγουρα, δεν την είχαμε γευτεί ποτέ».
Ίσως γι’ αυτό να πορεύθηκε ως καταπιεσμένος έφηβος που καταβρόχθιζε Νίτσε, Μπαλζάκ και Ντοστογιέφσκι. Το στάδιο αυτό, έδωσε τη θέση του σ’ έναν κυριευμένο από πόθο ενήλικα, καθ’ έξιν μοιχό, με αυτοκτονικές τάσεις αλλά και με διαβολικό πείσμα, αφοσιωμένο ψυχή τε και σώματι στο επάγγελμά του, αυτή τη «σχολαστική διαχείριση του ανείπωτου».
Διαβάζοντας προσεκτικά ξανά το βιβλίο του, γίνεται κανείς μάρτυρας του απόλυτου θαυμασμού του για τον Ταρκόφσκι, των αλλεπάλληλων αναμετρήσεών του, τόσο με την κληρονομιά του Στρίντμπεργκ όσο και με τις συντρόφους του.
Ο αναγνώστης, παίρνει εξηγήσεις για το φορολογικό σκάνδαλο που τον οδήγησε ν’ αυτοεξοριστεί κι αφουγκράζεται τις σκέψεις του για τα γηρατειά, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, τη θνητότητα αλλά και για τη στιγμή που οφείλει κανείς ν’ «αποχωρεί».
Παγκοσμίως γνωστός για τις ταινίες του, ο Μπέργκμαν υπήρξε παράλληλα εμβληματική μορφή του σουηδικού θεάτρου. Οι θεατρικές αναφορές, μάλιστα, υπερτερούν των κινηματογραφικών στον «Μαγικό Φανό».
Το πώς διοικούσε τα θέατρα απ’ τα οποία πέρασε, το πώς βίωσε την «αναρχική» θεατρική πραγματικότητα της Δυτικής Γερμανίας σε σύγκριση με της Σουηδίας και το τι απαιτούσε από τις αγαπημένες του ηθοποιούς (από τη Χάριετ Άντερσον και τη Λιβ Ούλμαν ως τη Λένα Ολιν) δίνουν μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες σελίδες της αυτοβιογραφίας του.
Ο ίδιος εξομολογείται ότι αντιμετώπιζε τις πρόβες σαν «εγχειρήσεις», μέσα σε χώρους όπου επικρατούσε «η αυτοπειθαρχία, η καθαριότητα, το φως»: «Η πρόβα είναι μια σοβαρή δουλειά και όχι προσωπική θεραπεία για τον σκηνοθέτη και τον ηθοποιό».
Στα γυρίσματα των ταινιών του, πάντως, η ατμόσφαιρα ήταν «ακαταμάχητα φορτισμένη από σεξουαλικότητα. Μου πήρε πολλά χρόνια να μάθω ότι κάποτε η κάμερα σταματάει και οι προβολείς σβήνουν». Ενώ στο μοντάζ τον διαπερνούσε η ίδια πάντα «μεθυστική αίσθηση μαγείας» που τον τύλιξε και παιδάκι, στη θέα του πρώτου κινηματογράφου που του χάρισαν.
Ο Σουηδός δημιουργός κλείνει το βιβλίο του με την εξής φράση: «Παρακαλάω τον Θεό χωρίς ελπίδα. Μάλλον πρέπει να τα βγάζει κανείς πέρα μόνος του όσο καλύτερα μπορεί».
Όπως μας αποκαλύπτει η συγκεκριμένη φράση, είναι παρμένη από το ημερολόγιο της μητέρας του, λίγο μετά τη γέννησή του. Θα μπορούσε κάλλιστα όμως να είναι το απόσταγμα και της δικής του, μοναδικής διαδρομής.
Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, είναι ένας από τους μεγαλύτερους και πλέον διακεκριμένους καλλιτέχνες στον κόσμο. Αντιπροσωπεύει τον πιο διάσημο σκηνοθέτη του λεγόμενου “καλλιτεχνικού κινηματογράφου”. Κάθε ταινία του ήταν γεγονός αναμενόμενο απ’ όλον τον κόσμο και όλοι μεταχειρίζονταν τον χαρακτηρισμό αριστούργημα για κάθε νέα του ταινία. Παράλληλα, ήταν κι ένας απίστευτα παραγωγικός σκηνοθέτης.
Με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέχρι την ανακοίνωση της απόσυρσής του το 1982 (αφού τελείωσε το “Φάνι και Αλέξανδρος”), ο Μπέργκμαν έκανε περίπου 40 ταινίες μεγάλου μήκους. Όλες οι ταινίες του φέρουν ένα απόλυτο προσωπικό στίγμα που κάνει δύσκολη την ανάγνωσή τους, ακόμα και από τον υποψιασμένο θεατή.
Ξεκίνησε γράφοντας σενάρια, ενώ παράλληλα σκηνοθετούσε στο θέατρο, κυρίως έργα των Στρίνμπεργκ και Σαίξπηρ. Η μεγάλη του αγάπη όμως, ήταν ο κινηματογράφος. Ενώ πολλοί σκηνοθέτες ασχολούνται με τον κινηματογράφο για να επενδύσουν στο θέατρο, εκείνος έκανε το αντίθετο…
Σκηνοθετούσε δηλαδή στο θέατρο, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο μια γερή οικονομική βάση για το γύρισμα των ταινιών του. Ως σκηνοθέτης κινηματογράφου πρωτοεμφανίστηκε το 1945 με την ταινία “Κρίση”, αλλά καθιερώθηκε κυρίως στις δεκαετίες του ’50 και του ’60…συνέχεια