Μύθοι και Πραγματικότητα


από τον Alex Andreou, The New Statesman


Η Μαρία γεννήθηκε στην Πάρο το 1942. Η χώρα βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή. Έχει βιώσει τι θα πει φόβος, φτώχεια, πείνα, βομβιστικές επιδρομές και εκτελέσεις. Επέζησε από τον πόλεμο και μαθήτευσε σ’ ένα καθολικό σχολείο θηλέων. H Μαρία ήταν καλή στα αθλήματα και εξαιρετική τραγουδίστρια. Ήταν η πρώτη μαθήτρια στο σχολείο. Παντρεύτηκε και άρχισε να εργάζεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο στη Μύκονο, από όπου συνταξιοδοτήθηκε 44 χρόνια αργότερα, στην ηλικία των 64 – ένα χρόνο νωρίτερα από την κανονική της συνταξιοδότηση- προκειμένου να φροντίσει τον σύζυγό της ο οποίος πέθαινε από καρκίνο του παγκρέατος.


Στο μεγαλύτερο μέρος τη ζωής της, η Μαρία έκανε δύο δουλειές – οι καιροί ήταν δύσκολοι. Συνέβαλε στη συνταξιοδότηση της και έκανε αποταμιεύσεις. Μεγάλωσε τρία παιδιά. Καθόταν στην ραπτομηχανή της πολλά βράδια, ξαναφτιάχνοντας τις φούστες της, έτσι ώστε τη δεκαετία του ‘60 να μην φαίνεται ότι τα ρούχα της ότι ήταν της δεκαετίας του ’50 και τη δεκαετία του ’70 να μην φαίνεται ότι  τα ρούχα της ανήκαν στη δεκαετία του ’60.


Εκατομμύρια συμπολίτες της έζησαν μία ζωή όπως εκείνη. Είναι μία τυπική τεμπέλa, ματαιόδοξη Ελληνίδα;

Ιδού, λοιπόν, ο πρώτος μύθος: η κρίση γεννήθηκε στην Ελλάδα. Δεν είναι έτσι. Είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της παγκόσμιας κρίσης που ξεκίνησε το 2008.

Υπάρχουν στοιχεία στην ελληνική οικονομία, τα οποία την καθιστούσαν ιδιαίτερα ευάλωτη; Ναι – υπάρχει ανεξέλεγκτη διαφθορά, κακοδιαχείριση, συστημικά προβλήματα, μαύρη αγορά. Όλα αυτά έχουν διερευνηθεί μέχρι αηδίας. Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που σπανίως αναφέρονται. Η κρίση ήρθε σε μία ιδιαίτερα άσχημη στιγμή για την Ελλάδα, τέσσερα χρόνια μετά τη γιγάντωση αυτής της μικρής οικονομίας που επήλθε για να «ανταπεξέλθει» στη διοργάνωση των  Ολυμπιακών Αγώνων. Όταν ήρθε η κρίση, η χώρα στερείτο των νομισματικών και δημοσιονομικών μηχανισμών που χρειάζονταν για να αντιμετωπίσει το θέμα, λόγω της συμμετοχής της στο ενιαίο νόμισμα.


Ωστόσο, όλα τα παραπάνω είναι παράγοντες που συμβάλλουν στη χειροτέρευση της κρίσης – τίποτα περισσότερο ή λιγότερο. Ο καταλύτης στη περίπτωση της Ελλάδας ήταν η συμπεριφορά του χρηματοπιστωτικού τομέα μετά την κρίση. Ιδού τι είπε η Άνγκελα Μέρκελ το Φεβρουάριο του 2010, όταν το «ελληνικό πρόβλημα» άρχισε να διαφαίνεται, σύμφωνα με ρεπορτάζ του Bloomberg:


Η γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, επέκρινε την κερδοσκοπία των αγορών έναντι του ευρώ υποστηρίζοντας ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που διεσώθησαν με δημόσια κεφάλαια εκμεταλλεύονται την κρίση χρέους στην Ελλάδα και αλλού. Σε ομιλία της στο Αμβούργο, έστρεψε τα πυρά της σε νομισματικούς κερδοσκόπους, οι οποίοι, όπως είπε, εκμεταλλεύονται συσσωρευμένα χρέη κρατών της ζώνης του ευρώ για να καταπολεμήσουν την οικονομική κρίση. «Το χρέος που έπρεπε να συρρικνωθεί όταν τα πράγματα πήγαιναν άσχημα, γίνεται τώρα αντικείμενο κερδοσκοπίας από εκείνα ακριβώς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που σώσαμε πριν από ενάμιση χρόνο (το 2008). Κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο να το εξηγήσουμε στους πολίτες μιας δημοκρατία που πρέπει να μας εμπιστεύονται».
Και δεδομένου ότι ήταν δύσκολο να το εξηγήσει, φαίνεται πως σταμάτησε να προσπαθεί.


Η κρίση είναι χρηματοπιστωτική. Δεν είναι. Πρόκειται για μια πολιτική αλλά και ιδεολογική κρίση. Οι δυσκολίες μιας οικονομίας του μεγέθους της Ελλάδα (1,8 τοις εκατό του ΑΕΠ της ευρωζώνης, 0,47 τοις εκατό του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2010 σύμφωνα με στοιχεία του ΔΝΤ) θα έπρεπε να επηρεάσουν στο ελάχιστο το παγκόσμιο οικονομικό σκηνικό.


Ο πρωταρχικός λόγος για τον πανικό που δημιουργήθηκε αρχικά, είναι η διασύνδεση του τραπεζικού τομέα – η ίδια συστημική αδυναμία που προκάλεσε το φαινόμενο του ντόμινο το 2008 και το οποίο ουδείς έχει καταφέρει να αντιμετωπίσει ή να ρυθμίσει.


Ο δεύτερος λόγος είναι η άρνηση της ευρωζώνης να επιτρέψει στην Ελλάδα να προχωρήσει σε αυτό που οι περισσότεροι σχολιαστές θεωρούν ως αναπόφευκτη επιλογή πολλούς μήνες τώρα: τη στάση πληρωμών.


Αλλά αυτοί οι λόγοι αφορούν πολιτικές αποφάσεις και όχι αυστηρά δημοσιονομικές.
Οι Έλληνες είναι τεμπέληδες. Αυτή η φράση κρύβει πίσω της πολλά στοιχεία για όσα λέγονται για την κρίση. Η λογική συνέχεια αυτής της σκέψης είναι ότι μια χαλαρή μεσογειακή εργασιακή ηθική βρίσκεται στο επίκεντρο της αυτοεπιβαλλόμενης πτώσης της χώρας. Και όμως, τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι το 2008, οι Έλληνες εργάστηκαν κατά μέσο όρο 2120 ώρες ετησίως, δηλαδή 690 ώρες περισσότερο από τον μέσο Γερμανό και 467 περισσότερα από το μέσο Βρετανό. Μόνο οι Κορεάτες εργάζονται περισσότερες ώρες. Το δικαίωμα άδειας που καταβάλλεται στην Ελλάδα είναι κατά μέσο όρο 23 ημέρες, πολύ χαμηλότερο από το ελάχιστο του Ηνωμένου Βασιλείου  που είναι 28 μέρες και εκείνο της Γερμανίας, που είναι – επιβλητικώς- 30 μέρες.