Αφανείς ηρωίδες της Επανάστασης του 1821

Το σημερινό Εντός Φύλου είναι αφιερωμένο στη συνεισφορά των γυναικών στην Επανάσταση του 1821. Παρουσιάζουμε αποσπάσματα από το βιβλίο της σπουδαίας ιστορικού και φεμινίστριας Κούλας Ξηραδάκη «Οι γυναίκες του '21» που εκδόθηκε το 1995 από τις εκδόσεις Δωδώνη. Αυτό το μοναδικό βιβλίο είναι αποτέλεσμα πολύ σοβαρής δουλειάς, βασισμένης σε υπαρκτά ιστορικά στοιχεία και όχι σε ρομαντικούς μύθους. Επιπλέον είναι γραμμένο με τη φεμινιστική οπτική, κάτι που σχεδόν δεν υπάρχει στη σχετική ιστοριογραφία.
Στον πρόλογο γράφει η Κούλα Ξηραδάκη: Η ιστορία της ελληνικής επανάστασης, όπως την έγραψαν οι ιστορικοί και οι απομνημονευματογράφοι της εποχής, «κατήντησε να μοιάζει με τις μονές του Αγίου Όρους, όπου θηλυκό κανενός είδους δεν εισχωρεί». Οι ιστοριογράφοι του περασμένου αιώνα (19ου) με την ανδροκρατική αντίληψη που τους χαρακτήριζε, δεν έκριναν άξιο της σοβαρότητάς τους ν' ασχοληθούν με τις γυναίκες. Δεν μπόρεσαν να εξοικειωθούν με την ιδέα ότι η γυναίκα, όσο κι αν ήταν σε υποδεέστερη μοίρα απ’ τον άντρα, είχε το δικαίωμα στην τιμή και την ευγνωμοσύνη της πατρίδας από τη στιγμή που αγωνίστηκε και δεινοπάθησε. Αποτέλεσμα αυτής της ανδροκρατικής αντίληψης ήταν να χαθούν πολύτιμες πληροφορίες για τη συμβολή της Ελληνίδας στον αγώνα του ’21.
Στη διάσωση πληροφοριών σημαντική είναι η συμβολή της Καλλιρόης Παρρέν και των συνεργατριών της, που συγκέντρωσαν σπυρί-σπυρί τις πληροφορίες και τις δημοσίευσαν στην «Εφημερίδα των Κυριών». Η Σωτηρία Αλιμπέρτη είχε την πρόνοια να μαζέψει υλικό και να συγκροτηθεί, μετά τον θάνατό της, ιδιαίτερος τόμος για τις ηρωίδες του '21. Στο τέλος του περασμένου αιώνα (19ος) και στις αρχές του τωρινού (20ός) ιστορικοί, λόγιοι και δημοσιογράφοι με ευρύτερη αντίληψη δημοσίευσαν άρθρα, νεκρολογίες και μονογραφίες για τις γυναίκες του '21.

Επιμέλεια: Λίτσα Δουδούμη

Οι Σουλιώτισσες
Ο τελευταίος πρόμαχος της ανεξαρτησίας της Αλβανίας ήταν ο Σκεντέρμπεης. Αυτός κατόρθωσε να σταματήσει την τουρκική επιδρομή. Όταν όμως πέθανε (1468), οι Τούρκοι υποτάξανε την Αλβανία και ο στρατός του διαλύθηκε. Στην περιοχή της Θεσπρωτίας κατοίκησαν χριστιανοί αρβανίτες από τη φυλή των Τσάμηδων, υπολείμματα κι αυτοί του στρατού του Σκεντέρμπεη.
Κατά τον 17ο αιώνα αυτοί ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο Σούλι. Το Σούλι, ή καλύτερα τα τέσσερα χωριά του Σουλίου, δηλ. το Σούλι – πρωτεύουσα, η Κιάφα, το Αβάρικο και η Σαμωνίβα χτίστηκαν στην πιο απόκρημνη και κακοτράχαλη περιοχή της Ηπείρου.
Σε αυτά τα απάτητα βουνά ήρθαν λοιπόν και αναρριχήθηκαν οι Αλβανοί της Μέσης Ηπείρου, οι οποίοι επί αιώνες υφιστάμενοι την επίδραση του χριστιανισμού και του ελληνισμού, μεταπλάστηκαν έτσι ώστε μόνο στη γλώσσα διέφεραν από τους Έλληνες της Ηπείρου. Κατά τα λοιπά, σε τίποτα δεν διακρίνονταν από αυτούς. Μαζί ζήσανε, μαζί θρηνήσανε για την απώλεια της ελευθερίας τους και μαζί αγωνίστηκαν ηρωικά για την ανάκτησή της.
Οι Σουλιώτες ούτε γράμματα μάθαιναν, ούτε τέχνες, ούτε εμπόριο. Ήταν μόνον κτηνοτρόφοι. Αλλά η κύρια ασχολία τους ήταν η τέχνη των όπλων. Και το περίεργο είναι ότι στα όπλα εξασκούντο και οι γυναίκες.
Η γυναίκα στο Σούλι δεν ήταν ίση με τον άνδρα, γιατί η σουλιώτικη κοινωνία ήταν ανδροκρατική. Ωστόσο, είχαν μία ιδιαίτερη υπόσταση. Γυμνάζονταν στα όπλα. Όταν οι άνδρες μάχονταν, οι γυναίκες κουβαλούσαν πολεμοφόδια, τροφές ή ό,τι άλλο χρειάζονταν οι μαχητές. Παρατηρούσαν τους μαχητές, έψεγαν τους άνανδρους και κάποτε τους αφόπλιζαν. Η παρουσία τους στις μάχες εμψύχωνε τους μαχητές, τους αναζωπύρωνε τη φιλοτιμία και την άμιλλα των ανδρών. Όταν μεταξύ των ανδρών δημιουργούντο προσωπικές διαφορές, για να μη μεσολαβήσουν άλλοι άνδρες και γίνουν επικίνδυνες φιλονικίες, μεσολαβούσαν οι γυναίκες και έλυναν τις διαφορές.

Μόσχω Λάμπρου Τζαβέλα
Η Μόσχω, η γυναίκα του Λάμπρου Τζαβέλα, γεννήθηκε στο Σούλι το 1760. Ήταν μετρίου αναστήματος, μελαχρινή κι ωραία και επέδειξε ψυχικό σθένος, δύναμη χαρακτήρα και φιλοπατρία, γι' αυτό κι είχε μεγάλο κύρος στη σουλιώτικη πολιτεία. Στις 20 Ιουλίου 1792, επικεφαλής 400 γυναικών, παρακολουθούσε από τις ράχες της Κιάφας τη μάχη των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά. Μόλις είδαν μια αιφνίδια διακοπή των πυροβολισμών των μαχόμενων Σουλιωτών (ήταν μια μικρή ανακωχή ανάμεσα στους αντιμαχόμενους), οι γυναίκες νόμιζαν πως οι Σουλιώτες σκοτώθηκαν.
Τη σιγή την πήραν για ήττα των ανδρών τους, «οι άνδρες μας σταμάτησαν, φωνάζει η ηρωϊκή Μόσχω, θα σκοτώθηκαν. Σειρά μας τώρα». Και ευθύς 300 γυναίκες ένοπλες επιτίθενται εναντίον 3.000 Αλβανών. Ο Φωτιάδης στον "Καραϊσκάκη» γράφει: «Τρακόσες άδραξαν τ' άρματα και χίμηξαν μπροστά με τη Μόσχω. Απάνω τους φώναζε η μια στην άλλη, απάνω τους, τι τα κοιτάμε τα σκυλιά; Αυτές δεν ήταν γυναίκες, μα μαινάδες. Ξεμαλλιασμένες ή ουρλιάζοντας με γυμνωμένα τα σπαθιά στα χέρια χύθηκαν να φάνε τους οχτρούς. Οι Αληπασαλίδες, άμα τις είδαν να ροβολάνε κατά πάνω τους, τις άρχισαν στις βρισιές και στα αισχρόλογα. Τότες η Μόσχω η Τζαβέλαινα, μπροστά στον θάνατο, σηκώνει τα φουστάνια της και δείχνοντας τ' απόκρυφά της φωνάζει: Να ωρέ Τούρκοι, ελάτε αν σας κιοτάει!». Οι Αλβανοί μπροστά σε αυτό το θέαμα των μαχόμενων γυναικών έμειναν κατάπληκτοι, πανικοβλήθηκαν. Έριξαν τα όπλα κάτω για να είναι ελαφρότεροι και το 'βαλαν στα πόδια. Η Μόσχω τους καταδιώκει, τρέχει προς τον πύργο που τον υπεράσπιζε ο ανιψιός της Κίτσος Τζαβέλας, τον βλέπει νεκρό. Η Μόσχω σκύβει, τον φιλάει, βγάζει την ποδιά της, του σκεπάζει το πρόσωπο και συνεχίζει την καταδίωξη. Ανάμεσα στις γυναίκες είναι και η Σόφω η κόρη της Τζαβέλαινας.
Ο Αλή Πασάς ντροπιασμένος καβαλάει το άτι του και φεύγει στα Γιάννενα.
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης αποθανάτισε τη σκηνή της φυγής με τους γνωστούς στίχους : «Τ' άλογο! τ' αλογο, Ομέρ Βρυώνη, το Σούλι εχύμησε και μας πλακώνει. Τ' άλογο, τ' άλογο, ακούς σφυρίζουν, ζεστά τα βόλια τους μας φοβερίζουν…».
Η Μόσχω πέθανε μεταξύ των ετών 1795-1803.

Δέσπω Φώτου Τζαβέλα
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης στο βιβλίο του «Ιστορική Ανθολογία» γράφει πως στον Κάλαμο, το μικρό νησί κοντά στο Θιάκι, είχαν καταφύγει πολλοί Σουλιώτες. Ανάμεσά τους ήταν και η Δέσπω η Τζαβέλαινα, του Φώτου η γυναίκα, η θαυμαστή από τους πολέμους του Σουλίου με τον Αλή Πασά πριν από το 1821.
Τώρα όμως άλλος γινόταν πόλεμος, ίσα σκληρός και πιο μεγάλος. Οι Σουλιώτες πέρασαν από τα Επτάνησα κατά το 1823 και πολεμάνε μαζί με τόσα άλλα αδέλφια τους. Μαζί τους ήτανε και της Τζαβέλαινας οι γιοι, ο Κίτσος και ο Ζυγούρης.
Ξαφνικά έρχεται η είδηση ότι σκοτώθηκαν οι γιοι της. Οι Σουλιώτισσες αρχίζουν το κλάμα, το ξεφωνητό και τα μαλλιοτραβήγματα. Ξαφνικά η Δέσπω τινάχτηκε ορθή, έριξε πίσω τα μαλλιά της, σφούγγισε τα δάκρυά της και είπε: Παύτε ωρέ τα κλάματα. Πάσχα έρχεται, σηκωθείτε τώρα να βάψουμε τ' αυγά, τι είναι αμαρτία κι ο θεός μπορεί να μας οργιστεί.
Από σεβασμό σηκωθήκανε οι άλλες κι αρχίσανε τη δουλειά. Ξαφνικά έρχεται κάποιος και λέει πως είναι ψέματα, δεν σκοτώθηκα μόνο ο ένας τραυματίστηκε λίγο. Τότε η Δέσπω είπε: Σε ευχαριστώ Θεέ μου που μου τους φύλαξες, μα εγώ πάντα τους έχω ξεγραμμένους.
Ο Βλαχογιάννης λέει ακόμα πως η Δέσπω η Τζαβέλαινα του Φώτου η γυναίκα, έζησε ύστερα ως τα πρώτα χρόνια του Όθωνα και στον 'Επαχτο.
Για τη Δέσπω Φώτου Τζαβέλα γράφει και η Καλλιρρόη Παρρέν: Στην Κέρκυρα η ρωσική κυβέρνηση πήρε απόφαση να σχηματίσει εξ αυτών (των Σουλιωτών) στρατιωτικόν σώμα, το οποίον εσκόπευε να χρησιμοποιήσει σε δεδομένη στιγμή. Η Κέρκυρα και όλη η Επτάνησος διετέλη υπό ρωσικήν προστασίαν. Διετάχθη λοιπόν ο εκεί Ρώσος στρατηγός Ανρέπ να σχηματίσει οκτώ νέους λόχους από Σουλιώτες εθελοντές, εις τους οποίους διόρισε αξιωματικούς Σουλιώτες. Ο Φώτος Τζαβέλας, ο Δαγκλής, ο Ζέρβας, ο Δράκος κ.ά. Στρατολόγησε και γυναίκες. Ούτω η σύζυγος Φώτου Τζαβέλλα ήταν ανώτερη αξιωματικός λόχου εις τον οποίον είχε ταχθεί ο σύζυγός της ως λοχαγός. Έλαβε βαθμό ταγματάρχου σε λόχο που ήταν ο άνδρας της λοχαγός…

Γυναίκες και Φιλική Εταιρία: Μαριγώ Ζαραφοπούλα
Μία περίπτωση γυναίκας που είχε κάποια σχέση με τη Φιλική Εταιρία είναι η Μαριγώ Ζαραφοπούλα, που για τη δράση της και τη συμβολή της στον αγώνα μιλάνε τα τέσσερα πιστοποιητικά που υπάρχουν στον φάκελό της στο «Αρχείον Αγωνιστών» της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Η Μαριγώ ήταν από τα Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης. Στις παραμονές της Επανάστασης, όταν βρίσκονταν στην Πόλη οι Φιλικοί Παπαφλέσας, Χρυσοσπάθης, Περραιβός και Λεμονής και συσκέπτονταν πώς να αντιμετωπίσουν την προδοσία του Ασημάκη, «η κυρία Μαριγώ Ζαραφοπούλα χριστιανή ορθόδοξος, συνετέλεσε πολύ εις τους σκοπούς της Εταιρίας περιφερομένη από οικίαν εις οικίαν δια να μαθαίνει και να μας ειδοποιεί παν ό,τι επαπειλούσε την καταστροφήν των ενεργουμένων, δια της προδοσίας του Ασημάκη. Αν επρολήφθησαν τα πάντα αποτελέσματα τα οποία έμελλον τότε να προκύψωσι ως εκ του περιστατικού της προδοσίας, τούτο οφείλεται κατά μέγα μέρος εις την επαγρύπνισήν της και εις τον πατριωτικόν της ζήλο.
Μετά την αναχώρησιν ημών των εταιριστών δια την Ελλάδαν η Μαριγώ έμεινε εις Κωνσταντινούπολιν, εργαζόμενη με απαραδειγμάτιστον πατριωτισμόν και δια χρηματικών δαπανών υπέρ της πατρίδος. Επροδόθη παρά των εχθρών ως λαβούσα μέρος εις την Εταιρίαν, εφυλακίσθη και εξορίσθη, υπέφερε εις την εξορίαν άπειρα δεινά. Συνετέλεσε εις την δραπέτευσιν των αοιδίμων υιών του Π. Μαυρομιχάλη, κρατουμένων παρά της Οθωμανικής εξουσίας, κατατρεχθείσα δια τούτο παρά της εξουσίας. Διεσώθη εις Βλαχομπογδανίαν μετά πολλούς κινδύνους και έξοδα. Εκείθεν μετέβη εις Υδραν».
Όταν εισέβαλαν οι Αιγύπτιοι στην Πελοπόννησο, η Μαριγώ και πάλι εστάλη σε διάφορα μέρη όπου εκρατούντο αιχμάλωτοι, έδωσε και έλαβε γράμματα. Και ακόμα «όταν τα ελληνικά όπλα και το υπό την οδηγίαν του συνταγματάρχου Φαβιέρου πεζικόν υπέφερε εν Καρύστω, η μνησθείσα κυρία δι’ ίδίων της χρημάτων εφόρτωσε από τις Σπέτζες μίαν γολέταν με παξιμάδια και τα επήγε η ίδια εις Κάρυστον».
Όλα αυτά τα βεβαιώνουν: Π. Νοταράς, Π. Μαυρομιχάλης, Ιωάννης Θ. Κολοκοτρώνης, κ.ά.
Αυτά τα τέσσερα πιστοποιητικά η Μαριγώ Ζαραφοπούλα τα υπέβαλε με μία αίτηση στην «Εξεταστική επί του Ιερού Αγώνος Επιτροπή» και ζητούσε σύνταξη. Η αίτηση φέρει ημερομηνία 19 Απριλίου 1865. Και για την «αγράμματη Μαριγώ» υπογράφει ο Χ. Τζαβέλας. Στην αίτησή της παραπονείται ότι άλλοι που πρόσφεραν πολύ λιγότερα απ' αυτήν και τον άνδρα της πήραν σύνταξη. Και αυτή, που στερείται ακόμα και αυτού του επιουσίου, δεν έλαβε τίποτα.

Αρκάδι Κρήτης: Χαρίκλεια Δασκαλάκη
Νοέμβρης 1864. Ο αγώνας των Κρητικών έχει κορυφωθεί κι εκεί ψηλά στη Μονή Αρκαδίου θα γραφτεί μία χρυσή σελίδα στο βιβλίο των αγώνων του κρητικού λαού. Από μήνες τώρα η Μονή έχει γίνει το κρησφύγετο της Επαναστατικής Επιτροπής και δεν είναι μόνον τούτο, αλλά και οικογένειες ολόκληρες κυνηγημένες από τους Τούρκους έχουν έρθει στο Μοναστήρι για να βρουν καταφύγιο.
Ο Μουσταφά πασάς τα ξέρει όλα, γι' αυτό και στέλνει μήνυμα απειλητικό στον ηγούμενο Γαβριήλ "ή θα τους διώξεις όλους ή θα τινάξω το μοναστήρι στον αέρα". Η Επαναστατική Επιτροπή συνέρχεται αμέσως για να αποφασίσει. Τα κυριότερα πρόσωπα είναι: ο ηγούμενος Γαβριήλ, οι οπλαρχηγοί Βενιανάκης, Κορωναίος, Δημακόπουλος και μία γυναίκα, η Χαρίκλεια Δασκαλάκη, μητέρα, κόρη και γυναίκα αγωνιστών που διακρίνεται για τη λεβεντιά της και τη σθεναρή της απόφαση να πολεμήσει.
Στην Επιτροπή συζητούν αν θα πρέπει να παραδοθούν ή να πολεμήσουν σε περίπτωση τούρκικης επίθεσης. Η Χαρίκλεια είναι σύμφωνη να συνεχίσουν τον αγώνα. Έπειτα συζητιέται το ζήτημα των γυναικόπαιδων. Να τα διώξουν για να μη σταθούν εμπόδιο στους αγωνιστές, ή να μείνουν; Αποφασίζεται να μείνουν και όποια τύχη περιμένει τους άνδρες την ίδια να αντιμετωπίσουν και τα γυναικόπαιδα. Μετά σκέπτονται πώς θα οργανώσουν την άμυνα. Μερικούς στέλνουν κρυφά τη νύχτα για να οργανώσουν την απέξω βοήθεια. Αναμετρώντας τις δυνάμεις τους βλέπουν ότι οι Τούρκοι είναι μιλιούνια, ενώ εκείνοι μόνο 964 όλο κι όλο κι από αυτούς μόνο 325 πολεμιστές, τα άλλα γυναικόπαιδα. Αυτό όμως δεν τους εμποδίζει να στείλουν την απάντηση στον Μουσταφά: «Ο όρκος και το σύνθημά μας είναι Ένωση με την Ελλάδα ή Θάνατος».
Λίγες ώρες αργότερα το Μοναστήρι βρίσκεται κυκλωμένο από χιλιάδες Τούρκους. Ο Μουσταφά τους ξαναπροτείνει να παραδοθούν και οι πολιορκημένοι απαντούν: «Μόνο νεκροί θα παραδοθούμε». Η μάχη αρχίζει, οι Κρητικοί πολεμάνε με ηρωϊσμό ημιθέων, οι γυναίκες και τα παιδιά αυτές τις ώρες παίζουν σπουδαίο ρόλο. Πολλές, όπως η Χαρίκλεια, κρατάνε όπλα, άλλες βοηθάνε τους αγωνιστές, ετοιμάζουν φυσίγγια, κουβαλάνε μπαρούτι, νερό και τρόφιμα.
Όταν κάποτε ρώτησαν τη Χαρίκλεια πώς τα κουβαλούσαν τα πολεμοφόδια, απάντησε: «Με τσι ποδιές των και σε κόσκινα». Όλη τη μέρα η Χαρίκλεια πολεμά και συγχρόνως με λόγια θερμά εμψυχώνει τους αγωνιζόμενους. Για μία στιγμή η ελληνική σημαία που κυματίζει πλάι στο λάβαρο πέφτει, η Χαρίκλεια μέσα από βροχή σφαιρών τρέχει και την ξαναστηλώνει. Σε λίγο η σημαία διάτρητη από σφαίρες ξαναπέφτει, η Χαρίκλεια με κίνδυνο της ζωής της τη σήκωσε, τη φίλησε και την έκρυψε κάτω από τα φουστάνια της για να την παραδώσει ύστερα σαν ιερό κειμήλιο.
Στις 8 Νοεμβρίου ο Μουσταφά βρίσκεται πολύ κοντά τους και με στραμμένο το κανόνι του προς την πόρτα του μοναστηριού. Ρίχνει μια πρώτη, η πόρτα του μοναστηριού τρίζει, με τη δεύτερη η πόρτα εξαρθρώνεται. Με το τίναγμα της πόρτας οι Τούρκοι ορμούν μέσα κραδαίνοντας τα γιαταγάνια τους. Ανδρικά και γυναικεία στήθη προβάλουν την τελευταία αντίσταση. Ο άνισος αγώνας συνεχίζεται στην αυλή του μοναστηριού. Το αίμα έχει πήξει και η Χαρίκλεια με τον γιο της και την κόρη της Ελένη είναι ταμπουρωμένη μέσα σε ένα κελί και ρίχνουν στον εχθρό. Μια σφαίρα που 'ρχεται γι' αυτήν παίρνει τον Κωσταντή στο πόδι. Ο Κωνσταντής ουρλιάζει από τον πόνο, η Χαρίκλεια γυρίζει ψύχραιμη και του λέει: «Για τόσο πράγμα γιε μου φωνάζεις, θα σ' ακούσουν και θα πουν πως φοβηθήκαμε».
Τα κελιά-οχυρά πέφτουν το ένα πίσω από το άλλο. Οι Κρητικοί θερίζονται μα κι οι Τούρκοι δεν πάνε πίσω. Τώρα ο Γαβριήλ είναι έτοιμος να εκτελέσει το μεγάλο του σχέδιο. Πολλές γυναίκες, κορίτσια κι αγόρια τρέχουν στο λαγούμι για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Ο αγωνιστής Γιανγκουδάκης με την κουμπούρα του γεμάτη και στραμμένη προς το μπαρούτι κάνει μια τελευταία ερώτηση στο πλήθος: «θέλετε να παραδοθείτε ή να πεθάνετε;». "Φωτιά καλύτερα" φωνάζουν τα γυναικόπαιδα. Η κουμπούρα αδειάζει στην πυριτιδαποθήκη και το μοναστήρι με Τούρκους και δικούς τινάζεται στον αέρα. Πυκνός καπνός και φλόγες σκεπάζουν τα πάντα. Πέτρες, ξύλα και ανθρώπινα μέλη εκσφενδονίζονται.
Η Χαρίκλεια αιχμαλωτίζεται και μαζί της κι άλλες γυναίκες. Όμως στον δρόμο δραπετεύει και σώζεται για να δει ύστερα από λίγα χρόνια τα παιδιά της να πέφτουν το ένα κοντά στο άλλο για την πατρίδα.

Πηγή: alfavita.gr