Στις 13 Οκτώβρη 1972, ένα αεροπλάνο των αερογραμμών της Ουρουγουάης που μετέφερε 45 επιβάτες συνετρίβη στη μέση των Άνδεων. Είχε χτυπήσει σε μια οροσειρά τυλιγμένη σε ομίχλη, πετώντας από Σαντιάγο προς Μοντεβιδέο. Αμέσως ξεκίνησαν εκτεταμένες επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης από τις αρχές της Ουρουγουάης, της Χιλής και της Αργεντινής, αλλά μετά από δέκα ημέρες χωρίς αποτέλεσμα, οι επιβάτες θεωρήθηκαν νεκροί και η αναζήτηση έλαβε τέλος.
70 ημέρες μετά το δυστύχημα, δύο εξαθλιωμένοι, κατάχλωμοι άνδρες με γένια, εμφανίστηκαν στη Χιλή λέγοντας ότι κατέβηκαν με τα πόδια από τις Άνδεις και ότι είναι οι επιβάτες του αεροπλάνου που χάθηκε. Oι αρχές κοίταξαν με δυσπιστία τους δύο άνδρες, οι οποίοι τελικά οδήγησαν τους διασώστες στους 14 επιζώντες του αεροπλάνου. Η διάσωσή τους έγινε πρώτο θέμα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και όλος ο πλανήτης αναρωτιόταν πώς είχαν επιβιώσει για τόσο πολύ καιρό σε ένα τόσο εχθρικό περιβάλλον.
27 επιβάτες κατόρθωσαν να επιζήσουν στην αρχική συντριβή, οι περισσότεροι μέλη ή φίλαθλοι της ομάδας ράγκμπι που είχε ναυλώσει το αεροπλάνο με προορισμό τη Χιλή για έναν αγώνα. Αν και ήταν σχεδόν βέβαιοι ότι η διάσωση δεν θα αργούσε καθόλου, οι επιζώντες, υπό την ηγεσία του αρχηγού της ομάδας ράγκμπι Marcelo Pérez, έφτιαξαν ένα σχέδιο επιβίωσης. Καθάρισαν το αεροπλάνο από τα συντρίμμια για να μπορέσουν να κοιμηθούν, έλιωσαν χιόνι προκειμένου να εφοδιαστούν νερό και μάζεψαν ρούχα κουβέρτες και οτιδήποτε μπορούσε να τους κρατήσει ζεστούς τη νύχτα, σε σκληρές συνθήκες στα 3.600 μέτρα υψόμετρο.
Κατάφεραν να συγκεντρώσουν μια μικρή ποσότητα φαγητού και κρασιού, που όπως πίστευαν θα ήταν αρκετές μέχρι τη διάσωσή τους. Αλλά η διάσωση δεν ερχόταν και μετά από δέκα μέρες άκουσαν σε ένα μικρό τρανζίστορ που βρήκαν στο αεροπλάνο, ότι η έρευνα ματαιώθηκε. Απελπισμένοι, πεινασμένοι, και χωρίς καμία ελπίδα, οι επιζώντες πήραν μια τραγική όσο και μακάβρια απόφαση. Να φάνε τα σώματα των νεκρών επιβατών, προκειμένου να παραμείνουν οι ίδιοι ζωντανοί. «Ήταν απεχθές. Μέσα από τα μάτια της πολιτισμένης κοινωνίας μας, ήταν μια αηδιαστική απόφαση. Ένιωσα την αξιοπρέπειά μου στο χώμα όταν άρπαξα ένα κομμάτι κρέας από τη σάρκα του νεκρού φίλου μου. Αλλά τότε σκέφτηκα τη μητέρα μου και ήθελα να κάνω τα πάντα για να την ξαναδώ. Κατάπια το κομμάτι και αυτό ήταν ένα τεράστιο βήμα» θα πει ο 19χρονος τότε φοιτητής ιατρικής και καρδιολόγος σήμερα, Roberto Canessa.
Αποφάσισαν να σωθούν μόνοι τους, αλλά δε μπορούσαν να απομακρυνθούν από το σημείο, αφού εξακολουθούσαν να υποφέρουν τρομερά από την πείνα, το κρύο, τις αρρώστιες και τις κακές καιρικές συνθήκες. Μία από τις χειρότερες στιγμές ήρθε στις 29 Οκτωβρίου, όταν μια χιονοστιβάδα χτύπησε και γέμισε το αεροπλάνο με χιόνι, σκοτώνοντας οκτώ ανθρώπους. Ένας από τους οκτώ ήταν Marcelo Pérez, ο θάνατος του οποίου άφησε την ομάδα χωρίς αρχηγό. Το κενό που άφησε τελικά συμπληρώθηκε από τρία ξαδέλφια, τον Eduardo, τον Fito, και τον Daniel Fernández, οι οποίοι ξεχώριζαν για το ήθος και τις ικανότητές τους. Μετά τη χιονοστιβάδα οι υπόλοιποι επιζώντες θάφτηκαν ζωντανοί στην άτρακτο για τρεις ημέρες. Αν και αρκετοί εκείνες τις ώρες πίστευαν ότι ο θάνατος θα ήταν πιο εύκολος από ό,τι η προσπάθεια να επιβιώσουν, συνέχισαν να αγωνίζονται για τη ζωή.
Μετά από περισσότερους από δύο μήνες στο βουνό, δύο από τους επιζώντες, ο Nando Parrado και ο Roberto Canessa, αποφάσισαν να κατέβουν την επικίνδυνη και δύσβατη οροσειρά και είτε να καταφέρουν να βρουν βοήθεια, είτε να πεθάνουν προσπαθώντας. Πήραν λοιπόν μαζί τους ό,τι μπόρεσαν και διέσχισαν τις Άνδεις με τα πόδια. Μετά από ένα ηρωικό 10ήμερο ταξίδι, έφτασαν στον πολιτισμό και έστειλαν βοήθεια στους υπόλοιπους επιζώντες. Αφού πέρασαν 72 ημέρες στο βουνό και υπέμειναν αφάνταστες δυσκολίες, 16 αγόρια, ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, έφτασαν ζωντανά στα σπίτια τους. Η ιστορία τους έγινε μία από τις πιο διάσημες ιστορίες επιβίωσης και όσα συνέβησαν μέσα σε αυτές τις 72 ημέρες εξακολουθούν να συνεπαίρνουν και να εξιτάρουν ακόμα και σήμερα.