Γιάννης Κουβαράς, αυτός ο δόκτορας της Κλασικής Φιλολογίας, ο δάσκαλος, ο ποιητής, ο κριτικός της λογοτεχνίας , ο δοκιμιογράφος – διακεκριμένος και καταξιωμένος σε όλα – και, ιδίως, ο μύστης και ομοτράπεζος των « άδοξων ποιητών των αιώνων», δεν είναι από άλλη πατρίδα. Ο ίδιος δηλώνει Αγιαννίτης και Αστρινός αλλά γεννήθηκε στη «Μέσα θάλασσα» τη δική μας. Γιατί ο Στόλος είχε, κι αυτός, την ποιητική θάλασσά του που « Νανούριζε τους πνιγμένους της».
Ούτε τον γνώριζα, είχα φύγει νωρίς. Όμως, σπουδάσαμε και οι δύο τα Διονυσιακά ξεσπάσματα του παππού του, του γέρο – Πέτρου, και ήπιαμε από το ίδιο ποτάμι νερό.
Κάποτε, τον έφερε στο σπίτι μου στην Αθήνα πρακτικό θέμα της καθημερινότητας και ήταν φθασμένος πνευματικός άνθρωπος πια. Το μεσημέρι βρήκα τη μάνα μου μέσα στην καλή χαρά, «ήρθε της Καλομοίρας ο εγγονός, της ξαδέρφης μου», πανηγύριζε. Την είχε παραμυθιάσει ο ποιητής, με τη χωριάτικη αύρα του άλλου καιρού.
Τώρα κρατάει ακόμα ο απόηχος της επιστολής – πνευματικής παρακαταθήκης στους μαθητές του, που αναμεταδόθηκε από τον τύπο και το ραδιόφωνο και αναρτήθηκε στο διαδίκτυο. Σταχυολογώ:
«Η ευτυχία δεν ανεβαίνει στα ρετιρέ επειδή λαχανιάζει».
«Ανοίξτε πανιά στο αδύνατο».
« Κανείς δεν ψήλωσε κονταίνοντας τους άλλους».
«Έχουμε έλλειμμα ευτυχίας και πλεόνασμα επιστημόνων».
« Είπαν την TV μηχανισμό αχρήστευσης του ανθρωπίνου βλέμματος».
« Αν δεν καείς εσύ, αν δεν καώ εγώ πως θα γεννούνε τα σκοτάδια φως» ( Χικμέτ).
Αν είχε υποστεί τέτοια εκπαίδευση από τέτοιους δασκάλους η νεολαία μας, δεν θα έβγαινε ο Μινώταυρος της αναγκαστικής μετανάστευσης και της ανεργίας μπροστά της να την τρομάζει.
Αφορμή γι’ αυτές τις παραφιλολογικές σημειώσεις έλαβα από την πρόσφατη έκδοσητης ποιητικής συλλογής του Γιάννη Κουβαρά «ΟΝΕΙΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ» Παραφιλολογία και όχι ανάλυση, διότι ο καψούρης τη γλεντάει την έξαψη του δεν την τεμαχίζει με το νυστέρι απάνω στο μάρμαρο του νεκροτομείου. Όποιος γνωρίζει την αγαπησιάρικη σχέση του Γ.Κ. με την ποίηση και την τέχνη θα καταλάβει:
Ούτε εντελώς γυμνή
ούτε σκεπασμένη,
αινιγματικά μισόγυμνη
σαν τη γυναίκα
να ενθαρρύνει
Την ίδια λαγνεία του ποιητή για την τέχνη του, στη ρεαλιστική έκδοση της, συναντάς στο καμάκι του παππού του σε λουλουδάτη τσιγγάνα: « Θα μου το δείξεις μωρή; θα σου δώσω ένα πενηντάρι κι ένα ρωγί λάδι». (Μέσα θάλασσα, του Γ.Κ. σελ.66). Και ήτανε γέρος, στα τελευταία του. Άλλη εποχή, άλλοι άνθρωποι αλλά το ίδιο, άτρωτο από το χρόνο, γονίδιο ο ίδιος μυθικός έρωτας για την αλήθεια του κόσμου, διαρκής και επίμονος «μέχρι να καρφώσουν το τελευταίο καρφί στην κάσα μας».
Μπροστά στη νέα του περιπέτεια, ο Οδυσσέας μας, φαίνεται να αμφιβάλλει για το θρίαμβο του ποιητικού λόγου στην αναμέτρησή του με το άδειο χαρτί:
« Οι πιο αιματηρές μάχες
Οι πιο άδοξες
Δόθηκαν
Στα αχανή
Στα ανυπεράσπιστα πεδία
Της λευκής σελίδας»
Και όμως, η ΟΝΕΙΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ μεταμόρφωσε την άνυδρη λευκή έρημο σε περιβόλι.
«Και πουθενά τώρα
Ένα γραμματοκιβώτιο
Πώς θα ταχυδρομήσουμε τη θλίψη μας;»
Δεν βρήκα στίχους να σημειολογούν καλύτερα τα ιστορικά αδιέξοδά μας και τη συλλογική μας κατάθλιψη.
« Και οι ποιητές;» γιατί δεν μπαίνουν οι ποιητές μας μπροστά να μας οδηγήσουν; Γνωρίζω την απάντηση: διότι καθοδηγούν τους λαούς τους διαχρονικά, μετά το καταληκτικό όριο της ζωής τους. Πάρε τον Όμηρο, τους τραγικούς και τους διαφωτιστές του Νέου Ελληνισμού. Οι τωρινοί έχουνε άλλη αποστολή, προφητεύουν:
Όπως τα σκυλιά αλυχτάνε
Το ραγισμένο φεγγάρι
Πριν από μεγάλο σεισμό
Το γυμνάσιο Άστρους, μια καρπερή σχολική χρονιά, έβγαλε άξιους απόφοιτους, που περάσανε στην ανώτατη βαθμίδα εκπαίδευσης και σήμερα διακρίνονται όλοι ως επιστήμονες και άνθρωποι της τέχνης. Και διαθέτει η Κυνουρία τους δικούς της γιατρούς για την υγεία της, τους δικηγόρους για το «έχει» της και τους μύστες της τέχνης για την ψυχή της. Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκει κι ο Κουβαράς, έφεδρος πια της εκπαίδευσης αλλά ταμένος μελετητής και θεράπων της ποίησης μέχρι την τελευταία ανάσα. Για το Αστρος, που τον μεγάλωσε, αναγνωρίζει ότι απόκτησε την πνευματική του οικοσκευή με δάνειο από τα « αμύθητα πλούτη» του. Και αναρωτιέται:
« Τι τόκους τώρα να του επιστρέψω;»
Αυγ. 2013 ΧΡ. ΚΥΡΚΙΝΤΑΝΟΣ