Ο Ιωάννης Βαρβάκης γεννήθηκε στα Ψαρά γύρω στα 1745. Ήταν γιος του καραβοκύρη Ανδρέα Λεοντή ή Λεοντίδη και η μητέρα του ονομαζόταν Μαρού. Τα μεγάλα μάτια του και ο ορμητικός του χαρακτήρας τον έκαναν να μοιάζει με τα βαρβάκια (είδος γερακιού), γι’ αυτό και τού έδωσαν αυτό το προσωνύμιο που έγινε στη συνέχεια το επώνυμό του.
Από πολύ μικρός ο Βαρβάκης ασχολήθηκε με τη ναυτιλία. Στα δέκα του χρόνια είχε μάθει ήδη να πυροβολεί και να χρησιμοποιεί κανόνι, ενώ στα δεκαεπτά του άρχισε να παίρνει μέρος σε επιδρομές εναντίον τουρκικών εμπορικών καραβιών. Είκοσι ετών ήταν κιόλας καπετάνιος με δικό του καράβι, το οποίο χρησιμοποίησε ως πυρπολικό εναντίον των Τούρκων κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο. Στη ναυμαχία του Τσεσμέ (26 Ιουνίου 1770) το καράβι του καταστράφηκε, αλλά ο στρατηγός Αλέξιος Ορλώφ τον τίμησε ονομάζοντάς τον «εθελοντή–ήρωα» και η τσαρίνα Αικατερίνη Β’ τον ενέταξε στις στρατιωτικές δυνάμεις της αυτοκρατορικής Ρωσίας με το βαθμό του υπολοχαγού.
Ωστόσο, οι Τούρκοι ποτέ δεν ξέχασαν τις ζημιές που τους προξένησε. Άρχισαν να τον καταζητούν και, επειδή απέτυχαν να τον συλλάβουν, δήμευσαν το καινούργιο του πλοίο. Τότε η ρωσική πρεσβεία τον φυγάδευσε στην Οδησσό, όπου η Αικατερίνη, ως ανταμοιβή για την προσφορά του, του χάρισε 10.000 ρούβλια καθώς και το δικαίωμα να κάνει αφορολόγητο εμπόριο ψαριών στην Κασπία θάλασσα. Εγκαταστάθηκε, λοιπόν, στο Αστραχάν, όπου έστησε αμέσως την επιχείρησή του, και, πολύ γρήγορα, κατόρθωσε να πλουτίσει κάνοντας εμπόριο χαβιαριού.
Ο Βαρβάκης επέδειξε ιδιαίτερη ευαισθησία σε θέματα παιδείας και πολιτισμού. Στο Αστραχάν, σεβόμενος τα δικαιώματα των μειονοτήτων, πήρε άδεια από τις ρωσικές αρχές να φτιάξει τζαμί κοντά στο εργοστάσιό του, ώστε να μπορούν να προσεύχονται οι μουσουλμάνοι εργάτες του. Επιπλέον, διέθεσε πολλά χρήματα για την υλοποίηση κοινωφελών έργων, αρχικά στο Αστραχάν και στη συνέχεια στο Ταγκανρόγκ, όπου μετακόμισε για λόγους υγείας. Ανάμεσα στα έργα αυτά ήταν και η ίδρυση πολλών σχολείων, παρότι ο ίδιος ήταν αγράμματος.
Τις μεγαλύτερες ευεργεσίες του όμως τις έκανε ο Βαρβάκης στην πατρίδα του. Εκτός από τα όσα είχε προσφέρει πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, με τη διαθήκη του, την οποία ολοκλήρωσε δύο ημέρες πριν πεθάνει στη Ζάκυνθο, διέθεσε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στην ίδρυση Λυκείου για την εκπαίδευση της ελληνικής νεολαίας, την εξαγορά αιχμαλώτων και τη συντήρηση απόρων οικογενειών σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, κυρίως των Ψαριανών προσφύγων μετά την ολοκληρωτική καταστροφή του νησιού το 1824. Και βέβαια, πέρα και από τα χρήματα και τα υλικά αγαθά, η πιο σπουδαία παρακαταθήκη που άφησε σε όλους τους Έλληνες και κυρίως στην ελληνική νεολαία είναι η ίδια του η ζωή, η φιλανθρωπία και η γενναιοδωρία του, καθώς και η γνήσια και ανυστερόβουλη φιλοπατρία του…συνέχεια…