Σαλβαδόρ Αλιέντε: Μαρξιστής, επαναστάτης, δημοκρατικός

H ιστορία είναι δική μας. Γράφεται από τους λαούς.
H πρόοδος της κοινωνίας δεν σταματά με εγκλήματα. ΣΑΛΒΑΔΟΡ ΑΛΙΕΝΤΕ

Σαλβαδόρ Αλιέντε, (Salvador Allende Gossens, 1908 / 11-9-1973), επαναστάτης μαρξιστής, με κουστούμι και γραβάτα, γιατρός στο επάγγελμα (σπούδασε ιατρική γιατί ήθελε να βοηθά ανήμπορους και φτωχούς ανθρώπους που δεν είχαν καμιά δυνατότητα περίθαλψης στο ανάλγητο αμερικανόφιλο καθεστώς που κυβερνούσε τη χώρα του, τη Χιλή, από τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα μέχρι να έρθει ο ίδιος στην εξουσία), φίλος του Φιντέλ Κάστρο, που ποτέ ωστόσο δε δέχθηκε να κάνει χρήση των όπλων που του έδινε για την επανάσταση, ειρηνιστής και δημοκράτης. Όταν ο λαός (εκατομμύρια κόσμου) τού φώναζε να διαλύσει τη Βουλή, που ήταν ήδη πουλημένη στη CIA, ο ίδιος αρνούνταν να κινηθεί αντιδημοκρατικά, με όποιο κόστος. Και πράγματι, το κόστος ήταν πολύ μεγάλο: ο δικός θάνατος στις 11 του Σεπτέμβρη 1973 και η δικτατορία του Πινοσέτ, από την οποία οι πληγές στη χώρα αιμορραγούν ακόμη. Χιλιάδες αγνοούμενοι νεκροί, ξεπούλημα του εθνικού πλούτου και καταστροφή της εργατικής τάξη και όλα αυτά για να διατηρηθεί η «τάξη» και η «ηθική» του αμερικανικού καπιταλιστικού και αντικουμουνιστικού φυσικά, προτύπου.

«Aς μάθουμε να ζούμε μ’ αυτούς που μας λείπουν
επειδή αποτελούν κομμάτι μας, επειδή ξέρουμε γιατί μας λείπουν,
κι επειδή την απουσία τους
 την αναπληρώνουμε με καμάρι»
ΛOYIΣ ΣEΠOYΛBEΔA

Ελάχιστα μέτρα φιλμ και κάποιες φωτογραφίες έχουν απομείνει από τα γεγονότα του πρωινού της 11ης Σεπτεμβρίου του 1973 στο Σαντιάγκο της Χιλής. Ήταν η πρώτη ημέρα μιας 17χρονης φασιστικής δικτατορίας, που φυλάκισε, βασάνισε και δολοφόνησε χιλιάδες Χιλιανούς (και όχι μόνο). Ήταν η τελευταία μέρα ενός ονείρου που συνήγειρε για 3 χρόνια τον λαό της Λατινοαμερικάνικης χώρας (λίγες μέρες μετά, ο Πάμπλο Νερούδα πέθανε κι ο Βίκτωρ Χάρα ξεψύχησε στα χέρια των βασανιστών). Ήταν η ημέρα του μαρτυρίου, του θανάτου και του περάσματος στον χώρο του μύθου του Προέδρου της Χιλιανής Δημοκρατίας, του γιατρού Σαλβαδόρ Αλιέντε. Ο ιδρυτής και Πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Χιλής, από την αρχή της πολιτικής του δράσης επιχείρησε το αδιανόητο.

Στα χρόνια του ψυχρού (αν και για την Λατινοαμερικάνικη ήπειρο ο όρος είναι μάλλον μετριοπαθής) πολέμου, με τις ΗΠΑ να ελέγχουν τις κυβερνήσεις ανδρείκελα των Νοτιοαμερικάνικων κρατών, τις πολυεθνικές να απομυζούν τον πλούτο τους, με την πλήρη εξάρτηση των οικονομιών  από τις Αμερικανικές τράπεζες, με όλους τους Κρατικούς φορείς διαβρωμένους από τις λογής μυστικές υπηρεσίες, ο Αλιέντε, δηλωμένος Μαρξιστής, επιχειρεί να καταλάβει την εξουσία και να εφαρμόσει πρόγραμμα ανακατανομής του πλούτου, εθνικής ανεξαρτησίας, εθνικοποίησης των μεγαλύτερων βιομηχανιών, ακολουθώντας με θρησκευτικό φανατισμό τους κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού, αποσκοπώντας να πείσει την πλειοψηφία των Χιλιανών ψηφοφόρων.

Θα αποτύχει το 1958 και το 1964, μέσα σε ένα κλίμα μαζικής υστερικής προπαγάνδας εκπορευόμενης και αδρά αμειβόμενης από τα Αμερικανικά κέντρα, ώσπου, το 1970 θα κερδίσει με την Λαϊκή Ενότητα, συμπράττοντας  με το Κομουνιστικό Κόμμα και άλλες ριζοσπαστικές δυνάμεις. Όπως αναφέρει και ο Γουίλιαμ Μπλαμ, “οι ΗΠΑ ανακάλυψαν ότι υπάρχει κάτι χειρότερο από έναν Μαρξιστή στην εξουσία. Ένας εκλεγμένος Μαρξιστής στην εξουσία”. Η αντίδραση είναι λυσσαλέα. Εν ολίγοις, κατά τη διάρκεια της τριετίας Αλιέντε, όλες οι πρακτικές ανατροπής μιας εκλεγμένης κυβέρνησης, εκτός από αυτήν της απ’ ευθείας στρατιωτικής εισβολής, εφαρμόστηκαν από τις ΗΠΑ. Κι ο Αλιέντε φυσικά το γνώριζε και παρέμεινε σχεδόν εμμονοληπτικά πιστός στην πολιτική του, ακολουθώντας χωρίς παρέκκλιση  το σύνταγμα, τους νόμους, τις δημοκρατικές αρχές.  Μια στάση που θα ακολουθήσει, αυτοκτονικά, ακόμα και την ύστατη στιγμή.

Και μπορεί οι έννοιες «πολιτικός πολιτισμός», «ηθική γενναιότητα» και  «συλλογικό πνεύμα» έχει γίνει πια του συρμού, μπορούμε ξανά  να γνωρίσουμε αυτόν τον μοναδικό άνθρωπο, που εκφράζει όσο κανείς, αυτές τις δυο, γι αυτόν, ταυτόσημες αρχές (“πολιτική” – “πολιτισμός”), που τις τήρησε “επί ποινή θανάτου”. Ωστόσο πρόλαβε να διεγείρει τα βαθύτερα (όσο και βασικά)  ανθρώπινα αισθήματα, που κατόρθωσε να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Και κυρίως είναι αυτός που με τη στάση του τίμησε αυτό που ο Καβάφης ύμνησε στις «Θερμοπύλες»:

Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει
                               όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
                               πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
                               κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

Πηγή: tvxs.gr