Από το www.greek–language.gr παίρνουμε τα παρακάτω λήμματα:
υποβολέας ο [ipovoléas]: ειδικός υπάλληλος του θεάτρου, ο οποίος κατά την παράσταση υποβοηθεί τη μνήμη των ηθοποιών υπαγορεύοντας χαμηλόφωνα τα λόγια του ρόλου τους.
υποβολιμαίος -α -ο [ipovoliméos] Ε4 : που γίνεται με υστεροβουλία και που αποσκοπεί στη δημιουργία εντυπώσεων και στον επηρεασμό της εξέλιξης των πραγμάτων προς μια ορισμένη κατεύθυνση: Yποβολιμαία είδηση / πληροφορία.