Οι άνθρωποι κερδίζουν έξι ώρες ζωής την ημέρα, αλλά οι κοινωνίες αδυνατούν να προσαρμοστούν στην προοπτική της τόσο μεγάλης μακροβιότητας, υποστηρίζει ένας διακεκριμένος Δανός επιστήμονας.
Ο δρ Ρούντι Βέστενντορπ, καθηγητής Ιατρικής της Τρίτης Ηλικίας στη Σχολή Υγείας & Ιατρικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, πιστεύει ότι η νοοτροπία μας μάς εμποδίζει να προσαρμοσθούμε στην αύξηση του προσδόκιμου επιβιώσεως το οποίο σύντομα θα ξεπεράσει τα 100 χρόνια για όλους.
Επιπλέον, η αδυναμία μας να αποδεχθούμε την ιδέα πως η ανθρώπινη ζωή διαρκεί περισσότερο παρά ποτέ, περιορίζει την ικανότητά μας να αξιοποιούμε στο έπακρο αυτό το νέο δεδομένο.
Έτσι, όχι μόνο δεν διαθέτουμε δημιουργικά τον άφθονο χρόνο μας, αλλά ειδικά μετά τα 50 προσπαθούμε να μην παραζοριζόμαστε επειδή πιστεύουμε ότι το σώμα ή η καρδιά μας δεν έχουν πια αντοχές.
Στο βιβλίο του με τίτλο «Growing Older Without Feeling Old: On Vitality and Ageing», που κυκλοφόρησε στην χώρα του στα τέλη Ιουλίου, ο 57χρονος καθηγητής γράφει: «Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη ζωή των γονέων και των παππούδων μας ως “χάρτη” πάνω στον οποίο θα ξετυλίξουμε τις δικές μας ζωές».
Και προσθέτει: «Ποιος ανατρέφει τα παιδιά του με την ρεαλιστική προσδοκία ότι θα φτάσουν στα 100 τους χρόνια;».
Ο δρ Βέστενντορπ λέει ότι τα τελευταία 100 χρόνια έχουμε υπερβεί τους ισχύοντες βιολογικούς και κοινωνικούς κανόνες και οι κανόνες αυτοί έπρεπε προ πολλού να έχουν αναθεωρηθεί.
Ωστόσο, όλες οι πεποιθήσεις που έχουμε για τη συνταξιοδότηση, τη σημασία της και όσων μπορεί ή δεν μπορεί ο οργανισμός μας να αντέξει, εξακολουθούν να βασίζονται σε ξεπερασμένες γνώσεις του περασμένου αιώνα, όταν το προσδόκιμο επιβιώσεως «ήταν δραματικά χαμηλότερο».
Στην πραγματικότητα, πριν από λιγότερο από 100 χρόνια το μέσο προσδόκιμο επιβιώσεως στη Δύση ήταν 40, σήμερα είναι 80 και δεν φαίνεται να υπάρχει τέλος στην αύξηση: «ο πρώτος άνθρωπος που θα φτάσει τα 135 χρόνια έχει ήδη γεννηθεί», γράφει.
Επομένως η κοινωνία πρέπει να σταματήσει να πιστεύει πως μόλις φτάσουμε τα 50 μας χρόνια πρέπει να «ρίξουμε» τους ρυθμούς, διότι αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση προς το τέλος της ζωής.
Πρακτικά όλ’ αυτά σημαίνουν πως τα γηρατειά βρίσκονται στο μυαλό μας και όχι σε ό,τι πραγματικά ισχύει, επομένως δεν πρέπει να πάψουμε να ζούμε μια κοινωνική ζωή, τονίζει – και προειδοποιεί ότι οι μοναχικοί ηλικιωμένοι κινδυνεύουν περισσότερο να πεθάνουν απ’ ό,τι οι καπνιστές.
Αυτή τη στιγμή, ο γηραιότερος εν ζωή άνθρωπος στον κόσμο είναι η Σουζάνα Μάσατ Τζόουνς από το Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης, η οποία είναι 116 ετών και ένας από τους δύο ανθρώπους παγκοσμίως που επιβεβαιωμένα γεννήθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα (έχει γεννηθεί στις 6 Ιουλίου 1899).
Πηγή: tanea.gr