Της Δήμητρας Κογκίδου
«Δεν ξέρω αν πρέπει να πω στη κόρη μου ότι όλοι αυτοί οι περιορισμοί είναι προσωρινοί και ότι γρήγορα θα φτιάξουν τα πράγματα. Θέλω να της δημιουργώ αισιοδοξία χωρίς να της λέω ψέματα…».
Η οικονομική κρίση έχει πολλές επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Επηρεάζει τη δημόσια υγεία, την αύξηση των ψυχικών διαταραχών, της θνησιμότητας και των αυτοκτονιών, την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων και της παραβίασης των κοινωνικών δικαιωμάτων. Η οικονομική κρίση, δεν πλήττει εξίσου όλες τις οικογένειες. Σύμφωνα με τα διεθνή δεδομένα, οι επιπτώσεις αυτές πλήττουν περισσότερο τις οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερες ομάδες, όπως οι γυναίκες, τα άτομα ή νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος. Δηλαδή οι επιπτώσεις της κρίσης κατανέμονται άνισα καθώς επικάθονται σε ήδη προϋπάρχουσες ανισότητες. Η απουσία προϋποθέσεων για αλλαγή της ζωής και θετικής προοπτικής εντείνει ακόμα περισσότερο τον κοινωνικό αποκλεισμό ομάδων που ζούσαν ήδη από πιο μπροστά σε συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.
Απειλείται η ποιότητα της ζωής των παιδιών
Η γενικότερη επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης και κατ’ επέκταση των οικονομικών των νοικοκυριών, ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο, βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την ποιότητα της ζωής των παιδιών. Να κρατήσουμε στο μυαλό μας ότι η φτώχεια αποτελεί έναν κρίσιμο παράγοντα για την πλήρη ανάπτυξη των δυνατοτήτων και τη εξασφάλιση της υγείας και ευημερίας των παιδιών –τόσο κατά την παιδική ηλικία, όσο και στα ενήλικα στάδια της ζωής. Ενώ η σχετική φτώχεια διαφοροποιείται από την απόλυτη σε όρους έντασης και δυσμενών συνεπειών, εν τούτοις, προκαλεί πολλά προβλήματα. Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, λοιπόν, ότι σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για την Ευρωπαϊκή Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης 2009, το 23,7% των παιδιών ηλικίας 0-17 ετών ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας. Δηλαδή, περίπου 500.000 παιδιά στην Ελλάδα, περίπου 1 στα 5 (δεν συμπεριλαμβάνονται τα παιδιά των «παράνομων» μεταναστών). Ιδιαίτερα έντονο εμφανίζεται το πρόβλημα για τα παιδιά που διαβιούν σε μονογονεϊκές οικογένειες (το 33,4% των μονογονεϊκών νοικοκυριών ζει σε συνθήκες φτώχειας). Από τότε μέχρι τώρα η κατάσταση έχει χειροτερέψει καθώς η κρίση έχει διευρύνει ανησυχητικά την ανθρωπογεωγραφία αυτών που δεν μπορούν να καλύψουν τις βασικές βιοποριστικές ανάγκες.
Η απώλεια της εργασίας του ενός ή και των δύο γονέων και η μείωση των εισοδηματικών πηγών της οικογένειας επιφέρει αλλαγές που έχουν επιπτώσεις και στην καθημερινότητά των παιδιών. Για παράδειγμα, ορισμένες οικογένειες που νοικιάζουν κατοικία μετακομίζουν σε φτηνότερο σημείο της Θεσσαλονίκης ή σε κατοικία με χαμηλότερα έξοδα συντήρησης και κόστος ενοικίου ή επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής τους μόνιμα. Δεν λείπουν και οι περιπτώσεις που λόγω ανεργίας οικογένειες αναγκάστηκαν να πουλήσουν την κατοικία τους ή να υπάρχει κίνδυνος κατάσχεσής της. «Πώς να πεις στα παιδιά ότι μετά την απόλυση ξοδέψαμε όλες τις οικονομίες μας και από δω και πέρα πρέπει να ξεπουλάμε τα περιττά ή να βάλουμε ενέχυρο για να δανειστούμε και να πληρώνουμε το στεγαστικό δάνειο, τους λογαριασμούς και να τρώμε;».
Ένα ακόμη από τα δραματικά επακόλουθα της οικονομικής κρίσης είναι ότι ένας αυξανόμενος αριθμός άνεργων γονέων ζητά οικονομική βοήθεια και σε μικρότερο βαθμό τη φιλοξενία παιδιών σε δημόσια ιδρύματα παιδικής προστασίας ή σε ιδιωτικές δομές φροντίδας, όπως αυτές των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και της Εκκλησίας. μέχρι να μπορέσουν να βρουν δουλειά. Επίσης, μια άλλη επίπτωση της οικονομικής κρίσης που αναδείχθηκε είναι το θέμα του υποσιτισμού παιδιών. Επιπρόσθετα, πολλοί γονείς δεν μπορούν να βασίζονται στην ευρύτερη οικογένεια που παραδοσιακά στήριζε καθώς δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στον ίδιο βαθμό οικονομικά. Το αισιόδοξο στοιχείο είναι ότι κατά τη περίοδο της οικονομικής κρίσης αυξήθηκε η εθελοντική προσφορά υπηρεσιών –ιδιαίτερα προς τα παιδιά- και αυτή η μορφή κοινωνικής συνοχής είναι εξαιρετικά ευπρόσδεκτη.
Κάποια παιδιά ακούνε για περικοπές, για την πίεση του οικογενειακού προϋπολογισμού, κάποια ήδη βιώνουν στερήσεις. Η ανεργία ή το ανασφαλές αύριο της μαμάς ή του μπαμπά, οι μειώσεις μισθών και επιδομάτων, οι τιμές που συνεχώς ανεβαίνουν και τα δάνεια που δεν αποπληρώνονται έγκαιρα, έχουν δημιουργήσει ένα διαφορετικό τρόπο ζωής για τα παιδιά. Οι γονείς ή ο γονιός δεν μπορούν πλέον να προσφέρουν τα ίδια υλικά αγαθά στα παιδιά τους, υπάρχει μείωση ή ακόμα και διακοπή συνηθειών που είχαν γίνει μέρος της ζωής τους, όπως εξωσχολικές δραστηριότητες και ψυχαγωγία. ‘’Αναγκάζομαι να λέω συχνά «όχι» στα αιτήματα των παιδιών, αισθάνομαι ένοχη που δεν μπορώ να αγοράζω παιχνίδια, που δεν πηγαίνουμε πια στο λούνα παρκ και σε άλλες εξωσχολικές δραστηριότητες, που ανατράπηκαν οι συνήθειές τους, …Το χειρότερο είναι ότι από τότε που απολύθηκα ο 11χρονος γιός μου λέει ότι δεν με αναγνωρίζει πια…» Επιπλέον, τα παιδιά μπορεί να έρθουν αντιμέτωπα με αλλαγή στην συμπεριφορά των γονιών τους και ενδεχόμενα, αν είναι σε ηλικία που δεν μπορούν να κατανοήσουν τα αίτια, να θεωρούν και τον εαυτό τους υπεύθυνο για την κατάσταση.
Για πολλούς γονείς η μεγαλύτερη έγνοια –με κόπους και θυσίες -είναι πώς θα διατηρήσουν ανέπαφο τον τρόπο ζωής των παιδιών τους ακόμη κι αν αυτός ήταν συχνά εντελώς ασύμβατος με την πραγματική οικονομική κατάσταση της οικογένειας. “Εγώ και ο πατέρας του προσπαθούμε υπεράνθρωπα να μη φέρουμε τα παιδιά σε επαφή με την οικονομική πραγματικότητα που βιώνουμε. Ανταποκρινόμαστε σε όλες τις ανάγκες των παιδιών, όπως παλιά,, μόνον που για μας τα έχουμε κόψει όλα. Επικροτεί και η μάνα μου που έχει βιώσει πόλεμο…. Ίσως δεν κάνουμε καλά. Προσπαθούμε να τα προστατέψουμε και τα έχουμε στη γυάλα»
Οι επιπτώσεις της κρίσης είναι ορατές και στην καθημερινότητα των παιδιών στο σχολείο. «Βλέπω στο σχολείο φαινόμενα απομονωτισμού των παιδιών που βιώνουν οικονομικές δυσκολίες στο σπίτι. Δεν μπορούν να πάρουν κάτι από το κυλικείο, να συμμετάσχουν σε μια εκδρομή….. Ένα παιδί μετακόμισε στη γιαγιά γιατί οι γονείς πάνε στο εξωτερικό να δουλέψουν, άλλο παιδί που ζούσε με μόνη μητέρα και ήταν φτωχό ήδη τώρα τρέφεται αποκλειστικά από τα συσσίτια…..άλλο παιδί άλλαξε σχολείο στη μέση της χρονιάς γιατί οι γονείς του αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο χωριό για να επιβιώσουν… τον μπαμπά ενός παιδιού τον έβαλαν στο ψυχιατρείο γιατί «απολύθηκε ..από τη δουλειά και τρελάθηκε»…».
«Αυτά τα θέματα δεν είναι για τα παιδιά»
Εμείς οι μεγάλοι αναρωτιόμαστε τι πρέπει να ξέρει ένα παιδί. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορούμε να αφήνουμε τα παιδιά έξω απ’ την πραγματικότητα της ζωής μας. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται, ακούνε, διαισθάνονται. Άλλωστε «πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά, έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα…». Ανάλογα με το οικογενειακό περιβάλλον όπου μεγαλώνουν, ζουν την κρίση με διαφορετικό τρόπο. Τα παιδιά χρειάζονται απαντήσεις για αυτά που συμβαίνουν γύρω τους με απλά λόγια και προσαρμοσμένα στην ηλικία τους. Το βασικό είναι να ειπωθεί και να κουβεντιαστεί, γιατί ότι εκφράζεται με λόγια είναι λιγότερο απειλητικό στα παιδιά. Χρειάζεται, λοιπόν, να είμαστε ειλικρινείς με τα παιδιά μας για την υπάρχουσα οικονομική κρίση, να έχουμε ανοικτό διάλογο, να μην κρύβουμε την αλήθεια αλλά να λέμε όσα είναι κατανοητά για την ηλικία τους, φροντίζοντας ταυτόχρονα να μεταφέρουμε και αισιόδοξα –αλλά ρεαλιστικά- μηνύματα για βελτίωση της ζωής στο μέλλον.
Επομένως, λέμε αναμφίβολα ναι στην γνωστοποίηση της κατάστασης με τρόπο ανάλογο με την ηλικία τους, χωρίς να τα πανικοβάλλουμε, να τα αποθαρρύνουμε, να τα απογοητεύσουμε. Ας μη δίνουμε μια ψεύτικη εικόνα στα παιδιά για να μην τα πληγώσουμε, διότι μοιραία θα αντιμετωπίσουν κάποια στιγμή την πραγματικότητα και αν δεν είναι έτοιμα, τότε θα είναι πιο ευάλωτα. «Μιλάω στην 10χρονη κόρη μου για την κρίση. Δεν μπορώ να πω ότι ένα παιδί αυτής της ηλικίας κατανοεί πλήρως τη νέα οικονομική πραγματικότητα αλλά της είχα μάθει από πιο μπροστά ότι δεν τα παίρνουμε όλα, ότι το πάν δεν είναι τα υλικά αγαθά, της είχα μάθει να ιεραρχεί τις προτεραιότητες και να είναι υπεύθυνη και έτσι τώρα ζητάει όλο και λιγότερα. Και από αυτά τα λίγα που παίρνει, δίνει και σε άλλα παιδάκια. Δεν ξέρω αν πρέπει να της πω ότι όλοι αυτοί οι περιορισμοί είναι προσωρινοί και ότι γρήγορα θα φτιάξουν τα πράγματα. Θέλω να της δημιουργώ αισιοδοξία χωρίς να της λέω ψέματα….».
Τα παιδιά πρέπει και έχουν το δικαίωμα να γνωρίζουν, να συμμετέχουν σε όλα αυτά αλλά και δική μας υποχρέωση είναι να διασφαλίσουμε ότι μπορούν, παρόλα αυτά, να συνεχίσουν να αισθάνονται ότι είναι παιδιά και να ζουν ως παιδιά. Εκτός από το να ξέρουν την κατάσταση, πρέπει να φροντίσουμε τα παιδιά μας να αποκτήσουν τη ψυχική ανθεκτικότητα έτσι ώστε να αντιμετωπίζουν τις αντιξοότητες –αυτές ή άλλες. «Αυτό που προσωπικά θεωρώ πιο σημαντικό είναι να παρέχουμε στα παιδιά μας τα απαραίτητα ψυχικά εφόδια, δηλαδή να τα κάνουμε ανθεκτικά ψυχικά έτσι ώστε σήμερα που είναι παιδιά και αύριο ενήλικες να μπορούν να χειρίζονται τις δυσκολίες με ασφάλεια και αυτοπεποίθηση». Η συστηματική προώθηση μιας παιδείας ψυχικής ανθεκτικότητας σε όλα τα επίπεδα θα βοηθήσει τα παιδιά να μάθουν πώς να μετασχηματίζουν ένα εμπόδιο σε μια ευκαιρία για ωρίμανση και μάθηση, να αποκτήσουν μια θετική προσέγγιση στη ζωή, θάρρος και αισιοδοξία για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες της ζωής.
Ενδεχόμενα, χρειάζεται να περιορίσουμε εξόδους για ψυχαγωγία με τα παιδιά που απαιτούν κάποια χρήματα. Σίγουρα, όμως, υπάρχουν οικογενειακές δραστηριότητες ή δραστηριότητες με άλλα παιδιά που είναι ανέξοδες. Γιατί να μην τις δοκιμάσουμε; Γιατί να μη βρούμε από κοινού με τα παιδιά μας πώς να δαπανήσουμε τα χρήματα που μπορούμε να διαθέσουμε σύμφωνα με τις οικονομικές μας δυνατότητες και τις ανάγκες μας για ψυχαγωγία; Εξάλλου, πρέπει να φροντίσουμε να κρατήσουμε πολλές από τις γνώριμες –και ανέξοδες- συνήθειες των παιδιών σταθερές για να έχουν ένα αίσθημα συνέχειας και ασφάλειας.
Επίσης, είναι καλύτερο για τα παιδιά να παραδεχθούμε ότι αισθανόμαστε οικονομική πίεση, ότι έχουμε αγωνία για το μέλλον, άγχος, θυμό (ή ότι άλλο νοιώθουμε), παρά να βιώνουν τα παιδιά μια δύσκολη κατάσταση στο σπίτι, να βλέπουν διαρκώς αγχωμένους και ευερέθιστους ή σε κατάθλιψη γονείς ή γονέα χωρίς να ξέρουν το γιατί. Αν δεν ξέρουν, η απειλή είναι μεγαλύτερη. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι αρκεί μόνον να ξέρουν το γιατί.
Πρέπει παράλληλα να γίνει προσπάθεια ώστε να ελαττωθεί το στρες στην οικογένεια, να είναι οι γονείς ήρεμοι και υποστηρικτικοί και να διαχειρίζονται τις προσδοκίες των παιδιών με ειλικρινή τρόπο. Αυτό θα κάνει τα παιδιά να νιώθουν ότι μπορούν να συνεχίσουν να βασίζονται στην οικογένεια τους, όπως συνέβαινε πριν. Αυτό είναι πιο δύσκολο στη παρούσα φάση γιατί τα παιδιά αντιλαμβάνονται πως η ασφάλειά τους δεν εναπόκειται πλέον στους γονείς τους γιατί και οι ίδιοι ζουν σε καθεστώς μεγάλης αβεβαιότητας και ανασφάλειας. «Νοιώθω τύψεις απέναντι στα παιδιά μου και τα παιδιά των άλλων. Δανειζόμουν για να ζήσουμε πλουσιοπάροχα και να προσφέρω το καλλίτερο στα παιδιά μου και ουσιαστικά εγώ και οι όμοιοί μου υποσκάψαμε το μέλλον των παιδιών μας. Άντε τώρα να τα πεις ότι λεφτά δεν υπάρχουν και ότι θα ζήσουν δύσκολα στο μέλλον. Περάσαμε στα σημερινά παιδιά την αίσθηση πως όλα είναι δυνατά, πως για να ανέβουν κοινωνικά δεν χρειάζεται να δουλέψουν μεθοδικά, αλλά να πιάσουν την καλή ευκαιριακά». Επίσης, είναι σημαντικό να αναρωτηθούμε πως εμείς οι ενήλικες –γονείς και εκπαιδευτικοί – αντιμετωπίζουμε τα εμπόδια και τις δυσκολίες της ζωής και τι είδους πρότυπα δίνουμε στα παιδιά μας.
Η κρίση ως πρόκληση για αναζήτηση νέας ισορροπίας
Η κρίση. μπορεί να κινητοποιήσει νέες δυναμικές, να μας οδηγήσει σε μία επανεπένδυση της συλλογικής ελπίδας μέσα από ριζικά διαφορετικές πλέον διεξόδους, μέσα από επενδύσεις σε νέες συλλογικότητες με βάση την αλληλέγγυα εμπιστοσύνη την οποία χάσαμε -όχι όμως μόνο λόγω της οικονομικής ανέχειας. Αυτό θα μας δώσει μια αίσθηση ελπίδας, μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας και ελέγχου.
*Η Δήμητρα Κογκίδου είναι Καθηγήτρια και Κοσμητόρισσα της Παιδαγωγικής Σχολής στο ΑΠΘ