Ορισμένοι άνθρωποι που έχουν περάσει στην ιστορία για την προσφορά τους, αλλά και ιδιαίτερα εκείνοι που έχουν εγκατασταθεί στη μνήμη του κόσμου ως αυθεντίες, συχνότατα για να τους παρουσιάσουν στα ΜΜΕ χρησιμοποιούν, ταυτόχρονα, πλήθος (τιμητικών) επιθέτων. Η προσωπική μας εκτίμηση για τη συγκεκριμένη πολιτική γραφής είναι μάλλον πως υποτιμά την προσωπικότητα που παρουσιάζεται παρά την εξάρει. Για παράδειγμα πώς σας ακούγεται η φράση «ο αξεπέραστος, σπουδαίος και διαχρονικός συνθέτης» όταν αναφερόμαστε στον Μίκη Θεοδωράκη; Λίγη δεν είναι; Το ονοματεπώνυμό του αρκεί. Το εισαγωγικό σχόλιό μας έχει να κάνει με όσα διαβάσαμε αναζητώντας στοιχεία από τη ζωή του Μανώλη Χιώτη με αφορμή τη συμπλήρωση σαράντα χρόνων από τον πρόωρο χαμό του. Και τι δεν έχει γραφτεί δίπλα στο όνομά του στην προσπάθεια διαφόρων αρθρογράφων να αναδείξουν το μεγαλείο του. Κι αναρωτιόμαστε: χρειάζεται απόδειξη;
Ο Μανώλης Χιώτης γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου 1921 ΄στο Λεωνίδιο και πέθανε στην Αθήνα την ίδια μέρα σε ηλικία μόλις 49 ετών (21 Μαρτίου 1970). Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από τη Χίο και σε αυτήν, σύμφωνα με τους βιογράφους τους, οφείλεται και το επώνυμό του.
Εξάλλου οι γονείς του είχαν εξαιρετική οικονομική επιφάνεια και ο Χιώτης μπορούσε να απολαμβάνει κυριολεκτικά ό,τι επιθυμούσε. Έφηβος ακόμη, το 1936, κατέφθασε στη Αθήνα όπου έκανε τις πρώτες εμφανίσεις του δίπλα στον Στράτο Παγιουμτζή στο κέντρο «Παγώνια» γωνία Αγίου Κωνσταντίνου και Σωκράτους. Λίγους μήνες μετά τον βρίσκουμε μέλος της ορχήστρας του Παγιουμτζή στο «Δάσος» ενώ ο ίδιος τον είχε φέρει σε επαφή με την δισκογραφική εταιρεία «Κολούμπια» με αποτέλεσμα την υπογραφή συμβολαίου ως «διευθύνον πρίμο όργανο». Με την εταιρεία αυτή συνεργάσθηκε πολλά χρόνια σαν βασικός εκτελεστής ενώ την περίοδο 1937-1938 έγραψε σε δίσκο φωνόγραφου και το πρώτο του τραγούδι (Το χρήμα δεν το λογαριάζω) πάντα με τον Στράτο Παγιουμτζή δίπλα του. Η γνωριμία του με τον Μπαγιαντέρα, λίγο αργότερα, σήμανε και τη συνεργασία τους με κορύφωση τη «Νυχτερίδα», το «Μ΄ έχεις μαγεμένο» και «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη».
Αμέσως μετά τον πόλεμο αρχίζει η ανοδική πορεία της καριέρας του. Ταυτόχρονα όμως εκδηλώνει και τις αναζητήσεις του για ένα μπουζούκι διαφορετικό απ΄ αυτό που γνώριζαν μέχρι τότε. Και όχι μόνο από κατασκευαστικής πλευράς αλλά και στο ζήτημα της εισόδου του οργάνου στα «μεγάλα σαλόνια» στα οποία άλλωστε είχε μεγαλώσει και ο ίδιος. Στο πλαίσιο των αναζητήσεων αυτών αναφέρεται ότι αμέσως μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, στο καμπαρέ Ριτζ έπαιζε ένα συγκρότημα Γάλλων που είχαν μεταξύ άλλων και ηλεκτρική κιθάρα, όργανο που όπως φαίνεται «ηλέκτρισε» και τον Χιώτη που την αγόρασε αμέσως. Ταυτόχρονα σε συνεργασία με τον σπουδαίο οργανοποιό Ζοζέφ κατασκευάζει δύο οκτάχορδα (4 διπλές σειρές) μπουζούκια, ένα για τον εαυτό του και ένα για τον αδελφικό του φίλο Στέφανο Σπιτάμπελο, ενώ στις εμφανίσεις του χρησιμοποιεί δύο μπουζούκια. Το ένα ήταν το κλασικό και το άλλο έβγαζε ήχο που έμοιαζε σαν από ούτι. Για να το πετύχει αυτό εφάρμοσε χορδές από έντερο.
Στο τέλος της δεκαετίας του ΄40 ο Χιώτης ήταν ήδη γνωστός, με μεγάλες επιτυχίες στο ενεργητικό του μεταξύ των οποίων το «Θα σου πω το μυστικό μου» ερμηνευμένο από τη Μαρίκα Νίνου και το «Το φτωχομπούζουκο» δια φωνής Σταύρου Τζουανάκου. Το 1950 προκειμένου να κάνει ακόμη μια επιτυχία, αφού είχαν περάσει δύο χρόνια από την τελευταία, συμφωνεί με τον στιχουργό Νίκο Ρούτσο να του δίνει εκείνους τους στίχους που θα απορρίπτει ο Βασίλης Τσιτσάνης. Μεταξύ αυτών λοιπόν ήταν τα «Πεταλάκια» και το «Σ΄ αυτό το φτωχοκάλυβο» που ερμήνευσε η Στέλλα Χασκίλ με αποτέλεσμα δύο ακόμη μεγάλες επιτυχίες. Αυτή τη δεκαετία ο Χιώτης παντρεύεται δύο φορές. Πρώτη του γυναίκα υπήρξε η τραγουδίστρια Ζωή Νάχη με την οποία έσμιξαν το 1954 για λίγο όμως μια και σύντομα γνωρίσθηκε με την Μαίρη Λίντα με την οποία όλοι γνωρίζουμε ότι έκανε ένα θαυμάσιο ντουέτο για αρκετά χρόνια. Εν τω μεταξύ πέρα από τις προσωπικές του επιτυχίες, γράφει τραγούδια για τον Στέλιο Καζαντζίδη σε συνεργασία με τον Χρήστο Κολοκοτρώνη.
Η δεκαετία ολοκληρώνεται με ένα μνημειώδες έργο. Ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου μελοποιημένος από τον Μίκη Θεοδωράκη με την ενορχήστρωση του Μανώλη Χιώτη τραγουδιέται από χιλιάδες Έλληνες. Βρισκόμαστε ακριβώς στην έναρξη ενός νέου κύκλου για τους σολίστες του μπουζουκιού που αρχίζουν να δημιουργούν στο χώρο του λεγόμενου «έντεχνου» τραγουδιού. To 1960 πια, ο Χιώτης κυριαρχεί στο λαϊκό μουσικό στερέωμα, έχοντας καθιερώσει το τετράχορδο μπουζούκι παρ΄ όλες τις αντιρρήσεις των παικτών του κλασικού τρίχορδου που το θεωρούσαν «κιθαρομπούζουκο», δηλαδή όπως χαρακτήρισε ο Ζοζέφ το πρώτο όργανο που κατασκεύασε με τον Χιώτη με βάση τον παραγόμενο ήχο. Το μπουζούκι έχει μπει παντού: κέντρα, ταινίες, περιοδείες, συναυλίες, έως και τον Λευκό Οίκο! Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι αναφέρεται και τεκμηριώνεται πως ο Μανώλης Χιώτης είχε παίξει στα γενέθλια του Προέδρου των ΗΠΑ Τζόνσον. Ίσως εκείνη την εποχή να τον έμαθε και ο Τζίμι Χέντριξ ο οποίος τον θεωρούσε τον καλύτερο σολίστα εγχόρδου. Πράγματι η ταχύτητα και οι αυτοσχεδιασμοί του Χιώτη τον έκαναν πολύ σύντομα γενικά αποδεκτό από τους μουσικούς ενώ οι συνεργασίες του με τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκη ανέβασαν το κύρος του ακόμη περισσότερο.
Δυστυχώς όμως μετά το 1965 οπότε χώρισε με την Μαίρη Λίντα, ο Χιώτης άρχισε να αντιμετωπίζει και άλλα προβλήματα στη ζωή του με κυρίαρχο εκείνο της υγείας του. Ο Μανώλης Χιώτης πέθανε την ημέρα των γενεθλίων του. Ο θάνατός του επήλθε από καρδιακό επεισόδιο στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο μετά από εντατική δουλειά στην οποία δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει χωρίς υποβοήθηση. Ο επίλογος γράφτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας με τη συνοδεία των τριών συζύγων του (η τρίτη ήταν η Μπέμπα Κυριακίδου), τον Γιάννη Καραμπεσίνη με το τραγούδι «Ηλιοβασίλεματα» και χιλιάδες κόσμου.
Πηγή: gefyrismoi.blogspot.com