Το Συμβούλιο της Επικρατείας θεματοφύλακας του παραδοσιακού οικισμού του Νησιού του Παραλίου Άστρους

(Φωτ. το Νησί του Παραλίου Άστρους)

Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) με δύο (2) πρόσφατες αποφάσεις του[1] εκδοθείσες από το Ε΄ Τμήμα αυτού, ήτοι τις υπ' αρ. 664/2017 και την 665/2017, ακύρωσε αντιστοίχως δύο αποφάσεις της 25ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων με τις οποίες είχε εγκριθεί η κατεδάφιση υφιστάμενου κτιρίου και η ανέγερση νέου κτιρίου στον λόφο «Νησί» στο Παράλιο Άστρος (εντός του παραδοσιακού οικισμού).

Οι εν λόγω αποφάσεις του ανωτάτου δικαστηρίου είναι σημαντικές και δημιουργούν νομολογιακό προηγούμενο διότι στο σκεπτικό τους τονίζεται το ειδικό νομικό καθεστώς τόσο του παραδοσιακού οικισμού του Παραλίου Άστρους, όσο και του αρχαιολογικού χώρου: [… ο οικισμός αυτός έχει χαρακτηρισθεί ως παραδοσιακός με το π.δ. της 13.10.1998 (Δ΄ 908). Στην κορυφή του λόφου αυτού δεσπόζουν τα Αρχαία Τείχη και ο Πύργος Ζαφειροπούλου, τα οποία με την 16307/9.9.1965 απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβερνήσεως (Β΄ 605) έχουν χαρακτηρισθεί ως αρχαιολογικός χώρος “με ζώνην ασφαλείας όλη την βραχώδη χερσόνησον την αποκαλουμένην «Νησί» εφ' ης ταύτα ίδρυνται”. Εξάλλου, με την ΥΠΠΟΤ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/ Α1/Φ43/41015/2009/8.6.2012 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού (ΑΑΠ 196) εγκρίθηκε η οριοθέτηση της ως άνω περιοχής «Νησί» ως ενιαίου χερσαίου και ενάλιου αρχαιολογικού χώρου “για λόγους προστασίας των αρχαιολογικών καταλοίπων που δηλώνουν τη συνεχή χρήση της θέσης από τα προϊστορικά έως και τα σύγχρονα χρόνια και ιδιαίτερα: Των αρχαίων καταλοίπων στη νότια κορυφή του λόφου, που δηλώνουν την ύπαρξη οικισμού προϊστορικών χρόνων. Του αρχαίου τείχους στα βορειοδυτικά, που ταυτίζεται με το «επί θαλάσση τείχος» των Αιγινητών. Των ρωμαϊκών καταλοίπων στη θέση «Άστρον». Του Κάστρου της Φραγκοκρατίας (Κάστρο Ζαφειρόπουλου) στα νότια”, όπως τα όρια αυτά του αρχαιολογικού χώρου αποτυπώνονται με συνεχή κόκκινη πολυγωνική γραμμή στο συνδημοσιευθέν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τοπογραφικό διάγραμμα.]

Το ανώτατο δικαστήριο στο σκεπτικό του διαλαμβάνει επίσης ότι :                          

α) με τις διατάξεις των παρ. 1 και 6 του άρθρου 24 του Συντάγματος καθιερώνεται αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών πολιτιστικών αγαθών που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν λόγω της ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους την εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας. Η προστασία αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη διατήρηση των εν λόγω πολιτιστικών στοιχείων στο διηνεκές, καθώς και την προστασία του αναγκαίου για την ανάδειξή τους περιβάλλοντος χώρου. Επομένως, κάθε επέμβαση επί ή πλησίον αρχαίου ή νεωτέρου μνημείου πρέπει κατ' αρχήν να αποβλέπει στην προστασία και ανάδειξη αυτού, να ενεργείται δε ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του και επί τη βάσει των δεδομένων της οικείας επιστήμης, απαγορευομένων επεμβάσεων και χρήσεων μη συμβατών προς την κατά προορισμό χρήση του μνημείου και του περιβάλλοντος αυτό χώρου (πρβλ. ΣτΕ 5341/2012, 168/2012, 3077/2010, 4555/2009 κ.ά.).
β) … η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος οργανώνεται και εξειδικεύεται με τις διατάξεις του ν. 3028/2002 (Α΄ 153). Στο άρθρο 10 του νόμου αυτού ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του […] 3. […] η οικοδομική δραστηριότητα πλησίον αρχαίου επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου. Η έγκριση χορηγείται εάν η απόσταση από ακίνητο μνημείο ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη αυτού λόγω του χαρακτήρα του έργου ή της επιχείρησης ή της εργασίας. 4. Για κάθε εργασία, επέμβαση ή αλλαγή χρήσης σε ακίνητα μνημεία, ακόμη και αν δεν επέρχεται κάποια από τις συνέπειες της παραγράφου 1 σε αυτά, απαιτείται έγκριση που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου […] 6. Στις περιπτώσεις που απαιτείται έγκριση σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, αυτή προηγείται από τις άδειες άλλων αρχών που αφορούν την επιχείρηση ή την εκτέλεση του έργου ή της εργασίας και τα στοιχεία της αναγράφονται με ποινή ακυρότητας στις άδειες αυτές. […]». Σύμφωνα δε με την παρ. 4 του άρθρου 12 του ίδιου νόμου, οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 6 του άρθρου 10 εφαρμόζονται αναλόγως και για τους αρχαιολογικούς χώρους. Τέλος, στην παρ. 10 του άρθρου 73 του ίδιου νόμου προβλέπεται ότι «Πολιτιστικά αγαθά που έχουν χαρακτηρισθεί ως προστατευόμενα σύμφωνα με τις διατάξεις της προϊσχύουσας νομοθεσίας προστατεύονται στο εξής κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Πολιτιστικά αγαθά που έχουν ήδη χαρακτηρισθεί κατά κατηγορίες χαρακτηρίζονται εκ νέου σύμφωνα με τη διαδικασία και υπό τις προϋποθέσεις του παρόντος νόμου. Έως τότε προστατεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου που εφαρμόζονται αναλόγως». Οι ρυθμίσεις που εισάγονται με τις πιο πάνω διατάξεις αναφέρονται σε επεμβάσεις τόσο επί όσο και πλησίον προστατευόμενων πολιτιστικών αγαθών. Ως επεμβάσεις απολύτως απαγορευμένες από το νόμο, νοούνται αυτές, οι οποίες είναι δυνατόν να επιφέρουν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του, σε κάθε δε περίπτωση, για την πραγματοποίηση επεμβάσεων σε μνημείο που δεν επιφέρουν τις ανωτέρω συνέπειες και, συνεπώς, δεν εμπίπτουν στην πιο πάνω απαγόρευση, απαιτείται προηγούμενη έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, ύστερα από γνώμη του αρχαιολογικού συμβουλίου. Για τις επεμβάσεις πλησίον αρχαίου ισχύει ο κανόνας του επιτρεπτού, αλλά μόνο κατόπιν εγκρίσεως του Υπουργού Πολιτισμού, ειδικά δε για οικοδομικές εργασίες η έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού χορηγείται εάν η απόσταση από το ακίνητο μνημείο, στην έννοια του οποίου συμπεριλαμβάνεται πλέον ρητώς και το άμεσο περιβάλλον του, ή η σχέση με αυτό είναι τέτοια ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη σε αυτό (ΣτΕ 5341/2012, πρβλ. 168/2012 κ.ά.). Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, το Υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο είναι αρμόδιο να χορηγεί άδεια για την επιχείρηση έργου πλησίον αρχαίου ή νεώτερου μνημείου, δύναται και να απαγορεύει κάθε έργο ή δραστηριότητα που μπορεί να βλάψει, αμέσως ή εμμέσως, και δη τόσο από άποψη ασφαλείας όσο και από αισθητική άποψη, τις αρχαιότητες ή τα νεώτερα μνημεία, με γνώμονα την εις το διηνεκές διατήρηση και προστασία τους και πάντοτε ενόψει αφενός του χαρακτήρα των προστατευτέων μνημείων και αφετέρου του συγκεκριμένου έργου που πρόκειται να επιχειρηθεί. Η έγκριση δηλαδή της οικείας υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού, η οποία αποτελεί την προϋπόθεση εκδόσεως των τυχόν απαιτουμένων για την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών και τη χρήση κτιρίων λοιπών διοικητικών πράξεων, χορηγείται μόνον εάν, κατά την αιτιολογημένη κρίση της υπηρεσίας, το έργο ή η δραστηριότητα, είτε καθεαυτό είτε ενόψει των συνθηκών που υφίστανται στην περιοχή, δεν συνεπάγονται δυσμενείς επιπτώσεις στη διατήρηση, την προβολή και την εν γένει προστασία του μνημείου, αλλά και του χώρου που το περιβάλλει, και μάλιστα σε έκταση επαρκή για την ανάδειξή του (ΣτΕ 168/2012 κ.ά.). 

γ) … περαιτέρω, η Διεθνής Σύμβαση της Γρανάδας για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2039/1992 (Α΄ 61), ορίζει στο άρθρο 1 ότι η «αρχιτεκτονική κληρονομιά», κατά την έννοια της Σύμβασης, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων ακινήτων αγαθών, τα «μνημεία», στα οποία κατατάσσεται «κάθε κατασκευή ιδιαίτερα σημαντική λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού της ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων ή διακοσμητικών στοιχείων, που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους» και τα «αρχιτεκτονικά σύνολα», που περιλαμβάνουν «ομοιογενή σύνολα αστικών […] κατασκευών, σημαντικών λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού τους ενδιαφέροντος, συναφή μεταξύ τους ώστε να σχηματίζουν ενότητες, που να μπορούν να οριοθετηθούν τοπογραφικά». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι τα συμβαλλόμενα στην ανωτέρω Διεθνή Σύμβαση μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να απέχουν από κάθε ενέργεια που βλάπτει αμέσως ή εμμέσως τα μνημεία ή τα αρχιτεκτονικά σύνολα ή τον περιβάλλοντα χώρο τους (ΣτΕ 1940/2014, 669/2010 7μ κ.ά.).

[1] Σύνθεση: Χρ. Ράμμος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος και του αναπληρωτή της Αντιπροέδρου, που είχαν κώλυμα, Θ. Αραβάνης, Χρ. Ντουχάνης, Σύμβουλοι, Μ. Τριπολιτσιώτη, Ελ. Μουργιά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Νικολοπούλου

* Δικηγόροι: Γεώργιος Γαρδικιώτης (Α.Μ. 424 Δ.Σ. Ναυπλίου), Ευθυμία Γκαράνη, Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Ηλίας Κοκκίνης (Α.Μ. 164, Δ.Σ. Τριπόλεως).