Η οικολογική συνείδηση αποδεικνύεται συμφέρουσα για τους ιδιοκτήτες ξενοδοχείων, οι οποίοι αποφασίζουν να επενδύσουν στη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, στη σωστή διαχείριση του νερού και στη βελτίωση των υποδομών τους με στόχο την εξοικονόμηση ρεύματος.
Πριν από λίγα χρόνια οι δαπάνες για την εγκατάσταση «πράσινων» συστημάτων αφορούσαν κυρίως τους επιχειρηματίες τουρισμού με ιδιαίτερη ευαισθησία στα οικολογικά θέματα ή μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες που έβλεπαν τον οικολογικό προσανατολισμό ως μια ευκαιρία για να ενισχύσουν το γόητρό τους. Σήμερα όλο και περισσότερες επιχειρήσεις προχωρούν σε ανάλογες επενδύσεις, καθώς είναι ξεκάθαρο ότι ένα «πράσινο ξενοδοχείο» εκτός από πιο ελκυστικό είναι και οικονομικότερο.
«Θα χρειαζόμουν 50 τόνους πετρέλαιο κάθε χρόνο για τις ανάγκες του ξενοδοχείου. Αντ’ αυτού έχουμε δημιουργήσει ένα σύνθετο σύστημα για θέρμανση – ψύξη, χρησιμοποιώντας ηλιακή ενέργεια, ενεργειακά τζάκια, γεωθερμία κ.ά. Φυσικά η μόνωση του κτιρίου είναι καθοριστικής σημασίας. Με αυτόν τον τρόπο εξοικονομούμε τουλάχιστον 40.000 ευρώ ετησίως» μας λέει η Χρυσαυγή Μάτσα, ιδιοκτήτρια πρότυπης ξενοδοχειακής μονάδας στη Δεσκάτη Γρεβενών. Οπως λέει, καθώς δεν είχε βρει κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα, αφιέρωσε δύο μήνες μελέτης μέσω Διαδικτύου ανάλογων εγκαταστάσεων στο εξωτερικό.
Τι κοστίζει όμως για μια μικρομεσαία επιχείρηση να «συμμαζέψει» την κατανάλωση ρεύματος και νερού και ποιο το όφελος; Σύμφωνα με τον Θόδωρο Δουλουμπέκη, πολιτικό μηχανικό που έχει ασχοληθεί με το αντικείμενο, μια τέτοια εγκατάσταση μπορεί να μην ξεπεράσει τις 15.000 ευρώ. «Μια τέτοιου είδους επένδυση για μια μονάδα 100 – 200 κλινών μπορεί να επιφέρει μείωση των λογαριασμών ρεύματος και νερού κατά 10 – 12% και να αποσβεστεί σε τρία χρόνια. Παράλληλα, και ο πελάτης αντιλαμβάνεται τη διαφορά», αναφέρει. Πάντως, κάποιος μπορεί να ξεκινήσει τις προσαρμογές με ελάχιστο κόστος όπως με την αντικατάσταση των λαμπτήρων, των «ακουστικών» στα ντουζ που μειώνουν τη ροή νερού, τον έλεγχο των διαρροών κ.ά.
Εκμεταλλευόμενοι την τάση των τουριστών για «πράσινες διακοπές» ορισμένοι ξενοδόχοι καταφεύγουν και σε άλλες πρακτικές, όπως τη χρήση βιολογικών τροφίμων στα πρωινά και τα γεύματά τους. Το έπραξε ο Αλέξανδρος Αραπάκης, ιδιοκτήτης ξενοδοχείου στην οδό Πειραιώς, που δημιουργεί ένα πρότυπο κτήμα βιολογικών προϊόντων εκτός Αττικής προκειμένου να εξασφαλίσει την τροφοδοσία της μονάδας του με επιλεγμένα τρόφιμα. «Δεν ξεκίνησε από τη μια ημέρα στην άλλη, πάντα είχαμε ευαισθησία σε αυτά τα ζητήματα. Προκειμένου να διασφαλίσουμε την ποιότητα των υλικών στα πιάτα μας δημιουργούμε ένα βιολογικό κτήμα.
Αυτό θα έχει και άλλη χρήση, καθώς ο κάθε ενδιαφερόμενος, ακόμα και οι ίδιοι οι πελάτες του ξενοδοχείου θα έχουν τη δυνατότητα να περιηγηθούν στο κτήμα είτε για χαλάρωση είτε για να διαπιστώσουν ιδίοις όμμασι το πώς παράγονται τα τρόφιμα που καταναλώνουν», αναφέρει.
Οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν περιβαλλοντική διαχείριση πόρων και αποβλήτων, αλλά και εκπαίδευση πελατών, προσωπικού, προμηθευτών και τοπικής κοινωνίας μπορούν να επιβραβευτούν με το οικολογικό σήμα ποιότητας Green Key. Το πρόγραμμα συντονίζεται από το Διεθνές Ιδρυμα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης και αποτελεί αξιόλογη διάκριση που συγκινεί ένα απαιτητικό τουριστικό κοινό. Σήμερα περίπου 120 ελληνικές επιχειρήσεις έχουν πάρει αυτή τη διάκριση. «Ολο και περισσότεροι τουρίστες ενδιαφέρονται για πράσινα ξενοδοχεία», εξηγεί η Διονυσία Παπαδοπούλου, υπεύθυνη συντονισμού του Green Key για την Ελλάδα.
Aπό την «Καθημερινή»