Γεώργιος Δροσίνης

Ποιητής και πεζογράφος, αλλά και άνθρωπος με ευρύτερη εθνική και κοινωνική δράση ο Γεώργιος Δροσίνης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 1859, την ίδια χρονιά με τον Παλαμά και με καταγωγή επίσης από το Μεσολόγγι. Ο παππούς του Γεώργιος Δροσίνης ή Καραγιώργος πολέμησε ως αντιστράτηγος στη θρυλική πολιορκία του Μεσολογγίου και σκοτώθηκε κατά την Έξοδο, το 1826.
Ο Γεώργιος Δροσίνης υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους λογοτέχνες της γενιάς του, οι οποίοι θέλησαν να αποφορτίσουν την ποίηση από τον έντονο ρομαντισμό της Αθηναϊκής Σχολής της περιόδου 1830-1880. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στα τρία «παιδαρέλια» -όπως τους είχαν αποκαλέσει τότε οι «καθαρολόγοι»- που προσπαθούσαν να δώσουν έκφραση σε κάτι καινούργιο. Οι άλλοι δύο ήταν ο Νίκος Καμπάς και ο Κωστής Παλαμάς.
Στα γράμματα κατέχει σπουδαία θέση. Εμφανίζεται σε μια χρονική περίοδο μεταβατική και σημαντική για τη μεταβολή που σημειώθηκε στα νεοελληνικά γράμματα. Είναι η εποχή που ο Ρομαντισμός είχε φθάσει στις ακραίες του υπερβολές με τους απεγνωσμένους στίχους του Σπυρίδωνoς Βασιλειάδη και του Δημητρίου Παπαρρηγόπουλου, και με τους πομπώδεις στίχους του Αχιλλέα Παράσχου σέρνεται μόνος του προς το τέρμα. Είχε φθάσει η ώρα να πάψουν οι ψεύτικες θρηνωδίες, ο στόμφος και η μεγαληγορία, η αφόρητη καθαρεύουσα να δώσει τη θέση της στην περιφρονημένη Δημοτική και ν
’ ανοίξει ένα παράθυρο προς την παραμελημένη ζωντανή λαϊκή μας παράδοση, προς την ελληνική φύση και ζωή. Σημάδια των νέων προσανατολισμών παρατηρούνται ήδη στα ποιήματα του Γεώργιου Βιζυηνού, του Αριστομένη Προβελέγγιου και κυρίως του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου (Jean Moreas), που με τη συλλογή του Τρυγόνες και Έχιδναι (1878) «αποχαιρετούσε κάτι που έσβηνε».
Ο Δροσίνης υπηρετεί έμπρακτα την ανανεωτική έφεση. Με το ψευδώνυμο «Αράχνη» δημοσιεύει δειλά-δειλά στίχους στο φιλολογικό περιοδικό Ραμπαγάς από το 1878 και κατόπιν στη σατιρική φιλολογική εφημερίδα Μη χάνεσαι (1880). Ήταν στίχοι δροσεροί, παιχνιδιάρικοι, ερωτικοί, αντιρρομαντικοί, γραμμένοι στη δημοτική. Ο ποιητής, ανώριμος ποιητικά, με τη συνηθισμένη γλώσσα της καθημερινής κουβέντας χαριεντίζεται, ερωτοτροπεί, περιγράφει ενθουσιασμούς της στιγμής. Τέτοιους στίχους τους «διαβάζουμε σήμερα το πολύ με ένα συγκαταβατικό χαμόγελο κι όμως εσήμαναν για την εποχή που γράφτηκαν μια μικρή επανάσταση και από την άποψη της μορφής κι από την άποψη του περιεχομένου»….
συνέχεια