«Εν Αθήναις τη 18η Δεκεμβρίου του έτους 1932
Αδελφή μου Σμαρώ και Σωτήρη,Υγιαίνετε εσείς και τα τέκνα σας. Εχετε τους χαιρετισμούς και την ευχή της μάνας. Πονεί η καημένη και ταλαιπωρείται από την ασθένεια. Επροχθές επήγαμεν εις το Οφθαλμιατρείο, όπου έκαμε μία εξέταση και ο γιατρός την έβαλε εις μηχάνημα και έπειτα μου έκανε νόημα να βγούμε όξω και μου ανακοίνωσε ότι «η μητέρα σας χάνει σταδιακώς το φως της» και «δυστυχώς δεν δυνάμεθα να τηνε βοηθήσουμε, είναι πλέον αργά, θα απολέσει την όρασή της οριστικώς».
Επικράθηκα, αλλά αφ’ ης στιγμής ευρέθην ομπρός της, επροσποιήθην τον χαρούμενο. Οτε με ρώτησε, τι είπεν ο γιατρός, της απήντησα πως μου έδωκε ειδική φαρμακευτική αγωγή διά την βελτίωση της οράσεως. Επίστευσα ότι την ξεγέλασα και ότι επείσθη από τα λεγόμενά μου. Δυστυχώς, η γραία είχε κρυφίως ακούσει την ομιλία του γιατρού.
Κατά την επιστροφή μας εις το σπίτι, μου αποκάλυψε την αλήθεια. Προς στιγμήν εκόμπιασα και δεν ήξευρα τι να αποκριθώ. Μου είπε πως επ’ ουδενί δεν επιθυμεί να έχει το κατάντημα του πεθερού της, όστις επέρασε τα γηράματά του κατάκοιτος και τυφλός, ανήμπορος να εξυπηρετήσει εαυτόν.
Ξημερώνοντας η επομένη, περί την 5ην πρωινή, άκουσα εν θόρυβο στο μαγειρειό. Εσηκώθηκα και έτρεξα κατακείθε. Ηβρα τη μάνα, επιχειρούσα να τερματίσει τον βίο της. Εκρατούσε μία μάχαιρα και επρόκειτο να την μπήξει εις την κοιλία της. Επρόλαβα απάνω εις την στιγμή. “Γιώργη μου, άφηκέ με, ν’ αποθάνω να λυτρωθώ, να λευτερωθείς και ‘σύ απ’ το βάρος μου, που ξοδεύεις όλο το μεροκάματό σου για την γιατροπόρεψή μου. Τα πόδια μου δε με βαστάνε, η αρρώστια με τρώγει, θα τυφλωθώ κιόλα, χαΐρι δεν έχω, θα πάγω που θα πάγω, ας υπάγω μιαν ώρα αρχύτερα, μη σου φορτωθώ κι άλλο, παιδί μου, και με σκατοψυχάς ύστερις”, μου είπε.
Εχουν κλονισθεί τα νεύρα της, μου έδωκε την εξήγηση της στάσεώς της ο νευρολόγος που την είδε. Με ορμήνευσε να τηνε νοσηλεύσουμε εις σχετική κλινική. Η κάμαρη, όπου διαμένουμε, δεν κάμει διά την κατάστασή της. Δύο σανιδοκρέβατα κι ένα μαγκάλι. Δεν διαθέτει τις χρειαζούμενες ανέσεις. Διά τούτο, λοιπόν, ήθελα να σας περικαλέσω, αδελφή μου Σμαρώ και Σωτήρη, εάν έχετε τίποτις οικονομίες να μου στείλετε.
Αμαρτία από τον Θεό να απαρατήσουμε τον γονέα μας εις την μαύρη του μοίρα και να υπάγει ωσάν το σκυλί στ’ αμπέλι. Εχομεν ανάγκη και από τρόφιμα, εάν ημπορείτε να φτιάσετε ένα δεματάκι με ό,τι σας περισσεύει. Εμαθα απ’ τον υιό του, που εργάζεται μπακιρτζής εις Μοναστηράκι, ότι επρόκειται να ταξιδέψει διά την πρωτεύουσα ο μπαρμπα-Πάσχος. Δώσατέ του κατιτίς και την παραγγελία να μας το φέρει. Αλλο δεν έχω να σας γράψω.
Σας εύχομαι καλώς να εορτάσετε τα εφετινά Χριστούγεννα και με ευλογία Κυρίου να διέλθετε το Νέον Ετος.
Γιώργης»
Πηγή: enet.gr