Οι έφηβοι που αποφοίτησαν από ένα ειδικό γυμνάσιο του νότιου Μπρονξ το 1999 έγιναν πανεθνικά διάσημοι. Οι μαθητές, όλοι τους μαύροι ή λατινοαμερικανικής καταγωγής και ως επί το πλείστον από φτωχές οικογένειες, είχαν επιλεγεί τέσσερα χρόνια νωρίτερα για να συμμετάσχουν σε ένα πειραματικό πρόγραμμα που ονομαζόταν KIPP (Knowledge Is Power Program) και είχε στόχο να εξουδετερώσει το χάσμα επίδοσης ανάμεσα στους προνομιούχους και τους φτωχούς μαθητές. Η εμπειρία φάνηκε να πηγαίνει πολύ καλά: στις γενικές σχολικές εξετάσεις, οι μαθητές αυτοί κέρδισαν τους υψηλότερους βαθμούς από όλα τα σχολεία του Μπρονξ και είχαν την πέμπτη καλύτερη επίδοση σε όλη τη Νέα Υόρκη. Οι περισσότεροι κατάφεραν να γίνουν δεκτοί σε κορυφαία λύκεια, συχνά με πλήρη υποτροφία. Ολοι φαίνονταν προορισμένοι για το πανεπιστήμιο και για επιτυχίες στη ζωή, που θα αψηφούσαν τα συνήθη προγνωστικά.
Ωστόσο, έξι χρόνια μετά την αποφοίτησή τους από το λύκειο μόνο το ένα πέμπτο από τους νέους αυτούς είχε ολοκληρώσει τετράχρονες σπουδές στο κολέγιο. Οι περισσότεροι κατέληξαν να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους, επαναβεβαιώνοντας την αυξανόμενη ταξική ανισότητα στα αμερικανικά πανεπιστημιακά campus. Οι διοργανωτές του ΚΙΡΡ απογοητεύτηκαν πολύ, ιδιαίτερα επειδή ένα πανεπιστημιακό πτυχίο ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο πολύτιμο, δίνοντας τη δυνατότητα στους Αμερικανούς νέους να κερδίσουν κατά μέσον όρο 80% περισσότερα από τους αποφοίτους λυκείου. Γιατί, λοιπόν, δεν κατάφερε το ΚΙΡΡ να προετοιμάσει τους μαθητές για τις πανεπιστημιακές σπουδές;
Δεν αρκεί το τεστ IQ
Ο Πολ Ταφ, δημοσιογράφος και πρώην συντάκτης του New York Magazine, επιχειρεί να απαντήσει σε αυτό το ακανθώδες ερώτημα στο «Πώς επιτυγχάνουν τα παιδιά: Σθένος, περιέργεια και η κρυμμένη δύναμη του χαρακτήρα»», ένα φιλοδοξο και κομψά γραμμένο βιβλίο που τώρα κυκλοφόρησε και στη Βρετανία. Το πρόβλημα, γράφει, είναι ότι η ακαδημαϊκή επιτυχία θεωρείται πως είναι προϊόν των γνωσιακών ικανοτήτων – του είδους της ευφυΐας που μετριέται με τα τεστ IQ. Αυτή η άποψη έχει τροφοδοτήσει τη ζήτηση παιχνιδιών «νοητικής ανάπτυξης» και ένα κίνημα εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που δίνει μεγάλη σημασία στους βαθμούς των εξετάσεων.
Ωστόσο, νέες έρευνες από οικονομολόγους, ψυχολόγους, νευρολόγους και εκπαιδευτικούς έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι δεξιότητες που δίνουν τη δυνατότητα σ’ έναν φοιτητή να τελειώσει κολέγιο και πανεπιστήμιο δεν έχουν τόσο να κάνουν με την εξυπνάδα όσο με πιο συνηθισμένα στοιχεία του χαρακτήρα, όπως η ικανότητα των παιδιών να συγκεντρώνονται και να συγκρατούν τις παρορμήσεις τους. Οι σπουδαστές του ΚΙΡΡ που αποφοίτησαν από το κολέγιο δεν ήταν τα σχολικά αστέρια, αλλά οι επίμονοι και εργατικοί νεαροί, αυτοί που κατάφερναν να μην περισπώνται και ήταν αποφασισμένοι να πάνε μπροστά.
Ετσι, οι μη γνωσιακές δεξιότητες, όπως η επιμονή και η περιέργεια, είναι ισχυροί παράγοντες πρόβλεψης της μελλοντικής επιτυχίας. Από πού όμως έρχονται αυτά τα χαρακτηριστικά; Και πώς μπορούν να αναπτυχθούν; Αναζητώντας απαντήσεις, ο Πολ Ταφ εξετάζει πρώτα το πρόβλημα σε νευρολογικό επίπεδο. Μπορεί ιατρικά να εξηγηθεί γιατί τα παιδιά που μεγαλώνουν σε στερητικό, δυσλειτουργικό περιβάλλον έχουν σε γενικές γραμμές μεγαλύτερη δυσκολία να συγκεντρωθούν, να προσηλωθούν στις εργασίες τους και να ανακάμψουν από απογοητεύσεις. Το τμήμα του εγκεφάλου που επηρεάζεται περισσότερο από το πρώιμο στρες είναι ο προμετωπιαίος φλοιός, ο οποίος επιτελεί κρίσιμο ρόλο στον έλεγχο των σκέψεων και στη ρύθμιση της συμπεριφοράς. Οταν αυτή η περιοχή υποστεί βλάβη –όπως συμβαίνει συχνά σε παιδιά που ζουν μέσα στις πιέσεις της φτώχειας– είναι πιο δύσκολο να συγκρατηθούν τα αντιπαραγωγικά ένστικτα.
Η επιστήμη επισημαίνει το πρόβλημα, αλλά δείχνει και τρόπους να ξεπεραστεί. Μελέτες δείχνουν ότι η έγκαιρη προσπάθεια από γονείς ή κηδεμόνες των παιδιών τα βοηθάει να αντισταθμίσουν τη βιοχημική επίδραση του στρες. Και οι εκπαιδευτικοί μπορούν να προωθήσουν τη συγκέντρωση και τον αυτοέλεγχο. «Ο προμετωπιαίος φλοιός ανταποκρίνεται καλύτερα στην παρέμβαση από άλλα τμήματα του εγκεφάλου», γράφει ο Πολ Ταφ. Παραμένει ευεπηρέαστος μέχρι και τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης.
Τα σχολεία έχουν την εμπειρία της επιδίωξης καλύτερων βαθμών στις εξετάσεις. Είναι όμως πολύ πιο δύσκολη η ανεύρεση τρόπων για να βοηθήσουν τα νεαρά παιδιά να αναπτύξουν το σθένος τους (αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί «grit», την παθιασμένη αφοσίωση σε κάποιο στόχο). Οι ψυχολογικές παρεμβάσεις είναι πιο περίπλοκες και λεπτές από τη διδασκαλία των μαθηματικών, και ένα από τα προβλήματα στα αμερικανικά σχολεία είναι η έλλειψη καλών δασκάλων. Ο συγγραφέας ρίχνει φως σε μερικές αξιόλογες προσπάθειες ενίσχυσης αυτών των μη γνωστικών δεξιοτήτων – όπως η δουλειά ενός νεαρού δάσκαλου σκακιού στο Μπρούκλιν, ο οποίος μετατρέπει «αδιάφορους» μαθητές από φτωχές οικογένειες σε πρωταθλητές στο σκάκι, διδάσκοντάς τους νέους τρόπους να λύνουν προβλήματα και να ξεπερνούν τις αποτυχίες. Στο Σικάγο, το πρόγραμμα OneGoal, που ξεκίνησε το 2009, προετοιμάζει μαθητές γυμνασίου για το κολέγιο δίνοντας έμφαση στη σύνδεση ανάμεσα στη σκληρή δουλειά και τη «μοίρα». Και τα σχολεία όπου δρα το πρόγραμμα ΚΙΡΡ πειραματίζονται τώρα με κάτι που αποκαλείται «αναφορά χαρακτήρα», σχεδιασμένη για να δείχνει στους μαθητές ότι οι ικανότητες αυτές μπορούν να βελτιωθούν με τον καιρό.
Το καλό σχολείο παραμένει το πιο ισχυρό διαθέσιμο εργαλείο εναντίον της φτώχειας. Επειτα από δεκαετίες αποτυχημένων προσπαθειών για τη βελτίωση της ζωής φτωχών μαθητών, ο Πολ Ταφ έγραψε ένα διορατικό και προκλητικό βιβλίο για το είδος δουλειάς που πρέπει να γίνει ώστε να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο.
Πηγή: economist