Αγρα, θήρα, κυνηγέσιον

(Φωτ. Επάνω αριστερά: Κυνηγός μαζί με τον σκύλο του επιστρέφει από το κυνήγι φορτωμένος με τα θηράματά του, έναν λαγό και μια αλεπού, κρεμασμένα από ένα ραβδί που μεταφέρει στον ώμο του. Εσωτερικό αττικής κύλικας των μέσων του 6ου αιώνα π.X., Βρετανικό Μουσείο. Επάνω δεξιά: Νεαρός κυνηγός με κυνηγετική αμφίεση και κυνηγετικό οπλισμό (ακόντια, ρόπαλο και ξίφος) συνοδευόμενος από τον σκύλο του. Αττική λήκυθος, περί το 470 π.X., Μουσείο Καλών Τεχνών Βοστώνης)

Του Παναγιώτη Β. Φάκλαρη*

* Οι Ελληνες ήταν εξοικειωμένοι με την πανίδα του τόπου και με την παρατήρηση είχαν αποκτήσει ακριβή γνώση των συνηθειών των πουλιών και των ζώων.

Σε πανάρχαιες εποχές η ζωή των ανθρώπων βασιζόταν κατά πολύ στο κυνήγι για την εξεύρεση τροφής, την εξολόθρευση θηρίων επικίνδυνων για τους ανθρώπους, τα ζώα και τις καλλιέργειες ή και για την προμήθεια δερμάτων για την ένδυση και οστών για την κατασκευή εργαλείων. Στα ιστορικά χρόνια όμως το κυνήγι αποτελούσε για τους Ελληνες προσφιλέστατη ψυχαγωγική απασχόληση, η οποία στη συνείδηση των αρχαίων Ελλήνων εξυψώνεται από τα μυθικά κυνήγια των ηρώων, που, επιδεικνύοντας τόλμη και σωφροσύνη και αξιοποιώντας τις εξαιρετικές τους ικανότητες, εξόντωσαν τέρατα και θηρία συχνά με όπλα πρωτόγονα, όπως το ρόπαλο του Ηρακλή, και πραγματοποίησαν κυνηγετικούς άθλους. Αυτή η μυθική παράδοση των ηρωικών κυνηγιών, όπως του Καλυδώνιου κάπρου και του λιονταριού της Νεμέας, αποτέλεσε προσφιλές θέμα για την αρχαία τέχνη, που με κάθε της μορφή ύμνησε τα κατορθώματα αυτά, τα οποία, αναμφιβόλως, συγκινούσαν τους αποδέκτες της και απηχούν τα κυνήγια άγριων ζώων της μυκηναϊκής εποχής.

Τέτοια ήταν η εκτίμηση των αρχαίων Ελλήνων για το κυνήγι και τα κυνηγετικά σκυλιά, ώστε τα θεωρούσαν θεϊκά δημιουργήματα του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος. Ο Απόλλων για την κυνηγετική του ιδιότητα είχε το προσωνύμιο Αγραίος (θεός της άγρας) και ναός του υπήρχε στα Μέγαρα. H Αρτεμις ονομάζεται και Κυνηγέτις ή Αγροτέρα. Ιερό της Αρτέμιδος Αγροτέρας υπήρχε στην Αττική, εκεί όπου λεγόταν ότι πρωτοκυνήγησε ερχόμενη από τη Δήλο. Αλλά και ο Πάνας, με το επίθετο Αγρότης, είναι προστάτης των κυνηγών και σε αυτόν αναφέρεται ότι κάποιος αφιέρωσε το κυνηγετικό του δίχτυ, το ρόπαλο και το τόξο του, την κυνακτή (περιλαίμιο) του σκύλου του και τα πόδια του κάπρου που σκότωσε, ως ευχαριστία και ως προσφορά για μελλοντική ευαγρία. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Απόλλων και η Αρτεμις πρόσφεραν τα δημιουργήματα αυτά στον κένταυρο Χείρωνα, ως αναγνώριση για τη δικαιοσύνη που τον χαρακτήριζε. Ο Χείρων εκτίμησε ιδιαίτερα την τιμή αυτή και, ως παιδαγωγός που ήταν, δίδαξε τη θεία τέχνη του κυνηγιού στους λαμπρούς ήρωες μαθητές του. Χάρη σε αυτήν, κατά τον Ξενοφώντα, ήρωες σαν τον Θησέα, τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη, τον Αχιλλέα, τον Ασκληπιό, τον Διομήδη, τον Μελέαγρο, τον Οδυσσέα και άλλους, απέκτησαν ξεχωριστές αρετές, κέρδισαν την εύνοια των θεών και άφησαν πίσω τους ένδοξη ιστορία. Ο Περσέας δίδαξε στους ανθρώπους το κυνήγι πεζή, ο Κάστωρ το έφιππο και ο Πολυδεύκης το κυνήγι με τη χρήση σκύλων, που τόσο αγαπητό έγινε, ώστε η θήρα επικράτησε, από το κύνας άγω, να λέγεται κυνήγι.

* Ο βοηθός του κυνηγού

Ο σκύλος ήταν ο κυριότερος σύντροφος και βοηθός του κυνηγού, ιδιαίτερα στο κυνήγι του λαγού. Στην αρχαιότητα υπήρχαν πολλά είδη θηρευτικών κυνών, τα οποία οι κυνηγοί εξέτρεφαν και γύμναζαν με επιμέλεια, μεριμνώντας και για τη διατήρηση της καθαρότητας της φυλής τους. Αποτελεσματικότερα θεωρούσαν τα θηλυκά. Φημισμένα ήταν τα λακωνικά κυνηγόσκυλα, για τα οποία λεγόταν ότι είχαν προέλθει από διασταύρωση με αλεπού. Από το ότι ήταν ιδανικά για το κυνήγι λαγού ή από τον τόπο καταγωγής τους λέγεται ότι προήλθε η λέξη λαγωνικό. Ενα θαυμαστό μυθικό σκυλί ήταν η Λαίλαψ, δώρο της Αρτέμιδος προς την Πρόκριν, το οποίο έβαλαν οι Θηβαίοι να εξοντώσει ένα άλλο θεϊκό ζώο, την τρομερή αλεπού του Τευμησσού, η οποία, σταλμένη από τον Δία ως τιμωρία των Θηβαίων, κατέστρεφε την περιοχή και κατασπάρασσε ένα παιδί τον μήνα. H Τευμησσία αλώπηξ έτρεχε με τρομερή ταχύτητα και η Λαίλαψ το ίδιο, καταδίωξε την αλεπού και τα δύο υπερφυσικά ζώα άρχισαν να τρέχουν και να τρέχουν χωρίς σταματημό μέσα στα δάση του Τευμησσού, ώσπου ο Δίας, για να τερματίσει την αέναη καταδίωξη, τα πέτρωσε.

Λόγω του πλούτου και της ποικιλίας των θηραμάτων στον ελλαδικό χώρο το κυνήγι είχε αναπτυχθεί σε όλες τις εποχές και όλες τις περιοχές. Τα θηράματα και εν πολλοίς και τα όπλα και τα άλλα μέσα που χρησιμοποιούσαν παρέμειναν ίδια επί χιλιετίες. Κυνηγούσαν αγριόχοιρους, ελάφια, λύγκες, λιοντάρια, αρκούδες και άλλα, αλλά κυρίως πουλιά και λαγούς, οι οποίοι υπήρχαν σε μεγάλη αφθονία ακόμη και μέσα στις πόλεις. Οι Ελληνες ήταν εξοικειωμένοι με την πανίδα του τόπου και με την παρατήρηση είχαν αποκτήσει ακριβή γνώση των συνηθειών των πουλιών και των ζώων. H ορνιθοθηρευτική ή ιξευτική, το κυνήγι δηλαδή των πουλιών, αφορούσε πάμπολλα είδη, των οποίων πολλά ονόματα διατηρούνται και σήμερα, όπως κίχλαι (τσίχλες), πέρδικες, κόσσυφοι (κοτσύφια), περιστεραί, φάτται (φάσσες), κίσσαι, τρυγόνες, σπίνοι, όρτυγες (ορτύκια), νήσσαι άγριαι (αγριόπαπιες).

* H τεχνολογία της εποχής

Τα μέσα και τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούσαν οι κυνηγοί ποικίλλουν ανάλογα με το είδος του θηράματος, το έδαφος και την τεχνολογία της εποχής. Χρησιμοποιούσαν τόξα, ακόντια, δόρατα, σφενδόνες, αλλά και ρόπαλα, ράβδους – όπως ήταν τα λεγόμενα λαγωβόλα – τρίαινες, μάχαιρες, πελέκεις ή και πέτρες. Εκτός από τα όπλα, για τη σύλληψη και τον φόνο των ζώων χρησιμοποιούσαν διαφόρων ειδών παγίδες – όπως τον ιξό, τη σημερινή (ι)ξόβεργα – και λάκκους, ποικιλία διχτυών και βρόχων, αλλά και κράχτες και δολώματα, ακόμη και παραλλαγή, ώστε να πλησιάζουν τα θηράματα χωρίς να γίνονται αντιληπτοί.

* Εντυπωσιακές περιγραφές

Τα δίχτυα, τα οποία απλώνονταν στην ύπαιθρο για τη σύλληψη των θηραμάτων που οδηγούνταν προς αυτά από τα σκυλιά, αποτελούσαν περίτεχνες κατασκευές, διαφορετικού μεγέθους, σχήματος και αντοχής για κάθε είδος θηράματος και ονομάζονταν αναλόγως ενόδια, άρκυες, πάναγρα ή δίκτυα θηρευτικά. Επρεπε να είναι ισχυρά, ώστε να μην τα σκίζει το θήραμα, ελαφρά, αφού κάθε φορά μεταφέρονταν από και προς τον τόπο κυνηγιού, και επιμήκη, ώστε να καλύπτουν ευρεία περιοχή. Το κανονικό μήκος ήταν για τις άρκυες περίπου ένα μέτρο, για τα ενόδια περίπου εννέα και για τα δίκτυα πενήντα τρία. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως αυτή των κυνηγιών του Φιλώτα, στρατηγού του Αλεξάνδρου, το μήκος τους μπορούσε να ανέλθει στην ασύλληπτη διάσταση των εκατό σταδίων (περίπου 18 χιλιόμετρα)! Κατασκευάζονταν από λινό νήμα, αποτελούμενο, για μεγαλύτερη αντοχή, από πολλά στριμμένα κλώσματα, των οποίων ο αριθμός ποίκιλλε ανάλογα με την επιδιωκόμενη αντοχή του διχτυού. Για το κυνήγι αγριόχοιρου, π.χ., ενός ζώου ορμητικού και επιθετικού, ο αριθμός τους έφθανε τα σαράντα πέντε. Τα δίχτυα στηρίζονταν στις φυλλωσιές ή σε διχαλωτά ξύλα μπηγμένα στο έδαφος, όχι όμως με μεγάλη στερεότητα, ώστε, με την ώθηση από το θήραμα, το δίχτυ να πέσει και να το παγιδεύσει. H τοποθέτηση και η επίβλεψη των διχτυών απαιτούσαν κάποια εξειδίκευση και ήταν έργο του αρκυωρού ή λινόπτη. Τα δίχτυα και ο υπόλοιπος κυνηγετικός εξοπλισμός μεταφέρονταν τοποθετημένα σε δερμάτινο σάκο, τον κυνούχο.

Οι παγίδες που οι κυνηγοί επινοούσαν κυρίως για τη σύλληψη των θηραμάτων ζωντανών ήταν ποικίλες. Ανάμεσα στις εντυπωσιακότερες περιγραφές παγίδων που γνωρίζουμε είναι αυτή που χρησιμοποιούσαν οι Παίονες για τη σύλληψη των μακεδονικών βισόνων, ζώων με μεγάλη δύναμη, που δύσκολα μπορούσε να τη σταματήσει δίχτυ. Επέλεγαν μια περιοχή κατηφορική, η οποία να καταλήγει σε βαθούλωμα, και την έφρασσαν. Κάλυπταν το επικλινές έδαφος με δέρματα αλειμμένα με λάδι και οι ιππείς οδηγούσαν τα ζώα στο συγκεκριμένο σημείο. Αυτά, γλιστρώντας στις ολισθηρές επιφάνειες των δερμάτων, κατέληγαν στο βαθούλωμα που βρισκόταν στο κατώτερο σημείο, όπου αφήνονταν νηστικά για μερικές ημέρες ώστε να χάσουν τις δυνάμεις και την ορμή τους και να γίνει δυνατός ο έλεγχός τους.

Το κυνήγι γινόταν μεμονωμένα ή και κατά ομάδες, συχνά πολυπληθείς, στις οποίες συμμετείχαν και δούλοι, απαραίτητοι για τις βοηθητικές εργασίες. Εξαιρετικά ζωντανή και γεμάτη πληροφορίες είναι η περιγραφή ενός αρχαίου ζωγραφικού έργου, με θέμα έναν πενταμελή όμιλο θηρευτών που αναπαύεται μετά το κυνήγι στο δάσος, κοντά σε μια πηγή. Είναι όλοι ακόμη ξαναμμένοι από την καταδίωξη. Ανακεκλιμένοι στο έδαφος, ένας μάλιστα πάνω σε ένα διπλωμένο δίχτυ, παρακολουθούν, πίνοντας κρασί, έναν κυνηγό που όρθιος τους περιγράφει με καμάρι πώς σκότωσε το θήραμά του. Σε μια βελανιδιά είναι κρεμασμένα τα θηράματα, ένα αγριογούρουνο και ένα ελάφι. Καθισμένος σε έναν κομμένο κορμό ένας δούλος γευματίζει από ένα σακούλι. Στα πόδια του, ένα από τα σκυλιά τρώει και ένα δεύτερο αναπηδά για να πιάσει την τροφή που του πέταξαν, ενώ ένας άλλος δούλος έχει ανάψει φωτιά και ετοιμάζει τα φαγητά των κυνηγών, τα οποία ένας τρίτος έχει ήδη αρχίσει να τους προσφέρει.

* H αγωγή των νέων

H κυνηγετική ανδραγαθία διατηρούσε στα ιστορικά χρόνια μεγάλο μέρος της αίγλης που ασφαλώς είχε στις πανάρχαιες κοινωνίες και το κυνήγι αποτελούσε πεδίο διάκρισης, αναγνώρισης και απόκτησης κύρους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κασσάνδρου στον οποίο, αν και ήταν ανδρείος και καλός κυνηγός, δεν επιτρεπόταν, σύμφωνα με το τοπικό έθιμο, να τρώει ανακεκλιμένος, αφού δεν είχε, ως τα τριάντα πέντε του τουλάχιστον, καταφέρει να σκοτώσει αγριογούρουνο χωρίς τη βοήθεια διχτυών, και ας αποδείχθηκε αργότερα εξαιρετικά αποτελεσματικός στην εξολόθρευση της οικογένειας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Το κυνήγι εθεωρείτο βασικό στοιχείο της αγωγής των νέων και αφετηρία της στρατιωτικής τους εκπαίδευσης. Αν και οι εύποροι νέοι το αντιμετώπιζαν απλώς ως άθλημα ή ψυχαγωγία, η κοινωνία το εκτιμούσε ιδιαίτερα, γιατί ασκεί και σκληραγωγεί το σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή, παρατείνει τη νεότητα, εξοικειώνει τους νέους με την ύπαιθρο και τους φέρνει σε επαφή ακόμη και με τα πιο δύσβατα σημεία του τόπου τους, του οποίου μαθαίνουν, αγαπούν και σέβονται την κάθε σπιθαμή, συνηθίζουν στην αντιμετώπιση κινδύνων, ασκούνται διαρκώς στη χρήση των όπλων και στην πειθαρχία και χάρη στο κυνήγι διδάσκονται από την ίδια τη φύση σπουδαίες αρετές, όπως η ευσέβεια, η φιλοπατρία, ο αυτοέλεγχος, η μετριοπάθεια, η σύνεση, η συντροφικότητα και η ανδρεία, αρετές που πάντα χαρακτήριζαν και θα χαρακτηρίζουν τους κυνηγούς.

Αφιερώνεται στον Φίλιππο Μπεκύρο, κυνηγό αγαθό, αλλά και στον Θανάση Θεοχαρόπουλο και στους άλλους τρομερούς κυνηγούς της Βεργίνας και ας εγκαταλείπουν πού και πού την ανασκαφή του τείχους για τις μπεκάτσες, τις πέρδικες, τους λαγούς και τα αγριογούρουνα.

*Ο Παναγιώτης B. Φάκλαρης είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας.

Πηγή: tovima.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *