Οι θάλασσές του δεν είναι οι θάλασσες των τουριστικών φυλλαδίων. Οι δικές του είναι αγριεμένες και μοναχικές. Τα δικά του καράβια δεν ήταν πολυτελή κρουαζιερόπλοια, αλλά καρβουνιάρικα και πειρατικά που ‘χαν τα φανάρια τους στην πρύμνη. Ο δικός του ήλιος δεν μαυρίζει αγαλματένια κορμιά…Είναι σκληρός, ανελέητος…
Βυθιζόταν στην ψυχή ενός κόσμου όπου το σημαντικό στοιχείο είναι ότι είναι και ο ίδιος μέρος του: τα μπάρ των λιμανιών, τα κακόφημα σπίτια, οι κοινές γυναίκες, τα καταγώγια, το αλκοόλ, οι θερμαστές, οι μάγειροι, οι μηχανικοί, οι άνθρωποι που προσπαθούσαν όπως και ο ίδιος να καλλωπίσουν το βασανισμένο κορμί τους με τα ανεξίτηλα σημάδια του τατουάζ.
Ο Νίκος Καββαδίας, γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη της Μογγολίας, το Νικόλσκι Ουσουρίτσκι, στις 11 Ιανουαρίου 1910. Ο πατέρας του, Χαρίλαος, διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου και συγχρόνως ήταν προμηθευτής του τσαρικού στρατού.
Το 1914, με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, η οικογένεια Καββαδία ήλθε στην Ελλάδα και κατέληξε στην Κεφαλονιά, ενώ ο πατέρας επέστρεψε στην Ρωσία, από όπου επέστρεψε το 1921, έχοντας χάσει και το τελευταίο του ρούβλι, αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι στην Ελλάδα ένιωθε ξένος και ανένταχτος.
Η οικογένεια Καββαδία εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου ο Νίκος τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο.
Λίγους μήνες αργότερα από την εγκατάσταση τους στο μεγάλο λιμάνι, άρχισαν να φθάνουν στην Ελλάδα τα πλήθη της προσφυγιάς από την Μικρά Ασία. Στις άκρες των πόλεων άρχισαν να σχηματίζονται προσφυγικοί συνοικισμοί από ξύλινες παράγκες όπου μέσα σε κολασμένες συνθήκες έμεναν έξι, επτά η οκτώ άτομα. Η οικογένεια Καββαδία διατηρούσε στον Πειραιά, ένα σπίτι έξι δωματίων και νοίκιασαν ένα από αυτά σε μια οικογένεια προσφύγων. Η συμβίωση μαζί τους μετέδωσε στην ψυχή του Νίκου και των άλλων αδελφών του ένα αίσθημα αρμονίας, καρτερίας και πολιτισμού που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα νευρικά ξεσπάσματα του πατέρα Καββαδία ο οποίος δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες που βρήκε αφότου γύρισε από την Ρωσία.
Ήταν αυτά τα νευρικά ξεσπάσματα που σκίαζαν την εφηβεία των παιδιών αυτών, καθώς από την άλλη, όταν ο πατέρας τους είχε λίγα χρήματα έπαιρνε τα παιδιά του στο βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη στην Αθήνα και γέμιζε την αγκαλιά τους βιβλία.
Ο Χαρίλαος Καββαδίας προσπάθησε να βρει δουλειά στα βαπόρια των συγγενών του, αλλά δεν τον βοήθησαν να σταθεί και έτσι ήρθε μια εποχή που πούλησαν ό,τι ακριβό υπήρχε στο σπίτι. Αργότερα, άνοιξε ένα μικρό παντοπωλείο στο Πασαλιμάνι, το οποίο ήταν επίσης στέκι των ρώσων εμιγκρέδων, ωστόσο η ταλαιπωρία σιγά-σιγά τον κατέβαλε και πέθανε το 1929.
Ο Καββαδίας πήρε το βάπτισμα της θάλασσας σε ηλικία 11 ετών με το επιβατηγό καράβι «Πολικός» των αδελφών της μητέρας του, και στο οποίο ο πατέρας του ήταν τροφοδότης. Τον έπαιρνε μαζί του τα καλοκαίρια στα ταξίδια στην Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη.
Με τον θάνατο του πατέρα του, ο Νίκος Καββαδίας, 19 χρονών, μπαρκάρει ως ναύτης στο φορτηγό «Άγιος Νικόλαος», αφού οι οικονομικές δυσχέρειες τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τα όνειρά του να σπουδάσει Ιατρική. Προτού μπαρκάρει είχε εργαστεί ως υπάλληλος στο ναυτιλιακό γραφείο του Ζωγράφου που πρακτόρευε τα καράβια των θείων του Γιαννουλάτων, εξαδέλφων της μητέρας του.
Δεν ταξιδεύει όμως μόνο στην θάλασσα, αλλά και στα πελάγη της γραφής, ένα ταξίδι που είχε ξεκινήσει από το Δημοτικό Σχολείο.
Ο Νίκος Καββαδίας παρουσίασε τα πρώτα δείγματα του λογοτεχνικού του ταλέντου το 1922, όταν εξέδωσε ένα τετρασέλιδο φυλλάδιο με τον τίτλο Σχολικός Σάτιρος, όπου έγραφε σατιρικούς στίχους για τους συμμαθητές του. Το 1928, στο «Περιοδικό» της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας (τεύχος 114) του Παύλου Δρανδάκη, δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα με τον τίτλο «Πόθος», το οποίο υπέγραφε ως Πέτρος Βαλχάλας, ψευδώνυμο που του χάρισε ο λογοτέχνης Παύλος Νιρβάνας με τον γιο του οποίου ο Καββαδίας ήταν συμμαθητής στο Γυμνάσιο.
Ο Παύλος Νιρβάνας ήταν ο πρώτος δάσκαλος του Καββαδία, καθώς όχι μόνο διάβαζε τα ποιήματα που έγραφε, αλλά του φερόταν και σαν ίσος προς ίσο, ενώ οι δυο τους συχνά έκαναν μακρινές βόλτες και συζητούσαν.
Το 1929, ο Νίκος Καββαδίας, συνέχισε να δημοσιεύει ποιήματα του στο «Περιοδικό» της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας μέχρι την διακοπή της έκδοσης της, στις 10 Μαρτίου αυτού του έτους, ενώ ποιήματα του δημοσίευσε και στο περιοδικό Διανοούμενος.
Το 1930, δημοσίευσε το τελευταίο του ποίημα που υπέγραψε με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας.
Το 1931 ο Νίκος Καββαδίας ταξιδεύει με το φορτηγό «Νίκη», ενώ το 1932 δημοσιεύει στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Πειραϊκό Βήμα» εντυπώσεις του από ταξίδια στην Μασσαλία και την Αλεξάνδρεια, παράλληλα με το εξωτικό μυθιστόρημα του «Η απίστευτη περιπέτεια του λοστρόμου Νακαχαναμόκο», ένα μυθιστόρημα γραμμένο με το στυλ του Ιουλίου Βέρν.
Το 1933, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ο Κύκλος» η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Μαραμπού», η οποία προκάλεσε αίσθηση για την ασυνήθιστη και εξωτική ατμόσφαιρα των ποιημάτων. Το βιβλίο τυπώθηκε σε 245 αντίτυπα με έξοδα του ποιητή. Ταυτόχρονα η οικογένεια Καββαδία εγκαθίσταται στην Αθήνα.
Το 1939, ο Νίκος Καββαδίας μετά από εξετάσεις πήρε το δίπλωμα του Ραδιοτηλεγραφητή Β Τάξεως, εγκαταλείποντας τις αρχικές του βλέψεις για σταδιοδρομία πλοιάρχου στο Εμπορικό Ναυτικό. Μαζί με την μητέρα του, τους αδελφούς του και την παντρεμένη αδελφή του νοικιάζουν ένα μεγάλο σπίτι στην οδό Αγίου Μελετίου, στην Αθήνα. Θα μείνουν μαζί για 23 ολόκληρα χρόνια.
Με την κήρυξη του πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου του 1940, ο Νίκος Καββαδίας, στρατεύεται και φεύγει για το αλβανικό μέτωπο.
Μετά την είσοδο των Ναζί στην Αθήνα, ο Νίκος Καββαδίας βρέθηκε στις γραμμές του ΚΚΕ. Μέσα στην Κατοχή, το 1943, έγινε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, παρότι είχε τυπώσει μόνο ένα βιβλίο, το «Μαραμπού», ενώ ο απαιτούμενος αριθμός ήταν τουλάχιστον τρία βιβλία. Δραστηριοποιείται στο ΕΑΜ και μάλιστα, την περίοδο 45-46, ήταν επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, θέση στην οποία τον πρότεινε ο μέχρι τότε Γραμματέας της Εταιρείας Λογοτεχνών Θέμος Κορνάρος, ο οποίος είχε φυλακιστεί για το βιβλίο του «Αγύρτες και Κλέφτες στην Εξουσία». Σε αυτό το πόστο, τον Νίκο Καββαδία διαδέχθηκε ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, καθώς ο Καββαδίας μπάρκαρε με το πλοίο «Κορίνθια» στις 6 Οκτωβρίου 1945.
Στην περίοδο της Κατοχής ο Νίκος Καββαδίας δημοσίευσε και τα αντιστασιακά του ποιήματα με πρώτο το «Αθήνα 1943», ενώ το 1944 δημοσίευσε το ποίημα «Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη». Το 1945 δημοσίευσε το «Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα», και το ποίημα «Αντίσταση».
Τα ποιήματα αυτά δεν συμπεριελήφθησαν σε καμία ποιητική του συλλογή, ωστόσο διασώθηκαν και είναι καταγεγραμμένα στο βιβλίο του Φίλιππου Φιλίππου, «Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας», εκδόσεις Άγρα.
Το 1947, κυκλοφόρησε η δεύτερη ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία, το «Πούσι», ενώ επανεκδόθηκε, 14 ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση, το εξαντλημένο «Μαραμπού».
Το 1953, ο Καββαδίας πήρε το δίπλωμα Ραδιοτηλεγραφητή Α Τάξεως και το 1954 κυκλοφόρησε το πρώτο του πεζογραφικό βιβλίο «Η Βάρδια», η οποία μεταφράστηκε το 1959 στα γαλλικά. Το 1961, από τις εκδόσεις Γαλαξίας της Ελένης Βλάχου επανεκδόθηκαν οι συλλογές «Μαραμπού» και «Πούσι».
Το 1954 εκδόθηκε το πεζογράφημα «Βάρδια», ενώ η αυτοκτονία του αδελφού του Αργύρη, το 1957 τον βύθισε σε μεγάλο πένθος.
Λίγο πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 έδωσε μια μεγάλη συνέντευξη στο περιοδικό «Πανσπουδαστική» όπου αφιέρωσε και το ποίημα του «Σπουδαστές».
Στη διάρκεια της δικτατορίας, ο Νίκος Καββαδίας χρησιμοποιήθηκε ως σύνδεσμος ανάμεσα σε αντιστασιακές οργανώσεις, ενώ το 1972, στην Έφεσο, έγραψε το ποίημα του «Γκουεβάρα».
Το 1968, ο Νίκος Καββαδίας και η αδελφή του Τζένη επισκέφθηκαν την Κεφαλονιά μετά από τριανταπέντε χρόνια απουσία. Την Κεφαλονιά, την επισκέφθηκε και πάλι το 1970, ενώ το τελευταίο του ταξίδι σε αυτήν το πραγματοποίησε το 1972.
Το 1973, το Λογοτεχνικό Εργαστήρι του Σπουδαστηρίου της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης παρουσίασε το ποιητικό του έργο σε πανηγυρική βραδιά.
Το 1974, ενόψει του δημοψηφίσματος της 8ης Δεκεμβρίου με το οποίο θα κρινόταν η τύχη της μοναρχίας στην Ελλάδα, ο Νίκος Καββαδίας μαζί με άλλους διανοούμενους υπέγραψε αντιμοναρχική διακήρυξη. Η υπογραφή του δημοσιεύθηκε στην «Αυγή» της 3ης Δεκεμβρίου 1974.
Αυτό που δεν ήθελε να του συμβεί, ο θάνατος στην στεριά, τον βρήκε ξέμπαρκο στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 1975 στην κλινική Άγιοι Απόστολοι. Δύο μήνες μετά, τυπώθηκε η τρίτη ποιητική
του συλλογή, το «Τραβέρσο». Το 1987 κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά και τα άλλα δύο πεζογραφήματα του η «Λι» και το «Του Πολέμου – Στο άλογο μου».
Ένα από τα σημαντικά στοιχεία της ποίησής του, είναι η γλώσσα των ποιημάτων του, ένα μωσαϊκό γλωσσικών τύπων, όπου κυριαρχούν λέξεις του ναυτικού κώδικα. Αυτό όμως δεν αποθαρρύνει τον αναγνώστη από την απόλαυση του κειμένου, του ποιήματος. Ίσα-ίσα τον παρακινεί να ψάξει να βρει τι σημαίνουν οι λέξεις. Αυτό το τελευταίο δείχνει και την δύναμη της ποίησης του, αλλά και την αμεσότητα των ποιημάτων του.
Πράγματι, ο Καββαδίας όχι μόνο διαβάζεται εύκολα, αλλά το κυριότερο, η ποίηση του καταγράφεται στην μνήμη του αναγνώστη. Ο ίδιος δεν θέλησε ποτέ να γίνει ο ποιητής των σαλονιών, της λυρικής φυγής και των φαντασιώσεων.
«Λατρεύω τους γλάρους – μου ‘πε κάποτε ένα ωραίο κορίτσι.
-Περήφανα πουλιά.
-Τι λές μωρή…Στεριανά σαν και σένα. Τραβούν ανοιχτά για να φάνε. Μόλις νιώσουνε καταιγίδα, κουρνιάζουνε στα λιμάνια. Παίζει το δελφίνι τις πλώρες. Τότε, σαλτάρουνε πολλοί μαζί, χυμάνε να του βγάνουν τα μάτια, το κομματιάζουνε και το τρώνε…Πουλιά του προλιμένα.
Ξέρω κάτι πετούμενα ίσα με το μικρό σου δάχτυλο, που τα βλέπεις στον ωκεανό και δεν καταδέχονται να ξεκουραστούν στο κατάρτι. Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το ‘καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια. Εχω ξεράσει πάνω στο Λίβανο, όπως οι στεριανοί σε μελτέμι. Μας λυπάστε γιατί δεν έχουμε σπίτι, γιατί περπατάμε μ’ ανοιχτά πόδια, γιατί φοράμε τσαλακωμένα πουκάμισα κι ασιδέρωτα ρούχα στο πόρτο. Εγώ σας χαίρομαι. Σίγουρο κρεβάτι, ήρεμος ύπνος. Καφέ στο κομοδίνο κι εφημερίδες. Εκδρομή το Σαββατοκύριακο με κεφτέδες. Όμως δεν αλλάζω τη δουλειά μου με τη δική σας, ούτε για μια μέρα».
Γι’ αυτόν η ποίηση είναι τα ρούχα που μυρίζουν ψαρόλαδο, είναι αρμοί που τρίζουν και σφυρίχτρα καραβιού που σφυρίζει μες την ομίχλη.
Ο «Μαραμπού», έφυγε πριν προλάβει να ακούσει τα ποιήματα του μελοποιημένα, κάτι που τα έκανε ακόμα πιο δημοφιλή, ειδικά ανάμεσα στην νεολαία. Όπως όμως είχε τονίσει ο συνθέτης Θάνος Μικρούτσικος, δημιουργός του δίσκου «Σταυρός του Νότου», η επιτυχία του δίσκου δεν οφειλόταν τόσο στην δική του μουσική, όσο στην αξία της ίδιας της ποίησης του Καββαδία.
Και τι να είναι άραγε η ποίηση του πέρα από όλες τις αναλύσεις; Ίσως την καλύτερη «ανάλυση» την δίνει ο ίδιος μέσα στις σελίδες της «Βάρδιας»:
«…Σίδερα. Χαρά στο πράμα! Να βάλεις μια δεκάρα στην μπάντα και να τα μουτζώσεις για πάντα. Να μην κατεβαίνεις στο γιαλό. Να μην τα θυμάσαι…Όμως ποιος είδε πιο ανοιχτές πληγές απ’ αυτές της σκουριάς στα πλευρά τους, ή της παλιωμένης μοράβιας; Ποιος άκουσε πιο ανθρώπινο κλάμα από τούτο της τσιμινιέρας που μαρκαλίζει την ομίχλη, ή από κείνο που λαχαίνει σε θύελλα, χωρίς κανένα χέρι να σύρει το σύρμα της σφυρίχτρας; Να σκούζει μονάχη της, καθώς παντρεύεται με τον άνεμο…
Δυο μάτια. Πράσινο το ‘να, σμαράγδι. Τ’ άλλο κόκκινο, ρουμπίνι. Τα λένε πλευρικά. Φώτα γραμμής. Είναι μάτια. Τα καράβια δεν τα πάμε. Μας πάνε.»
Πηγή: culture.ana–mpa.gr