Φαραώ Ραμσής Β’: Ένας ταλαντούχος image maker που έγινε πατέρας 140 παιδιών

Ήταν 1274 π.Χ. όταν ένας θεός προέλαυνε ορμητικά. Έχοντας ύψος πάνω από ένα και ογδόντα, τετράγωνο πεταχτό πιγούνι, γεμάτα χείλη και μακριά, σουβλερή μύτη, ο Ραμσής Β΄ οδηγούσε το χρυσό άρμα του μπροστά από μια στρατιά 20.000 τοξοτών, αρματηλατών και σανδαλοφόρων πεζών.
Χρειάστηκε μόλις πέντε μόλις χρόνια της φαραωνικής βασιλείας του για να καθιερωθεί ως φοβερός πολεμιστής και αριστοτέχνης της στρατηγικής, ο νόμιμος διάδοχος εξ αίματος της νέας 19ης Δυναστείας και γνήσιο πνευματικό τέκνο της θεάς Ίσιδας.
Στο πρόσωπο του αρχιστράτηγού τους, Ραμσή, οι στρατιώτες του θα τον έβλεπαν όπως και η υπόλοιπη Αίγυπτος: την ενσάρκωση ενός αλάνθαστου θεού με θρυλικές δυνάμεις και παλικαριά, ο οποίος είχε αναλάβει τη θεία αποστολή να αποκαταστήσει την Αίγυπτο σαν κυρίαρχη υπερδύναμη στη Μέση Ανατολή. Ο προορισμός του Ραμσή ήταν το Καντές, μια πολύ καλά οχυρωμένη συριακή πόλη στην κοιλάδα του ποταμού Ορόντη. Το Καντές ήταν σημαντικό εμπορικό κέντρο και η πραγματική πρωτεύουσα του βασιλείου των Αμοριτών, ένα πολυπόθητο κομμάτι γης στριμωγμένο στα σύνορα ανάμεσα στις αυτοκρατορίες της Αιγύπτου και των Χετταίων.

Όταν ο πατέρας του, ο Αιγύπτιος βασιλιάς Σέθις Α΄, κατάφερε επιτέλους να αρπάξει το Καντές από τους Χετταίους έπειτα από αποτυχημένες προσπάθειες μισού και πλέον αιώνα, ο μικρός Ραμσής είχε ιππεύσει πλάι στον πατέρα του. Μόλις όμως ο Σέθις επέστρεψε νικητής στην Αίγυπτο, οι δολοπλόκοι κυβερνήτες του Καντές δήλωσαν ξανά υποταγή στους Χετταίους.

Ο Ραμσής είχε επιστρέψει στη Συρία για να αποκαταστήσει δύο σπιλωμένες υπολήψεις: του πατέρα του και της αυτοκρατορίας του. Ο Ραμσής και ο στρατός του πορεύονταν για ένα μήνα. Είχαν αναχωρήσει τον Απρίλιο από τη φαραω – νική κατοικία στο ανατολικό άκρο του εύφορου Δέλτα του Νείλου, διέσχισαν τη χερσόνησο του Σινά ακολου – θώντας την καμπύλη της μεσογειακής ακτογραμμής μέχρι τη Χαναάν και αφού πέρασαν το στρατηγικής σημασίας φυλάκιο στα υψίπεδα της Μεγιδδώ, ξεχύθηκαν στις εύφορες κοιλάδες του Λιβάνου και τελικά έφτασαν στα δάση έξω από το Καντές.

Ο φαραώ έστειλε ανιχνευτές στη γύρω περιοχή για να αξιολογήσουν τις πολεμικές προετοιμασίες του εχθρού. Οι ντόπιοι περιέγραψαν μια απατηλά ευνοϊκή εικόνα. Ο Χετταίος βασιλιάς Μουβατάλις φοβόταν τόσο πολύ τον Ραμσή και τους θρυλικούς αρματηλάτες του ώστε ο στρατός των Χετταίων καιροφυλακτούσε εκατόν εξήντα χιλιόμετρα μακριά.

Ο Ραμσής ζούσε για μεγάλο διάστημα σαν θεός και ίσως πίστευε ότι η ιδιότητά του αυτή αρκούσε για να τρομοκρατεί. Σε βρεφική ακόμα ηλικία, ο παππούς του είχε βοηθήσει στη δημιουργία μιας πρωτοποριακής νέας δυναστείας στην Αίγυπτο που βασιζόταν στη στρατιωτική ισχύ και στην εξουσία της απόλυτης μοναρχίας. Ο παππούς του Ραμσή γεννήθηκε με το όνομα Παραμεσού και είχε πασχίσει πολύ ως στρατιώτης μέχρι να γίνει στρατηγός στον αιγυπτιακό στρατό. Ήταν ευνοούμενος του Χορεμχέμπ, ενός άλλου παλιού στρατιωτικού, ο οποίος είχε γίνει φαραώ μετά το θάνατο του έφηβου βασιλιά πού σήμερα είναι γνωστός σαν Τουταγχαμών χάρις στην ανακάλυψη του τάφου του.

Ο Χορεμχέμπ δεν είχε γιους και στο πρόσωπο του Παραμεσού είδε κάποιον που θα συνέχιζε την επιθετική εκστρατεία του για τη βίαιη υποταγή των επαναστατημένων φυλών στη Νουβία, τη Λιβύη και τη μακρινή Συρία προκειμένου να ενισχυθεί το βασίλειο. Όταν ο Χορεμχέμπ πέθανε, ο Παραμεσού ανέβηκε στο θρόνο και αφού άλλαξε το όνομά του σε «Ραμεσού, αγαπημένος του Άμμωνα» έμεινε γνωστός στην ιστορία ως Ραμσής Α΄.

Τα παιδικά χρόνια

Ο Ραμσής Β΄ προετοιμαζόταν να γίνει φαραώ από τα γεννοφάσκια του. Ο πατέρας του ο Σέθις Α΄ είχε κληρονομήσει το θρόνο 18 μήνες αφότου ο Ραμσής Α΄ είχε γίνει βασιλιάς και ο γιος του ανατράφηκε από παραμάνες και υπηρέτριες μέσα στα πολυτελή ανάκτορα των φαραώ, ενώ από δασκάλους έμαθε γραφή, ποίηση, τέχνες και, το σημαντικότερο, να μάχεται. Ο Σέθις διόρισε τον Ραμσή αρχιστράτηγο όταν το πριγκιπόπουλο ήταν μόλις δέκα χρονών. Στα 14 ο Ραμσής άρχισε να συνοδεύει τον πατέρα του σε στρατιωτικές εκστρατείες και πολλές φορές παρέστη μάρτυρας της συντριπτικής ισχύος και υπεροχής των Αιγυπτίων αρματηλατών στη μάχη.

Η μάχη του Καντές

Τώρα όμως δεν ήταν πλέον ένα αγόρι που απλώς παρακολουθούσε τις εκστρατείες αλλά ένας άνδρας –ένας θεός– που ήταν ο επικεφαλής τους. Απείχε μόνο μια ώρα από το Καντές και όταν πληροφορήθηκε ότι οι εχθροί του δικαίως έτρεμαν μπροστά στη θεϊκή του δύναμη το ηθικό του αναπτερώθηκε. Ο Ραμσής διέταξε τους στρατιώτες του να στρατοπεδεύσουν. Στήθηκαν οι βασιλικές σκηνές, τα άλογα ποτίστηκαν σε έναν ήρεμο παραπόταμο του Ορόντη και οι στρατιώτες σχημάτισαν κύκλο με τα άρματα σαν ένα πρόχειρο ανάχωμα μπροστά στο απίθανο ενδεχόμενο μιας επίθεσης.

Στην πραγματικότητα, η επίθεση όχι μόνον ήταν πιθανή, αλλά και επικείμενη. Όπως αποδείχθηκε, οι ντόπιοι που είχαν συγκεντρωθεί από τους Αιγύπτιους ανιχνευτές ήταν βαλτοί των Χετταίων. Ο βασιλιάς Μουβατάλις και μια μεγάλη δύναμη Χετταίων από αρματηλάτες, τοξότες και πεζούς είχαν στρατοπεδεύσει στην άλλη άκρη του Καντές, κρυμμένοι μέσα στην κοιλάδα του ποταμού. Ευτυχώς για τον Ραμσή, μια δεύτερη αποστολή Αιγυπτίων ανιχνευτών συνέλαβε ένα ζευγάρι Χετταίων κατασκόπων που βασανίστηκαν και αναγκάστηκαν να φανερώσουν την αλήθεια.

Ο Μουβατάλις σχεδίαζε μια ενέδρα. Ο στόχος δεν ήταν το στρατόπεδο του Ραμσή αλλά οι λεγεώνες των ανυποψίαστων Αιγυπτίων πεζών που συνέχιζαν την πορεία τους. Ο Ραμσής έστειλε τους ταχύτερους αγγελιοφόρους του να προειδοποιήσουν τα στρατεύματα που πλησίαζαν αλλά ήταν πολύ αργά. Χιλιάδες Χετταίοι αρματηλάτες επιτέθηκαν μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης προκαλώντας χάος στο εκτεθειμένο πεζικό.

Σε κάθε άρμα επέβαιναν τρεις Χετταίοι: ένας οδηγός, ένας τοξότης και ένας πολεμιστής που κρατούσε δόρυ για να θερίζει τους πεζούς από κοντά. Φορούσαν μακριά πανοπλία με αλυσιδωτή θωράκιση μέχρι τους αστραγάλους, ενώ οι Αιγύπτιοι πεζοί ήταν απροστάτευτοι μπροστά στις κυρτές λεπίδες των εχθρικών σπαθιών. Τα βαριά άρματα θέρισαν τις αιγυπτιακές γραμμές, γεμίζοντας με πτώματα τη λοφοπλαγιά και τρέποντας όσους επέζησαν σε φυγή προς το αυτοσχέδιο στρατόπεδο του Ραμσή.

Η συνέχεια ίσως εξηγεί πολύ περισσότερα για τον Ραμσή Β΄ από κάθε άλλο περιστατικό στην εντυπωσιακά μακροχρόνια φαραωνική βασιλεία του. Οι δυνάμεις των Χετταίων καταδίωξαν τον αιγυπτιακό στρατό μέχρι το στρατόπεδο του Ραμσή, παραβιάζοντας εύκολα τη διάτρητη αιγυπτιακή άμυνα και ανοίγοντας δρόμο μαχόμενες προς τις βασιλικές σκηνές. Κατόπιν, σύμφωνα με μια αφήγηση από πρώτο χέρι που είναι γνωστή ως Ποίημα του Πένταουρ, ο Ραμσής βγήκε από τη σκηνή του και αντιμετώπισε ολομόναχος τις εχθρικές ορδές: «Τότε, ο Μεγαλειότατος εμφανίστηκε πάνοπλος και περικλεής σαν τον πατέρα του τον Μοντ, ίδιος ο Βαάλ στον καιρό του». Αυτή ήταν η στιγμή που ο Ραμσής απαθανατίστηκε στη ιστορία σαν Μέγας, καθώς ορδές Χετταίων χιμούσαν καταπάνω του.

Ο φαραώ ανέβηκε στο άρμα του και όρμησε στις γραμμές των Χετταίων, σκοτώνοντας τους εχθρούς με το τόξο του και προτρέποντας τους στρατιώτες του να πολεμήσουν. Η εικόνα του Ραμσή πάνω στο χρυσό άρμα του –με το θανάσιμο δοξάρι του τεντωμένο και με τις ρόδες του να συντρίβουν τα κορμιά των εχθρών του– είναι σκαλισμένη στους τοίχους των αιγυπτιακών ναών περισσότερο από κάθε άλλη ιστορία στην τρισχιλιετή πορεία της αυτοκρατορίας. Αν πιστέψουμε το Ποίημα του Πένταουρ που κοσμεί τους τοίχους ναών στο Λούξορ, στο Καρνάκ, στο Αμπού Σιμπέλ και αλλού, η υπεράνθρωπη δύναμη του Ραμσή κατατρομοκράτησε το βασιλιά Μουβατάλις, που αμέσως έκανε έκκληση να παραδοθεί. Όμως, έγινε έτσι πραγματικά στη μάχη του Καντές; Μήπως οι ιστορικοί πιστεύουν ότι ένας άνθρωπος νίκησε μόνος του έναν ολόκληρο στρατό των Χετταίων, όπως περιγράφει το Ποίημα του Πένταουρ; Μάλλον όχι.

Ραμσής Β’: Ο μεγαλύτερος image maker της αρχαιότητας

Σήμερα οι περισσότεροι αιγυπτιολόγοι πιστεύουν ότι ο Ραμσής ο Μέγας αξίζει αυτό τον τίτλο όχι για τον ηρωισμό του στο πεδίο της μάχης ή για τη γονιμότητά του ως πατριάρχης –υποτίθεται ότι είχε τεκνοποιήσει πάνω από 100 φορές– αλλά επειδή ήταν ένας ταλαντούχος προπαγανδιστής. Στην κυριολεξία, ο Ραμσής ήταν ο μεγαλύτερος image maker της αρχαιότητας.

Όσοι επισκέπτονται σήμερα τα ερείπια των μεγάλων αιγυπτιακών ναών είναι βέβαιοι ότι θα βρουν κάποιο καθιστό πέτρινο άγαλμα του Ραμσή Β΄ να φρουρεί την πύλη ή μια σειρά από πανομοιότυπα γλυπτά του να στηρίζουν εσωτερικούς κίονες. Η κολοσσιαία και άσπιλη μορφή του διατηρήθηκε περήφανη και θα παραμείνει έτσι για αιώνες. Όταν οι απλοί Αιγύπτιοι αντίκριζαν αυτή την ογκώδη εστεμμένη κεφαλή, δεν μπορούσαν παρά να πιστέψουν το άφατο μήνυμα του αγάλματος: εδώ στέκεται ο βασιλιάς σας, ο αφέντης σας, ο θεός σας.

Ο αφέντης τους ήταν φαραώ της Αιγύπτου για 66 χρόνια. Μόνο ένας φαραώ στην τρισχιλιετή ιστορία της Αιγύπτου κυβέρνησε περισσότερο από τον Ραμσή τον Μέγα. Η βασιλεία του διήρκεσε πολύ περισσότερο από τον μέσο όρο ζωής ενός Αιγύπτιου, ενισχύοντας την εντύπωση ότι η κυριαρχία του ήταν πράγματι παντοτινή. Η μακρά βασιλεία του εξηγεί ως επί το πλείστον τη μεγάλη κλίμακα των οικοδομικών έργων του και την πανταχού παρουσία της εικόνας του. Ο αρχαίος φαραώ Χέοπας βασίλεψε μόνο 23 χρόνια και έχτισε τη Μεγάλη Πυραμίδα στην Γκίζα.

Πιραμέσε: Μια μεγαλειώδης πόλη για τον Φαραώ

Φανταστείτε τι κατάφερε να κάνει ο Ραμσής σε 66. Για να καταλάβουμε το εντυπωσιακό εύρος του αρχιτεκτονικού οράματος του Ραμσή, φτάνει να κοιτάξουμε τη βασιλική πόλη που φέρει το όνομά του, την Περ-Ραμεσού ή Πιραμέσε.

Η Πιραμέσε βρίσκεται 120 χιλιόμετρα από το σημερινό Κάιρο και ιδρύθηκε σαν ένα ταπεινό θερινό ανάκτορο από τον πατέρα του Ραμσή, Σέθι Α΄, κοντά στην προγονική οικογενειακή κατοικία στο ανατολικό άκρο του Νείλου. Σε διάστημα 18 χρόνων οικοδόμησης και επέκτασης, η Πιραμέσε έγινε το τρίτο μεγαλύτερο θρησκευτικό κέντρο της Αιγύπτου –μετά τη Μέμφιδα και τις Θήβες– και η πολιτική πρωτεύουσα όλης της αυτοκρατορίας. Σήμερα διατηρούνται ελάχιστα από το μεγαλείο της Πιραμέσε, αλλά αφηγήσεις από πρώτο χέρι περιγράφουν μια πόλη ασύγκριτης ομορφιάς και πλούτου.

Η Βασιλική Συνοικία βρισκόταν σε ένα λόφο με θέα το Νείλο. Στους δρόμους υπήρχαν σειρές από βασιλικές κατοικίες και ναούς, δέκα τετραγωνικά χιλιόμετρα από επιβλητικούς κίονες, απέραντα προαύλια και σκάλες, όλα καλυμμένα με πολύχρωμα κεραμίδια. Στις γύρω επαύλεις που συνδέονταν με κανάλια και κήπους με οργιώδη βλάστηση κατοικούσαν οι πλουσιότερες οικογένειες, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και οι αρχιερείς. Τα αγροκτήματα που περιέβαλλαν την πόλη ήταν από τα πιο γόνιμα και παραγωγικά της περιοχής, εφοδιάζοντας την Πιραμέσε με άφθονο σιτάρι, φρούτα και λαχανικά για να θρέφουν τους 30.000 κατοίκους και να γεμίζουν τις ευρύχωρες αποθήκες του φαραώ. Η Πιραμέσε ήταν επίσης μια εντυπωσιακή, κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα.

Ίσως ο Ραμσής επέλεξε τη θέση της πόλης λόγω της εγγύτητας στο οχυρό της Σίλε, της παραδοσιακής πύλης προς τις ανατολικές επαρχίες της Παλαιστίνης, της Συρίας και τις ασιατικές αυτοκρατορίες ακόμα παραπέρα. Στη νεόδμητη πρωτεύουσα συνέρρεαν πλήθη διπλωματών, εμπόρων και μεταναστών εργατών. Εκτός από τους παραδοσιακούς αιγυπτιακούς ναούς προς τιμήν του Σεθ και του Άμμωνα, υπήρχαν ξένες λατρείες αφιερωμένες στον Βάαλ, την Ανάτ και τη συριακή θεότητα Αστάρτη, την οποία ο φαραώ υιοθέτησε ως προστάτιδα θεά των αλόγων που έσερναν τα άρματα.

Η Πιραμέσε μπορεί να ήταν η «Ραμσής» της Παλαιάς Διαθήκης, όπου οι Εβραίοι σκλάβοι αναγκάστηκαν να εργάζονται στις μεγάλες αποθήκες του φαραώ. Είναι άλλο ζήτημα κατά πόσον ο Ραμσής είναι ο αχρείος φαραώ της περίφημης κινηματογραφικής ταινίας Οι Δέκα Εντολές.  

Οι σχέσεις με τους Χετταίους

Παρά την εικόνα ενός υπεράνθρωπου πολεμιστή που εξολόθρευε τους εχθρούς του κατά εκατοντάδες χιλιάδες, στην πραγματικότητα ο Ραμσής είχε βαθιά αντίληψης της πολιτικής και πολεμικής στρατηγικής. Το ιστορικά αμφισβητήσιμο Ποίημα του Πένταουρ δεν είναι απλώς μια καταγραφή του μεγαλείου του Ραμσή. Στους διαδρόμους του κτιρίου των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη υπάρχει ένα πήλινο αντίγραφο της πρώτης ειρηνευτικής συμφωνίας που υπογράφτηκε το 1269 π.Χ. από τον Χετταίο βασιλιά Χατουσίλις Γ΄ και του φαραώ της Αιγύπτου Ραμσή Β΄. Μήπως οι Χετταίοι ικέτευαν τον Ραμσή να υπογράψει αυτή τη συνθήκη μετά από τη βίαιη επίδειξη της ισχύος του κατά τη Μάχης του Καντές; Κάθε άλλο. Η αληθινή έκβαση της Μάχης του Καντές ήταν ένα αιματοβαμμένο αδιέξοδο. Ο Ραμσής σώθηκε από την ενέδρα των Χετταίων αρματηλατών χάρη στην άφιξη ενισχύσεων από τη θάλασσα.

Οι Αιγύπτιοι ανάγκασαν τους Χετταίους να υποχωρήσουν κατά μήκος του Ορόντη, αλλά οι απώλειες κατά τη σφαγή ήταν τόσο μεγάλες και από τις δυο πλευρές που και οι δύο βασιλιάδες έχασαν κάθε όρεξη για τον αντικειμενικό τους στόχο. Έπειτα από πολύμηνη εκστρατεία, ο Ραμσής επέστρεψε στην Αίγυπτο με άδεια χέρια. Μια δεκαετία αργότερα, ο φαραώ προσπάθησε για άλλη μια φορά να αποδείξει την ισχύ του, οδηγώντας τις δυνάμεις του βόρεια για να δοκιμάσει τη δύναμη των Αμοριτών και του Καντές. Αυτή τη φορά, ο Χετταίος βασιλιάς Μουβατάλις ήταν πλέον νεκρός και η αυτοκρατορία των Χετταίων ταλανιζόταν από μια κρίση διαδοχής.

Ο Ραμσής κατέλαβε εύκολα την πόλη και διεκδίκησε τη χώρα των Αμοριτών για την Αίγυπτο. Ο Ραμσής περίμενε κλιμάκωση των αντιποίνων από την πλευρά των Χετταίων, αλλά τον υποδέχτηκε ένα κλιμάκιο Χετταίων διπλωματών. Ο νέος βασιλιάς Χατουσίλις είχε περισσότερα πράγματα για να ανησυχεί από έναν Αιγύπτιο φαραώ με μια παλιά βεντέτα. Στα ανατολικά οι Ασσύριοι συγκέντρωναν πλούτη και πολιτική δύναμη και απειλούσαν να συντρίψουν κάθε αυτοκρατορία που θα στεκόταν στο δρόμο τους. Σύμφωνα με την πρόταση του Χατουσίλις, οι Χετταίοι και οι Αιγύπτιοι θα μπορούσαν να συμμαχήσουν για να υπερασπιστούν την αυτονομία τους.

Η ειρηνευτική συμφωνία που κρέμεται στον τοίχο των Ηνωμένων Εθνών είναι μια μαρτυρία για το μακροπρόθεσμο πολιτικό όραμα του Ραμσή. Εύκολα μπορούσε να εκλάβει την προσφορά του Χατουσίλις ως ένδειξη αδυναμίας και να προσπαθήσει να καταστρέψει μια και καλή τους Χετταίους. Απεναντίας, είδε μια ευκαιρία για να τερματίσει μια διένεξη αιώνων, η οποία είχε κοστίσει στους Αιγύπτιους πολλές ζωές και πόρους, και έτσι προέβη σε μια άνευ προηγουμένου πράξη διπλωματίας που θα έφερνε ειρήνη και σταθερότητα στο βασίλειο για τις επόμενες γενιές. Για να σφραγίσει τη νέα σχέση ανάμεσα στους Χετταίους και τους Αιγύπτιους, ο Ραμσής δέχτηκε το δώρο του Χατουσίλις και πήρε μια από τις κόρες του για έβδομη σύζυγό του.

Πίσω στην Πιραμέσε, τη βασιλική πρωτεύουσα, οι νέοι Χετταίοι σύμμαχοι αποδείχτηκαν ανεκτίμητοι στην ενίσχυση των αιγυπτιακών ενόπλων δυνάμεων. Η πρωτεύουσα δεν ήταν απλώς μια βιτρίνα ευημερίας της αυτοκρατορίας. Στέγαζε επίσης το μεγαλύτερο οπλοστάσιο του φαραώ, ένα τεράστιο εργαστήριο για την τήξη ορείχαλκου με υψικαμίνους που παρήγαγαν σπαθιά, δόρατα και αιχμές βελών για τον αιγυπτιακό στρατό.

Λίγο μετά την υπογραφή της συνθήκης, ο Ραμσής έφερε Χετταίους τεχνίτες για να εκπαιδεύσουν τους εργάτες του οπλοστασίου μυστικά πίσω από τις αδιαπέραστες ασπίδες. Αν και οι Αιγύπτιοι είχαν συμμαχήσει με τους Χετταίους, υπήρχαν πολλοί άλλοι φιλόδοξοι εχθροί. Μέχρι το τέλος της βασιλείας του, ο Ραμσής επαγρυπνούσε διαρκώς για να προστατέψει τα σύνορα της Αιγύπτου από τις απειλές των Λίβυων φυλάρχων, των Ασσύριων επιδρομέων και άλλων.

Ο ρόλος των φαραώ στην Αρχαία Αίγυπτο

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ρόλος των φαραώ της αρχαίας Αιγύπτου δεν ήταν απλώς διακοσμητικός: ήταν θρησκευτικοί ηγέτες, στρατηγοί και πολιτικοί κυβερνήτες. Η απόλυτη ευθύνη του φαραώ ήταν να οδηγεί Το εσωτερικό του ναού στο Αμπού Σιμπέλ. την αυτοκρατορία προς τη μα’άτ, την ιδεατή κατάσταση κοσμικής αρμονίας, δικαιοσύνης, τάξης και ειρήνης.

Οι Αιγύπτιοι ήταν ειδικοί στην αστρονομία και χαρτογράφησαν τις τακτικές και προβλέψιμες κινήσεις των αστρικών σωμάτων, συνδέοντας το καθένα με ένα θεό ή μια θεά.

Ο στόχος του καθενός ξεχωριστά και της αιγυπτιακής κοινωνίας σαν σύνολο ήταν να αντανακλούν τη θεία αρμονία των ουρανών επί της γης. Με το θεσμικό, θρησκευτικό και στρατιωτικό του ρόλο, ο φαραώ ασκούσε τη μεγαλύτερη επιρροή όλων. Με αυτή την έννοια, ο Ραμσής ήταν πράγματι ένας μέγας φαραώ.

Ωστόσο, η δύναμη του Ραμσή δεν ήταν απλώς η στρατιωτική ισχύς του. Ήταν ένας θεός μεταξύ των ανθρώπων. Για να κατανοήσουμε τη σημασία του ως θρησκευτικού ηγέτη, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε την έννοια του σύμπαντος σύμφωνα με τους αρχαίους Αιγύπτιους. Από τις αρχές της, η αρχαία αιγυπτιακή θρησκευτική λατρεία επικεντρωνόταν σε μια βαθιά πίστη στη μεταθανάτια ζωή.

Στην ουσία, η έννοια του μα’άτ προερχόταν από τη Μα’άτ, μια θεότητα με φτερά στρουθοκαμήλου, η οποία «ζυγίζει» την καρδιά των νεκρών για να διαπιστώσει την αξία της. Καθένας από τους δεκάδες θεούς και θεές που υπάρχουν στο αιγυπτιακό πάνθεον, όπως ο Ρα, ο Όσιρις, ο Άμμων, η Ίσιδα, ο Σεθ και πολλοί άλλοι, παίζει ένα ρόλο στο πλαίσιο μιας σύνθετης μυθολογίας για τη δημιουργία, το θάνατο και την αναγέννηση. Για τον μέσο Αιγύπτιο στην εποχή του Ραμσή, οι θεοί ήταν υπεύθυνοι για την ομαλή λειτουργία του σύμπαντος, προστατεύοντας και καθοδηγώντας στο μυστηριώδες ταξίδι από τη ζωή μέχρι τη μετά θάνατον ζωή.

Οι Αιγύπτιοι εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη και την αφοσίωσή τους στους θεούς μέσα από γιορτές και με προσφορές στους ναούς των θεών. Ασφαλώς, ο φαραώ δεν ήταν ο μέσος Αιγύπτιος. Η αγάπη προς το βασιλιά άξιζε τη δική της λατρεία. Ο Ραμσής ήταν ο μεσάζοντας ανάμεσα στους θεούς και τον άνθρωπο. Ενόσω ζούσαν, οι φαραώ ήταν γιοι του Ρα, του πανίσχυρου θεού του ήλιου. Στη μεταθανάτια ζωή ήταν απόγονοι του Όσιρι. Σε μια ανταγωνιστική κοσμολογία, οι φαραώ είναι η ζώσα ενσάρκωση του Ώρου, του γιου της Ίσιδας.

Σε κάθε περίπτωση, οι επιπτώσεις είναι σαφείς. Ο φαραώ είναι ο επί γης συνδετικός κρίκος σε μια αδιάσπαστη γραμμή θεϊκής εξουσίας που εκτείνεται από την ίδια τη δημιουργία του σύμπαντος μέχρι τις αιωνιότητες της μεταθανάτιας ζωής. Το καθεστώς της αρχαίας Αιγύπτου ήταν θεοκρατικό, με τον φαραώ ως απόλυτο μονάρχη. Αυτό πάντως δεν σήμαινε ότι ο Ραμσής επέβλεπε προσωπικά κάθε πλευρά της ζωής των Αιγυπτίων. Οι βασικοί πολιτικοί αξιωματούχοι του ήταν δυο βεζίρηδες ή πρωθυπουργοί, ένας για την Άνω και ένας για την Κάτω Αίγυπτο.

Οι βεζίρηδες ενεργούσαν ως δικαστές των αιγυπτιακών δικαστηρίων, εισέπρατταν φόρους, διαχειρίζονταν τα αποθέματα των δημητριακών, ρύθμιζαν τις κατά τόπους φιλονικίες και τηρούσαν ευλαβικά στοιχεία για το επίπεδο των υδάτων του Νείλου και τις βροχοπτώσεις. Θησαυροφύλακες διαχειρίζονταν τα οικονομικά της «εκκλησίας» και του κράτους και διεύθυναν τα ορυχεία πέτρας για την οικοδόμηση των τόπων λατρείας. Αν ένας απλός Αιγύπτιος εξέφραζε κάποιο παράπονο, απευθυνόταν στους υπεύθυνους τοπικούς κυβερνήτες των 42 πολιτειών της Αιγύπτου.

Οι κυβερνήτες ανέφεραν στους βεζίρηδες, οι οποίοι συσκέπτονταν καθημερινά με τον φαραώ. Στη διάρκεια του πολυετούς βίου του, ο Ραμσής ανακαίνισε ή ανήγειρε περισσότερους ναούς από κάθε άλλο φαραώ των 30 συνολικά αρχαίων αιγυπτιακών δυναστειών. Σε καθένα από αυτούς φρόντισε να τοποθετήσει την εικόνα του, συχνά στο ίδιο επίπεδο με τους θεούς. Αρχικά, αυτό μπορεί να φαίνεται σαν μια ανήκουστη ύβρις. Στα πλαίσια όμως των θρησκευτικών αντιλήψεων των Αιγυπτίων, αυτή η πνευματική αυτοπροβολή αρχίζει να αποκτά νόημα.

Αν ο ύψιστος στόχος του αιγυπτιακού πολιτισμού είναι η επίτευξη του μα’άτ μέσω της θείας αρμονίας, τότε χρειάζεται ένας υπέρτατος ηγέτης που το θέλημά του εναρμονίζεται πλήρως με τους θεούς. Με τα αναρίθμητα οικοδομήματα που ανήγειρε, ο Ραμσής απέδειξε την αφοσίωσή του προς τους θεούς, καλλιεργώντας ταυτόχρονα τη λατρεία της προσωπικότητάς του. Ο Ραμσής οικοδόμησε μερικούς πραγματικά έξοχους ναούς, ιδίως την προσθήκη στον πελώριο ναό του πατέρα του, Σέθι Α΄, στην Άβυδο. Ωστόσο, η φύση του ίδιου δεν ήταν καθόλου εκλεπτυσμένη. Κατ’ αρχάς, σιχαινόταν τις αργοπορίες. Σύμφωνα με την παραδοσιακή ανέγερση των ναών, όλα τα διακοσμητικά θέματα στο εξωτερικό ήταν λαξευμένα με τη χρήση εγχάρακτων ανάγλυφων, όπου οι παραστάσεις και τα ιερογλυφικά λαξεύονταν σε πέτρα για να τονίζουν την αντίθεση φωτός και σκιάς.

Στο σκοτεινό εσωτερικό των ναών όμως, οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούσαν την πιο χρονοβόρα ανάγλυφη μέθοδο, όπου οι ζωγραφιές και τα σύμβολα εξείχαν από τον τοίχο. Για την εξοικονόμηση χρόνου, ο Ραμσής διέταξε την ανάγλυφη χάραξη όλων των ναών μέσα κι έξω. Αυτός είναι ένας λόγος που ο Ραμσής έχτισε περισσότερους ναούς από κάθε άλλο φαραώ πριν ή μετά. Οι δύο ναοί στου Αμπού Σιμπέλ αποτελούν αδιάψευστο στοιχείο για τους επικριτές του θεατρινίστικου και αυτοπροβεβλημένου κατασκευαστικού ύφους του Ραμσή. Και τα δύο οικοδομήματα είναι σκαλισμένα απευθείας πάνω στον προϋπάρχοντα βράχο, σε μια απότομη πλαγιά με θέα μια ορεινή καμπύλη στον Νείλο της Νουβίας.

Για την οικοδόμηση του μεγαλύτερου ναού στο Αμπού Σιμπέλ, που ονομάστηκε Ναός του Ραμσή, του πολυαγαπημένου του Άμμωνα, ο Ραμσής άφησε κατά μέρος κάθε πρόσχημα ευσέβειας. Τέσσερα πελώρια αγάλματα του Ραμσή –καθένα ύψους πάνω από 21 μέτρα– φρουρούν την είσοδο του ναού.

Στο εσωτερικό, οι τοίχοι απ’ άκρη σ’ άκρη είναι γεμάτοι με τον Ραμσή. Κάθε κίονας στη μεγάλη αίθουσα είναι σμιλεμένος με τον Ραμσή στη μορφή του Όσιρι. Τα ανάγλυφα στους τοίχους αφηγούνται τα ηρωικά πολεμικά κατορθώματα του Ραμσή.

Και στο βάθος, στα Άδυτα των Αδύτων, βρίσκονται καθιστοί οι τρεις σημαντικότεροι θεοί της δημιουργίας στο αιγυπτιακό πάνθεον –ο Πταχ, ο Άμμων και ο Ρα– πλάι στο θεοποιημένο είδωλο του ίδιου του Ραμσή. Στην εποχή του, ο Ραμσής ήταν δίχως αμφιβολία ο ισχυρότερος άνθρωπος στη γη. Ήταν ο ελέω θεών κυβερνήτης ενός ακμάζοντος και συνεκτικού πολιτισμού, αιώνες μπροστά από την εποχή του.

Ως φαραώ, ήταν απόλυτα επιτυχημένος από κάθε άποψη: συνέτριψε ξένους εχθρούς, διατήρησε την τάξη στο εσωτερικό και ανήγειρε τεράστια μνημεία τιμώντας τους θεούς και το δικό του ένδοξο όνομα. Στο βαθμό που η στωική πέτρινη μορφή του στέφει τα ερείπια του μεγαλόπρεπου βασιλείου του, το μεγαλείο του Ραμσή θα συνεχίσει να αντηχεί δυνατά ανά τους αιώνες.

Tου Dave Roos

To παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό All About History 

Πηγή: ethnos.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *