Νίκος Εγγονόπουλος

Ο ποιητής και ζωγράφος Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985) αποδείχτηκε ο σημαντικότερος πλάι στον Εμπειρίκο εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα.

ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ σαν σήμερα, στην Αθήνα, στις 21 Οκτωβρίου του 1907 από πατέρα Κωνσταντινοπολίτη και μητέρα Αθηναία. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ τις γυμνασιακές του σπουδές θα τις ολοκληρώσει στο Παρίσι, από όπου επιστρέφει για να υπηρετήσει τη θητεία του. Το 1932 ο Εγγονόπουλος εγγράφεται στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας όπου φοιτά με καθηγητές, μεταξύ άλλων, τον Κ. Παρθένη και τον Γ. Κεφαλληνό και συμφοιτητές του τον Γ. Μόραλη και τον Δ. Διαμαντόπουλο. Μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή μαθητεύει πλάι στον Φ. Κόντογλου, από τον οποίον διδάσκεται τη Βυζαντινή αγιογραφία. Ταξιδεύει αργότερα στο εξωτερικό (Γερμανία, Αυστρία, Γαλλία, Ιταλία), ενώ το 1938, έπειτα από σχετική εισήγηση του καθηγητή Δ. Πικιώνη αποσπάται από το υπουργείο Δημοσίων Έργων, όπου είχε διοριστεί το 1930, στο Πολυτεχνείο. Την ίδια περίοδο ο Εγγονόπουλος θα εγκαινιάσει τη σκηνογραφική του δραστηριότητα.

Η πρώτη εμφάνιση του Εγγονόπουλου στα Γράμματα χρονολογείται στα 1938, όταν δημοσιεύονται ποιήματά του στο περιοδικό Κύκλος του Απόστολου Μελαχρινού. Με προτροπή του ίδιου του Μελαχρινού, και με άφθονη προσωπική εργασία του, εκδίδεται την ίδια χρονιά η πρώτη ποιητική συλλογή του Εγγονόπουλου με τον τίτλο «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν». Οι συντηρητικοί Αθηναϊκοί λογοτεχνικοί κύκλοι σκανδαλίζονται από τη γνήσια υπερρεαλιστική φωνή του ποιητή και εγκαινιάζουν μια διαδικασία εξευτελισμού του, φτάνοντας ως την παρωδία των ποιημάτων του, ελλείψει ίσως άλλων, σοβαρότερων, επιχειρημάτων. Βαθιά θιγμένος, όπως ομολόγησε ο ίδιος ο ποιητής το 1965, και πεισματωμένος, εκδίδει την επόμενη κιόλας χρονιά (1939) το δεύτερο ποιητικό βιβλίο του, «Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής», το οποίο γνωρίζει ανάλογη υποδοχή. Τα ποιήματά του θεωρήθηκαν εξεζητημένα και ελιτίστικα, η βαθιά λυρική τους διάσταση παραγνωρίστηκε εντελώς, ενώ οι τεχνικές και τα τεχνάσματα του ποιητή προβλήθηκαν μέσα από ένα επιθετικό πρίσμα, διογκωμένα και στρεβλά.

Την περίοδο 1942 – 1943, με τις μνήμες του πολέμου νωπές, ο Εγγονόπουλος συγγράφει το εκτενές ποίημα του Μπολιβάρ, με το οποίο κατακτά απολύτως δικαιωματικά μια εξέχουσα θέση στην νεότερη λογοτεχνική πραγματικότητα της Ελλάδος. Εμμένοντας στους υπερρεαλιστικούς τρόπους, ο ποιητής μεταχειρίζεται το όνομα και την προσωπικότητα του αγωνιστή της Λατινικής Αμερικής Σίμωνος Μπολιβάρ για να συγγράψει ένα πραγματικό ύμνο στην ανθρώπινη υπόσταση που ξέρει να αγωνίζεται, έναν ύμνο ελευθερίας, αλλά και μια ειλικρινή κατάθεση μιας ψυχής που ξέρει να συγκινείται και να παραδίδεται με πάθος στη συγκίνησή της. Ο Μπολιβάρ θα κυκλοφορήσει καταρχήν σε χειρόγραφη μορφή για να τυπωθεί σε βιβλίο το 1944, το οποίο μάλιστα θα τύχει ευτυχέστερης (και σίγουρα ευγενέστερης) υποδοχής.

Έχοντας εξασφαλίσει πλέον μια πιο θετική αντιμετώπιση – όχι όμως και την άρση της καχυποψίας – ο Εγγονόπουλος θα εκδώσει το 1946 τη συλλογή «Η επιστροφή των πουλιών», το 1948 τη συλλογή «Έλευσις», ενώ το 1957 το βιβλίο του «Εν ανθηρώ Ελληνι Λόγω» θα αποσπάσει το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Πρόκειται στην ουσία για μια πράξη συνθηκολόγησης, αναγνώρισης, για μια επισημοποίηση τρόπον τινά της λογοτεχνικής δραστηριότητος του Εγγονόπουλου. Το 1975 θα κυκλοφορήσει το βιβλίο του «Τρία ποιήματα Και ένας πίνακας», ενώ όλη η ως τότε παραγωγή του ποιητή θα συγκεντρωθεί σε δύο τόμους το 1977 (Ποιήματα Α, Ποιήματα Β). Την αμέσως επόμενη χρονιά (1958) θα εκδοθεί το βιβλίο του «Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες», όπου περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, μεταφράσεις ξένων ποιητών (Νταν, Λοτρεαμόν, Λόρκα, Μποντλέρ), καθώς και είκοσι πίνακες του Εγγονόπουλου, που θα λάβει για δεύτερη φορά το Κρατικό Βραβείο γι’ αυτήν την έκδοση. Άλλο ποιητικό βιβλίο του συγγραφέα δεν θα υπάρξει. Το 1980 θα κυκλοφορήσει το μελέτημά του «Ο Καραγκιόζης, ένα Ελληνικό Θέατρο σκιών», ενώ δύο χρόνια μετά το θάνατό του, το 1987, θα συγκεντρωθούν σε μια έκδοση με τον τίτλο «Πεζά Κείμενα», ποικίλα σημειώματα, άρθρα κτλ. του ποιητή. Τέλος, το 1993 εκδόθηκε μια σειρά επιστολών του ποιητή προς τη σύζυγό του Λένα, υπό τον γενικό τίτλο «Και σ’ αγαπώ παράφορα».

Ο Νίκος Εγγονόπουλος αποτέλεσε μια από τις πιο ιδιόρρυθμες, αλλά και τις πιο έντιμες περιπτώσεις στην νεότερη καλλιτεχνική πραγματικότητα. Σύμφωνα με δήλωσή του, αισθανόταν περισσότερο ζωγράφος παρά ποιητής και ως εκ τούτου λίγο τον ενδιέφερε να δει τυπωμένα τα ποιήματά του. Πράγματι, η προσφορά του στην ζωγραφική υπήρξε εξίσου σημαντική με την αντίστοιχη ποιητική. Παρουσιάζοντας την πρώτη του ατομική έκθεση το 1939, ο Εγγονόπουλος εγκαινίασε μια ριζοσπαστική πορεία στην ελληνική ζωγραφική. Αντλώντας τα υλικά του από ποικίλους χώρους (μυθολογία, δημοτική παράδοση, σύγχρονη ευρωπαϊκή ζωγραφική) τα έντυσε με μία απολύτως προσωπική υπερρεαλιστική τεχνική, που απέδωσε έργα σφραγισμένα με προσωπικό ύφος απολύτως μοναδικά. Τις ίδιες αισθητικές αντιλήψεις ακολούθησε και στο σκηνογραφικό και ενδυματολογικό έργο του. Η παρουσία του σε ομαδικές εκθέσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό υπήρξε αδιάλειπτη.

Παρ’ όλα αυτά, στο ευρύτερο κοινό (το οποίο τελικά κατέκτησε) αυτό που απομένει είναι κυρίως η ποίησή του. Ο Εγγονόπουλος, με την εντιμότητα, το ήθος, την απεριόριστη θέρμη του και την σπάνια μόρφωσή του, κατάφερε να δώσει το Ελληνικό πρόσωπο του Υπερρεαλισμού. Το γεγονός τον καθιστά τον πιο σημαντικό και πιο γνήσιο εκπρόσωπο του επαναστατικού αυτού καλλιτεχνικού κινήματος στην Ελλάδα, μαζί με τον ομότεχνό του Ανδρέα Εμπειρίκο.

Πηγή: kathimerini