Βραβεία. Τα φημισμένα κρασιά του κτήματος Ράμνιστα, Γιανακοχώρι, Δυο Ελιές, Mπλε Αλεπού και Διάπορος έχουν κερδίσει πλήθος διακρίσεων σε διεθνείς διαγωνισμούς
Πριν από πενήντα χρόνια, ο Γιάννης Μπουτάρης αγόρασε, σε ηλικία 22 χρόνων, 500 στρέμματα στο Γιαννακοχώρι, το υψηλότερο σημείο της αμπελουργικής ζώνης της Νάουσας, για να φυτέψει το τοπικό ξινόμαυρο. Σήμερα, ο γιος του, Στέλιος Μπουτάρης, συνεχίζει την παράδοση στο κτήμα Κυρ-Γιάννη, και διευρύνει τους επιχειρηματικούς του ορίζοντες κατακτώντας τις πιο σημαντικές αγορές, όπως αυτή της Κίνας.
Ενας ψυχρός αέρας κατεβαίνει από το βουνό. Στα 300 μέτρα υψόμετρο, στις ανατολικές πλαγιές του Βέρμιου, το κρύο κρατάει ακόμα, παρά την άνοιξη. Οπου και να ρίξει κανείς το μάτι, τριγύρω είναι γεμάτο αμπέλια. «Το καθένα έχει τη δική του γεωγραφία. Σαράντα τεμάχια χωρισμένα ανάλογα με το έδαφος, το ανάγλυφο και την ποικιλία», εξηγεί ο κ. Μπουτάρης. «Οταν αποφάσισε να αγοράσει ο πατέρας μου 500 στρέμματα, η περιοχή ήταν εγκαταλελειμμένη. Ενα τσιφλίκι της οικογένειας Xατζηδημητραίων που παρέμενε ανεκμετάλλευτο».
Η εταιρεία Μπουτάρη είχε, βέβαια, πάντα παρουσία στη Νάουσα, αφού εδώ ξεκίνησε πριν από 130 χρόνια η ιστορία της οικογένειας. «Ο πατέρας μου είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια δίπλα στον θείο Κωστάκη, αφού η Νάουσα ήταν δεύτερο σπίτι. Καλοκαίρια, γιορτές, ο τρύγος…». Το 1960, λοιπόν, ο Γιάννης Μπουτάρης, 22 χρόνων, αποφασίζει ότι χρειαζόταν το δικό του αμπέλι. Οχι μόνο γιατί ήθελε να δείξει ότι ήρθε για να μείνει, αλλά γιατί τον ενδιέφερε να διασώσει την τοπική ποικιλία ξινόμαυρο. «Ηταν η εποχή που ξεπατώνονταν τα αμπέλια για να φυτευτούν ροδακινιές, που ήταν πιο αποδοτική καλλιέργεια». Ξεχορταριάζει, λοιπόν, τη γη και φυτεύει τις πρώτες ρίζες ξινόμαυρο σε γραμμικό υποστυλωμένο αμπελώνα, μια τεχνική που εφαρμοζόταν πρώτη φορά στη Νάουσα. Κάτι όμως έλειπε. Στα μέσα του ’80 ξηλώνει ένα τμήμα και ξεκινά σε επιλεγμένα κομμάτια τις καλλιέργειες Merlot και Syrah που προσαρμόζονται απόλυτα στο μικροκλίμα και πετυχαίνουν εξαιρετικές αναμείξεις με το ξινόμαυρο.
Και η αλήθεια είναι ότι πρώτη φορά γίνεται επιτακτική η αξία του terroir (το αμπελοτόπι), ο τόπος που γεννά το κρασί. «Μέχρι εκείνη την εποχή υποφέραμε στο εξωτερικό από τον μύθο της ρετσίνας και των κρασιών με χαρακτήρα αλλά χωρίς νοστιμιά που τροφοδοτούσαν στα ελληνικά εστιατόρια ΗΠΑ και Ευρώπης. Ο πατέρας μου είχε πάντα έναν κανόνα: Tα καλά κρασιά φτιάχνονται στο οινοποιείο και τα μεγάλα στο αμπέλι». Προσπάθησε, λοιπόν, να αποδείξει ότι ο τόπος κάνει τη διαφορά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μια περιοχή με ιδιαίτερο χαρακτήρα, πολλές βροχές τοn χειμώνα και την άνοιξη, ήπια ξηρασία τα καλοκαίρια και διακυμάνσεις αργιλοασβεστώδους και αμμοαργιλοπηλώδους εδάφους με μέτριες κλίσεις και νοτιοανατολικό προσανατολισμό.
Μία ακόμα φορά, μάλιστα, καινοτομεί με τη βοήθεια μιας ομάδας εμπνευσμένων γεωπόνων με επικεφαλής τη Χαρούλα Σπινθηροπούλου, με την εφαρμογή της κλωνικής επιλογής, μιας τεχνικής που ήρθε πρώτη φορά στην Ελλάδα στο κτήμα Κυρ-Γιάννη έπειτα από επιτυχημένη πορεία στη Γαλλία. Ο λόγος για μια επίπονη διαδικασία που απαιτεί πάνω από δέκα χρόνια για να δείξει αποτελέσματα επιλέγοντας ποιος κλώνος του αμπελιού αποδίδει τα μέγιστα ανάλογα με την περιοχή.
Η ιστορία από την αρχή
Το 1997 λοιπόν, που μοιράζεται η εταιρεία, ο Γιάννης Μπουτάρης αγοράζει ξανά ουσιαστικά το κτήμα στη Νάουσα και το Αμύνταιο, στις δύο πλευρές του Βέρμιου, οργανώνοντας πρώτη φορά το κτήμα Κυρ-Γιάννη. «Μέχρι τότε οι άνθρωποι της περιοχής τον ήξεραν σαν Γιαννάκη. Οταν όμως πέθανε ο θείος του, ο κυρ-Κωστάκης, έγινε αυτομάτως ο κυρ-Γιάννης».
Δύο χρόνια αργότερα αποφασίζουν να τον ακολουθήσουν οι δυο γιοι του, Μιχάλης και Στέλιος, μετά τις σπουδές τους στο εξωτερικό. «Ηταν δύσκολο βήμα για όλους. Για τον πατέρα μου, που έπρεπε να ξεκινήσει από το μηδέν 50 χρόνια μετά, αλλά και για μας, που παίρναμε το ρίσκο». Για λίγα χρόνια εργάστηκαν μαζί προσπαθώντας να στήσουν το κτήμα με τις νέες αρχές της ολοκληρωμένης διαχείρισης και να κάνουν γνωστό το όνομα στο εξωτερικό. «Μεταβιβάζουμε τη διανομή στο δίκτυο Καρούλιας και επικεντρωνόμαστε στον σχεδιασμό και στην παραγωγή». Το 2004 ξεκινούν την τρίτη φάση αναμπέλωσης ξηλώνοντας τμήματα του κτήματος και φυτεύοντας ξανά 150 στρέμματα ξινόμαυρο μαζί με ελληνικές και ξένες ποικιλίες.
Ανάμεσά τους και ένας πειραματικός αμπελώνας ξινόμαυρου πέντε στρεμμάτων κατά το πρότυπο της Βουργουνδίας τα οποία αποτέλεσαν τη βάση για τη νέα γενιά κρασιών. Σιγά σιγά, η ευθύνη περνάει αποκλειστικά στον Στέλιο Μπουτάρη αφού ο πατέρας του αποσύρεται για την πολιτική -«αν και δεν έχει ποτέ αποσυρθεί στην ουσία, αφού προσπαθεί να κλέψει πάντα μερικά Σαββατοκύριακα για να ανέβει στο κτήμα»- και ο αδελφός του, Μιχάλης, αποφασίζει να κάνει το μεγάλο βήμα με τη μετακόμιση, μαζί με την οικογένειά του, στη Σαγκάη.
Τους τελευταίους μήνες, μάλιστα, συνεργάζονται στενά για την εξαγωγή, μέσω της κινεζικής Mogao Company, ελληνικών κρασιών και τη δημιουργία ενός πρότυπου αμπελώνα ξινόμαυρου, του μοναδικού εκτός Ελλάδας. «Το 2020, η Κίνα θα είναι η μεγαλύτερη αγορά κρασιού στον κόσμο. Μέχρι σήμερα αποδείχτηκε πραγματική έκπληξη. Υπάρχει ένας σεβασμός που συνδέει τους δυο λαούς και αυτό είναι το καλύτερο διαβατήριο». Και για τον ίδιο αυτό είναι το διαπραγματευτικό χαρτί στις ξένες αγορές: Ενα όνομα που τιμά την ιστορία και την παράδοσή του. Ο ίδιος, άλλωστε, μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στη Νάουσα, το Αμύνταιο, την Αθήνα και τα ταξίδια του, όπως το τελευταίο στην έκθεση ProWein 2012 στο Ντίσελντορφ. «Για το ελληνικό κρασί η ελπίδα βρίσκεται στο εξωτερικό, αφού η εγχώρια κατανάλωση δεν μπορεί να απορροφήσει όλη την παραγωγή. Και το μεγάλο βήμα έχει γίνει με το ασύρτικο της Σαντορίνης, που έχει αναγνωριστεί στη συνείδηση του καταναλωτή. Η εταιρεία Κυρ-Γιάννη έχει εξαγοράσει, άλλωστε, από το 2009 το 42% του κτήματος Σιγάλα στη Σαντορίνη σε μια κοινή προσπάθεια διάδοσης των τοπικών ποικιλιών», σημειώνει.
Ενα βήμα μπροστά
«Η Ελλάδα μπορεί να κινηθεί στο 3%-5% της διεθνούς αγοράς, στις ετικέτες ποιότητας με τιμή γύρω στα 10-15 δολάρια. Αυτό σημαίνει ότι το κρασί πρέπει να έχει τόσο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που να το θυμάται ο πελάτης που το δοκίμασε στο εστιατόριο και να το αναζητά». Αυτό που ο ίδιος ονομάζει, τελικά, ένα νόστιμο κρασί. «Εχουμε πολλά κρασιά με χαρακτήρα, αλλά αυτό που χρειάζεται είναι ισορροπία ανάμεσα στην οξύτητα, το φρούτο, τις τανίνες. Και είμαστε τυχεροί γιατί λόγω του κλίματος και του εδάφους μπορούμε να κάνουμε πολύ ιδιαίτερα, νόστιμα κρασιά… Εως σήμερα, ξέραμε το 95% της καλλιέργειας του αμπελιού, το υπόλοιπο 5%, όμως, κάνει τη διαφορά. Το να πάρεις 89-90/ 100 βαθμολογία στις διεθνείς γευσιγνωσίες είναι εύκολο. Από εκεί και πέρα χρειάζεται κόπος». Οπως με τον Διάπορο 2007, από τα πιο φημισμένα κρασιά του κτήματος από ξινόμαυρο και Syrah που έφτασε το 95/100, το Γιανακοχώρι 2007 από ξινόμαυρο και Merlot και η περίφημη Ράμνιστα 2006 από παλιά κλήματα ξινόμαυρου.
Και δέκα χρόνια αφότου ανέλαβε βρίσκεται στον σωστό δρόμο: Κάθε χρόνο παράγουν 600.000 φιάλες με σκοπό να φτάσουν το 2016 το ένα εκατομμύριο συγκεντρώνοντας μετάλλια από διεθνείς διαγωνισμούς όπως στα Decanter World Wine Awards. Από αυτά το 20% διοχετεύεται στο εξωτερικό, κυρίως, ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία, Ρωσία, Φινλανδία αλλά και δυτική Ευρώπη και, βέβαια, Κίνα. «Τα επόμενα χρόνια ελπίζουμε να φτάσουμε το 50%. Ηδη, προγραμματίζουμε τα κρασιά της επόμενης πενταετίας, ενώ δεν λείπουμε ποτέ από διεθνείς εκθέσεις και γευσιγνωσίες στα εστιατόρια», καταλήγει ο ίδιος. ¦
Για το ελληνικό κρασί, η ελπίδα βρίσκεται στο εξωτερικό, αφού η εγχώρια κατανάλωση δεν μπορεί να απορροφήσει όλη την παραγωγή».
Πηγή: ethnos.gr