Διώρυγα του Σουέζ

H διώρυγα του Σουέζ με μήκος περί τα 163 χιλιόμετρα συνδέει την Ερυθρά Θάλασσα με τη Μεσόγειο και συγκεκριμένα το λιμάνι Port Said στη Μεσόγειο με το λιμάνι της πόλης Suez στην Ερυθρά.

Η διαδρομή αυτής της διώρυγας είναι περίπου προ-χαραγμένη από τη φύση, αφού ο Ισθμός μεταξύ Ασίας και Αφρικής αποτελεί από γεωλογικής πλευράς περίπου προέκταση του κόλπου του Σουέζ, με μόνο 16 μέτρα υπερύψωση έναντι της επιφάνειας της θάλασσας. Αυτός είναι και ο λόγος που άρχισαν οι προσπάθειες για διάνοιξη της διώρυγας ήδη τον 14ο αιώνα π.Χ., όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα.

Κατά τη νεότερη εποχή ετοίμασε ο Γερμανός μαθηματικός Gottfried Leibniz (Λάιμπνιτς, 1646-1716) το έτος 1671 μία μελέτη για την αποκατάσταση της διώρυγας και απευθύνθηκε στον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο XIV (1638-1715). Ο Ναπολέων Βοναπάρτης (1769-1821), ο οποίος υπολόγιζε να αξιοποιήσει την Αίγυπτο ως βάση για την κατάκτηση της βρετανικής Ινδίας, έδωσε εντολή το έτος 1798, κατά την «αιγυπτιακή εκστρατεία» του, να γίνουν τοπογραφικές μελέτες για νέα διάνοιξη της διώρυγας. Οι Γάλλοι μηχανικοί κατέληξαν στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η επιφάνεια της Ερυθράς Θάλασσας βρίσκεται σχεδόν 10 μέτρα πάνω από αυτή της Μεσογείου και αυτό θα σήμαινε την κατασκευή εκτεταμένων και πολυδάπανων δεξαμενών.

Όμως, μετρήσεις Βρετανών μηχανικών το έτος 1841 και νεότερες μετρήσεις του 1846 από Βρετανούς, Γάλλους και Αυστριακούς έδειξαν ότι η υψομετρική διαφορά μεταξύ των δύο θαλασσών ήταν ασήμαντη και δεν υπήρχε ουσιαστικό πρόβλημα για την εκ νέου διάνοιξη της διώρυγας. Το έτος 1854 έπεισε ο Γάλλος μηχανικός Ferdinand de Lesseps (Λεσέψ, 1805-1894) τον αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μοχάμεντ Σαΐντ να παρέμβει στην Κων/πολη για την έγκριση των έργων. Η έγκριση δόθηκε το έτος 1856 και η γαλλο-αιγυπτιακή εταιρία «Compagnie universelle du canal maritime de Suez» ανέλαβε την κατασκευή της διώρυγας και την εκμετάλλευσή της για 99 έτη.

Η κατασκευή της διώρυγας απαίτησε σημαντικές προσπάθειες, αφενός επειδή όλα τα απαραίτητα υλικά και μηχανήματα έπρεπε να εισαχθούν από την Ευρώπη, αφετέρου επειδή δεν υπήρχε στην περιοχή εργατικό δυναμικό, το οποίο θα μπορούσε έστω να εκπαιδευτεί για την εκτέλεση των έργων. Η ξυλεία που απαιτήθηκε για το έργο προήλθε από δάση της Ουγγαρίας, μεταφερόταν μέσω του Δούναβη στο παραθαλάσσιο Γαλάτσι της Ρουμανίας και από εκεί, μέσω Βοσπόρου, Δαρδανελίων και του Αιγαίου, έφτανε στο Πορτ Σάιντ.

‘Άλλο σημαντικό πρόβλημα κατά την εκτέλεση των εργασιών στη διώρυγα ήταν η προμήθεια επαρκούς και καθαρού πόσιμου νερού για τους περίπου 25.000 εργάτες. Για το σκοπό αυτό χρειάζονταν το έτος 1862 περίπου 1.600 καμήλες για την καθημερινή μεταφορά νερού στους τόπους εργασίας. Το νερό προερχόταν από τον ποταμό Νείλο και κατασκευάστηκε επί τούτου ένα ιδιαίτερο κανάλι «γλυκού νερού».

Η κατασκευή της διώρυγας είχε πολλά ακόμα απρόοπτα, όπως τα διάφορα εργατικά ατυχήματα, τα οποία κόστισαν τη ζωή σε συνολικά αρκετές χιλιάδες εργάτες, η εκδήλωση επιδημίας χολέρας, με αποτέλεσμα να λιποτακτήσουν για κάποιο διάστημα όλοι οι εργάτες από την περιοχή κ.ά. Στις αρχές του έτους 1869 άρχισαν να εισρέουν τα νερά της Μεσογείου Θάλασσας και προς το τέλος του ίδιου έτους έγινε πανηγυρικά η έναρξη της λειτουργίας της διώρυγας. Τα πανηγύρια για την επαναλειτουργία της διώρυγας μετά από αρκετούς αιώνες διακοπής αποτέλεσαν από τις μεγαλύτερες εορταστικές εκδηλώσεις του 19ου αιώνα, προσκλήθηκε ένας τεράστιος αριθμός Ευρωπαίων ηγεμόνων και πολιτικών, εκτελέστηκε λίγο αργότερα (1871) σε παγκόσμια πρώτη η όπερα Aida του Giuseppe Verdi κλπ.

Επειδή τα πρώτα χρόνια δεν απέδωσε η λειτουργία της διώρυγας ικανοποιητικά έσοδα και η αιγυπτιακή κυβέρνηση αδυνατούσε να συνεχίσει τις χρηματοδοτήσεις, ανέλαβε η Μ. Βρετανία το αιγυπτιακό μερίδιο στην εταιρία και απέκτησε έτσι τη δυνατότητα σημαντικής πολιτικής παρέμβασης. Αυτή η ενέργεια οδήγησε σε λαϊκή εξέγερση, η οποία κατεστάλη το έτος 1882 με την κατάληψη της Αιγύπτου από βρετανικά στρατεύματα. Με τη συνθήκη της Κων/πολης του έτους 1888 ανακηρύσσεται η διώρυγα του Σουέζ ως ελεύθερη ζώνη ναυσιπλοΐας για εμπορικά και πολεμικά πλοία, με ελέγχουσα δύναμη τη Μ. Βρετανία.

Προφανώς, η εμπορική και πολεμική σημασία της διώρυγας αυξήθηκε με την πάροδο του χρόνου και η περιοχή αποτέλεσε και στους δύο παγκόσμιους πολέμους εστία σοβαρών συγκρούσεων των αντίπαλων δυνάμεων. Μέχρι τη δεκαετία του 1950 παρέμεινε πάντως η Μ. Βρετανία η κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή, παρ’ ότι από το έτος 1922 είχε τοποθετηθεί Αιγύπτιος βασιλιάς στο προτεκτοράτο της Αιγύπτου.

Τελικά καταλήφθηκε η διώρυγα του Σουέζ από τις αιγυπτιακές στρατιωτικές δυνάμεις το έτος 1956, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει παγκόσμια κρίση, λόγω της επίθεση του Ισραήλ κατά της Αιγύπτου και της απόβασης αγγλογαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων στη χώρα. Με την παρέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ απεχώρησαν τα ξένα στρατεύματα, η διώρυγα έμεινε υπό αιγυπτιακό επιχειρηματικό έλεγχο, ενώ το ρόλο προστάτιδας δύναμης έπαιξαν, αρχικά η Σοβιετική Ένωση και από το 1975 η Αμερική. Μεταξύ των ετών 1967-1975 η διώρυγα του Σουέζ έμεινε κλειστή λόγω της κατάληψης της χερσονήσου του Σινά από το Ισραήλ, ως συνέπεια του «εξαήμερου πολέμου».

Από στατιστικά στοιχεία προκύπτει ότι το έτος 1887 διέπλευσαν τη διώρυγα του Σουέζ 3.137 πλοία με 5,9 εκατομμ. τόνους προϊόντα και περίπου 183.000 ταξιδιώτες. Στις αρχές τους 21ου αιώνα διαπλέουν ετησίως τη διώρυγα περί τα 15.000 πλοία με φορτίο που αποτελεί το 14% των θαλάσσιων μεταφορών παγκοσμίως. Επειδή δεν είναι δυνατόν να διαπλεύσουν τη διώρυγα του Σουέζ μεγάλα δεξαμενόπλοια πετρελαίου, ταξιδεύουν αυτά συνήθως γύρω από τη νότια Αφρική και γι’ αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται το πετρέλαιο στα μεταφερόμενα δια της διώρυγας προϊόντα. Όμως, σε εποχές μεγάλης πετρελαϊκής ζήτησης αδειάζουν τα δεξαμενόπλοια το φορτίο τους στο νότιο άκρο της διώρυγας, μεταφέρεται αυτό με αντλίες σε δεξαμενές στο βόρειο άκρο κι εκεί φορτώνεται εκ νέου σε δεξαμενόπλοια της Μεσογείου.

Πηγή: sfrang.com