Ακίρα Κουροσάβα

Ακίρα Κουροσάβα (Κουροσάουα για την ακρίβεια), (23 Μαρτίου 1910 – 6 Σεπτεμβρίου 1998). Ο πατέρας του ήταν ένας αυστηρός στρατιωτικός που ενδιαφερόταν κυρίως για τον αθλητισμό, κάτι προς το οποίο είχε ελάχιστη κλίση ο μικρός Ακίρα (ήταν ο Βενιαμίν της οικογένειας, με τρία αδέλφια και τρεις αδελφές πριν από αυτόν). Ήδη από την εποχή του Γυμνασίου μίσησε τη στρατιωτική εκπαίδευση (απαραίτητο συμπλήρωμα της ιαπωνικής παιδείας εκείνης της περιόδου) και έτσι όταν αποφοίτησε το 1927 από τη Στρατιωτική Ακαδημία αποφάσισε να ασχοληθεί με τη ζωγραφική. Από μικρός είχε δείξει το ταλέντο του προς τις πλαστικές τέχνες κι έτσι αυτή η απόφαση δεν ξένισε καθόλου τον πατέρα του. Στη διάρκεια των σπουδών του στις Καλές Τέχνες ο Ακίρα μπόρεσε να γνωρίσει καλύτερα τον μεγαλύτερο αδελφό του, Χέιγκο, τον οποίο είχε διώξει από το σπίτι ο πατέρας του εξαιτίας των προοδευτικών του απόψεων. Ο Χέιγκο, που την περίοδο του βωβού ασκούσε το επάγγελμα του μπένσι (σχολιαστή των δρώμενων την ώρα της προβολής), μύησε τον μικρότερο αδελφό του στους μεγάλους κλασσικούς της Έβδομης Τέχνης (Griffith, Ford, Lang, Murnau, Eizenstein κ.α.). Εκ φύσεως μελαγχολικός αυτοκτόνησε μια μέρα, αφού προηγουμένως είχε συνοδέψει τον Ακίρα σε μια ταινία, ένα γεγονός που σημάδεψε ανεπανόρθωτα το νεαρό ακόμα ζωγράφο.
Βρισκόμαστε στα 1936 και ο Ακίρα για καθαρά βιοποριστικούς λόγους απαντά σε μια αγγελία στις εφημερίδες, όπου ένα μεγάλο στούντιο ζητούσε βοηθούς σκηνοθέτη. Η μόνη του γνώση από τον κινηματογράφο ήταν οι ταινίες που είχε δει με τον αδελφό του, αλλά, για μεγάλη του έκπληξη, γίνεται δεκτός. Προσλαμβάνεται ως βοηθός του Καζίρο Γιαμαμότο, ενός διακεκριμένου σκηνοθέτη εκείνης της εποχής που γυρνούσε κυρίως κωμωδίες. Κοντά του μαθαίνει όλα τα μυστικά της παραγωγής μιας ταινίας, γράφει διάφορα σενάρια για την εταιρεία παραγωγής Toho (πολλά εκ των οποίων απορρίπτονται ως υπερβολικά ʽφιλο-δυτικάʼ) και προσπαθεί να πείσει τους προϊστάμενούς του ότι είναι σε θέση να σκηνοθετήσει ο ίδιος. Κάτι που καταφέρνει ύστερα από 7 χρόνια κι αφού είχε φτάσει σε ηλικία 32 ετών.
Οι πρώτες ταινίες
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Κουροσάβα (1942) συμπίπτει με το απόγειο του γιαπωνέζικου μιλιταρισμού. Είναι μια περίοδος αυστηρής λογοκρισίας, όπου όλες σχεδόν οι ταινίες πρέπει να έχουν έναν εθνικο-πατριωτικό χαρακτήρα. Η στροφή προς τις ταινίες εποχής ήταν μια μέση συμβιβαστική λύση για όσους σκηνοθέτες δεν ήθελαν να γίνουν φερέφωνα του μιλιταριστικού προπαγανδιστικού μηχανισμού. Τυπικό παράδειγμα οι πρώτες ταινίες του Κουροσάβα:Ο Θρύλος του Μεγάλου Τζούντο, που συνάντησε τέτοια επιτυχία ώστε το 1945 ο σκηνοθέτης να γυρίσει μια συνέχεια ή το Αυτοί που Πάτησαν την Ουρά της Τίγρης, διασκευή ενός διάσημου έργου του ρεπερτορίου του Καμπούκι, που ολοκληρώθηκε με την έναρξη της αμερικανικής κατοχής. Η ταινία αφηγείται μια δημοφιλή ιστορία, πώς δηλαδή ένας κυνηγημένος στρατηγός και η ακολουθία του ξεγελά τους συνοριακούς φύλακες μεταμφιεσμένος σε ιερέα. Ο Κουροσάβα κράτησε ακέραια την υπόθεση του θεατρικού έργου, προσέθεσε όμως έναν γκροτέσκο χαρακτήρα, τον αχθοφόρο, τον οποίο υποδύθηκε ο Ενομότο, ένας δημοφιλής κωμικός ηθοποιός της εποχή. Όσο για τα γυρίσματα, χρειάστηκε να κατασκευαστεί ένα μόνο ντεκόρ, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των εξωτερικών πλάνων έγινε στο Αυτοκρατορικό Δάσος δίπλα από το στούντιο. Ωστόσο η ταινία είχε άτυχη κατάληξη. Παρότι ο αμερικανικός στρατός διέλυσε την παλιά επιτροπή λογοκρισίας, τα μέλη της συνέχισαν να ασκούν επιρροή. Κάλεσαν, λοιπόν, τον Κουροσάβα για να τον επιπλήξουν ότι διαστρέβλωσε ένα κλασσικό έργο του Καμπούκι, βάζοντας λόγου χάρη έναν κωμικό ηθοποιό να παίξει σʼ αυτό. Το Γενικό Αρχηγείο του Στρατού των Αμερικανών πληροφορήθηκε το περιστατικό και για διπλωματικούς λόγους απαγόρευσε τη διανομή της τανίας για τουλάχιστον τρία χρόνια.
Το τέλος του πολέμου σήμανε μια νέα εποχή για την Ιαπωνία, αλλά και για τον Κουροσάβα, οποίος αν και συνεχίζει να έχει προβλήματα με την επιτροπή λογοκρισίας, επιχειρεί να κάνει τα πρώτα προσωπικά του έργα. Το Δεν Λυπάμαι τα Νιάτα Μου (1946) αναφέρεται σʼέναν καθηγητή που απολύθηκε το 1933 επειδή ήταν κομSPAM or Bad languageSPAM or Bad languageSPAM or Bad languageSPAM or Bad languageSPAM or Bad languageστής, ενώ το 1944 ένας μαθητής του εκτελείται για τους ίδιους λόγους. Η ταινία είναι ιδωμένη μέσα από την οπτική της γυναίκας του εκτελεσμένου, πρώτη και τελευταία φορά στο έργο του Κουροσαβα που κυριαρχει γυναικεια φιγουρα.στο Μια Υπέροχη Κυριακή (1947), όπου ένα απένταρο ερωτευμένο ζευγάρι βρίσκει καταφύγιο στα όνειρα για να ξεφύγει από τη μιζέρια του. Η επόμενη ταινία Ο Μεθυσμένος Άγγελος (1949, είναι η πρώτη από τις 14 που θα γυρίσει με τον Toshiro Mifune, τον ηθοποιό-φετίχ του. Τον πρωτογνώρισε τον Ιούνιο του 1946 σε μια οντισιόν της Toho για νέα ταλέντα. Μια παλιά πρωταγωνίστριά του Γιαμαμότο του επίστησε την προσοχή για έναν πεισματάρη σα μουλάρι νεαρό ηθοποιό, που φαίνεται να είναι φοβερό ταλέντο. Ο Κουροσάβα μένει έκθαμβος: ʽΈνας νεαρός στριφογυρνούσε στο δωμάτιο με μια απίστευτη φρενήρη δύναμη. Ήταν εξίσου τρομακτικός μʼένα πληγωμένο θηρίο. Έμεινα άφωνος. Όμως η μανία του δεν ήταν αληθινή. Απλά του είχαν ζητήσει να εκφράσει το συναίσθημά του θυμού. Ο Μιφούνε είχε ένα ταλέντο χωρίς όμοιό του στο γιαπωνέζικο σινεμά. Η ταχύτητα της ερμηνείας του είχε κάτι το εκπληκτικό. Ο συνήθης Ιάπωνας ηθοποιός χρειαζόταν τρία μέτρα φιλμ για να εκφράσει ένα συναίσθημα, αλλά για τον Μιφούνε ένα μέτρο ήταν αρκετό. Δεν ξανάδα Ιάπωνα ηθοποιό με τέτοια αίσθηση του τέμπο, κι όμως, παρόλη την ενεργητικότητά του, είχε μια φινετσάτη ευαισθησίαʼ.
Πτώση και Άνοδος του Αυτοκράτορα
Η ιαπωνική κινηματογραφική βιομηχανία, ωστόσο, μοιάζει να έχει κόψει παντελώς τις γέφυρες μαζί του και μόνο χάρη στη σοβιετική Mosfilm καταφέρνει το 1975 να γυρίσει στη ρώσικη ταϊγκα το Ουζαλά, που θα γίνει μεγάλη παγκόσμια επιτυχία και θα τιμηθεί με Όσκαρ (το δεύτερο μετά το Ρασομόν). Αλλά και πάλι δεν θα καταφέρει να πείσει τους γιαπωνέζους παραγωγούς να τον χρηματοδοτήσουν. Και μόνο με την επέμβαση των Coppola και Lucas, δύο μεγάλων θαυμαστών του, καταφέρνει να βρει χρηματοδότηση για τη φιλόδοξη και πολυδάπανη παραγωγή του Καγκεμούσα (1980), μια επιστροφή στο ύφος των επικών ιστορικών ταινιών του. Κι όμως, αυτό το φοβερό έργο, που τιμήθηκε με το Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Καννών, ήταν στην πραγματικότητα ένα δοκιμαστικό για το μετέπειτα αριστούργημά του, το Ραν (1985), διασκευή του Βασιλιά Λιρ του Σαίξπηρ στην Ιαπωνία του 16ου αιώναΜετά το Ραν, που πολλοί θεωρούν ως την καλύτερη δουλειά του, ο Κουροσάβα γύρισε τρεις ακόμα ταινίες, αρκετά άνισες σε σχέση με το μέχρι τότε έργο του, οι οποίες όμως έτυχαν καλύτερης διανομής στην παγκόσμια αγορά. Στα Όνειρα (1990), εικονογραφώντας (με την υλική και τεχνολογική συμπαράσταση του Spielberg και του Lucas) οκτώ όνειρα που είδε σε διάφορες φάσεις της ζωής του, ο Ιάπωνας σκηνοθέτης προτείνει οκτώ ποιήματα, οκτώ οράματα που αποτελούν ένα είδος πνευματικής διαθήκης. Ένας αμερικανός, ο Richard Gere, πρωταγωνιστεί στο Ραψωδία τον Αύγουστο (1990), μια διδακτική ταινία πάνω στο τραύμα στη ατομικής βόμβας, τα γηρατειά και τις σχέσεις ΗΠΑ-Ιαπωνίας. Θα λέγαμε ότι ο Κουροσάβα είχε τελειώσει ως καλλιτέχνης, ανδεν είχε την τύχη να κλείσει την καριέρα του με το Μανταντάγιο (1995), ίσως την πιο ʽιαπωνικήʼ απʼόλες τις ταινίες του (συχνά κατηγορήθηκε ως ένας τυπικά ʽδυτικόςʼ σκηνοθέτης) και μια ανοιχτή πρόσκληση προς το Θάνατο, αφού ο σκηνοθέτης σίγουρα ενστερνίζεται την πεποίθηση του κεντρικού του ήρωα (ενός ηλικιωμένου συνταξιούχου καθηγητή, που οι πρώην μαθητές του τον επισκέπτονται και τον βοηθούν σε διάφορα προβλήματα) ότι δεν είναι ακόμα έτοιμος για την κάθοδο στον Άλλο Κόσμο. Παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας του, συνέχιζε μέχρι τελευταία στιγμή να κάνει σχέδια για άλλες ταινίες, ενώ η επιρροή του στο σύγχρονο σινεμά είναι τεράστια, καθώς οι πιο αντιφατικές ταινίες (από τους Outsiders του Coppola μέχρι τον Τελευταίο Σαμουράι με τον Tom Cruise επικαλούνται την παρουσία του ʽαυτοκράτοραʼ του ιαπωνικού κινηματογράφου.

Πηγή: astronkyttaron.heavenforum.org