Η έλλειψη ταλέντων και το κύμα της «μεγάλης παραίτησης» που πυροδοτήθηκε μετά την έναρξη της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης αναδιατάσσουν το τοπίο και στην εγχώρια αγορά εργασίας, με σχεδόν έναν στους δύο Ελληνες εργαζομένους να δηλώνει ότι θα προτιμούσε να παραιτηθεί από την εργασία του αν αυτή εμπόδιζε την προσωπική του ευτυχία. Μάλιστα, το 59% των ερωτηθέντων που συμμετείχαν στην έρευνα Workmonitor της Randstad θέτει ως βασική προτεραιότητα την προσωπική του ζωή έναντι της επαγγελματικής και το 28% προτιμάει να παραμείνει χωρίς εργασία, παρά να είναι δυσαρεστημένο στη θέση εργασίας του. Οπως αποδεικνύεται, μια μεγάλη μερίδα εργαζομένων στην Ελλάδα έχει επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητές της, με τις νεότερες γενιές να εκφράζουν φανερά την ανάγκη για προσωπική ολοκλήρωση, ενώ παράλληλα δεν φοβούνται να αποχωρήσουν από την εργασία τους αν δεν ανταποκρίνεται πλέον στις ανάγκες και στις αξίες τους. Η τελευταία έρευνα Workmonitor της Randstad, με συνολικό δείγμα 35.000 εργαζομένους –μεταξύ των οποίων περισσότεροι από 800 Ελληνες–, καταδεικνύει την επιτακτική ανάγκη των επιχειρήσεων να συμπεριλάβουν στη στρατηγική τους τη νέα δυναμική που δημιουργείται μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών και επηρεάζεται άμεσα από την έλλειψη ταλέντων. Οι νέες αυτές τάσεις είναι εμφανείς και στη χώρα μας, ιδιαίτερα στις νεότερες γενιές, με χαρακτηριστικότερη τη σύνδεση της προσωπικής με την επαγγελματική ζωή. Σχεδόν 6 στους 10 συμμετέχοντες θέτουν ως βασική προτεραιότητα την προσωπική τους ζωή έναντι της επαγγελματικής. Μάλιστα, το 40% θα επέλεγε να μην εργαστεί καθόλου σε περίπτωση που είχε την οικονομική δυνατότητα να κάνει κάτι τέτοιο (48% παγκοσμίως).
Σε ποσοστό 95% δήλωσαν ότι η διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής είναι πολύ σημαντική τόσο στην τρέχουσα όσο και στη μελλοντική τους απασχόληση. Σε ποσοστό 46% οι ερωτηθέντες στην Ελλάδα δήλωσαν ότι θα προτιμούσαν να παραιτηθούν από την εργασία τους αν αυτή τους εμπόδιζε να απολαύσουν τη ζωή τους, και το 28% των εργαζομένων θα προτιμούσε να παραμείνει χωρίς εργασία παρά να είναι δυσαρεστημένο σε μια θέση εργασίας (έναντι 33% παγκοσμίως). Το 37% των Gen Z και το 34% των Millennials δηλώνουν πρόθυμοι να αποχωρήσουν σε περίπτωση που η εργασία τους επηρέαζε αρνητικά την προσωπική τους ζωή, ενώ το 39% της Gen Z και το 42% των Millennials έχουν αποχωρήσει από την εργασία τους στο παρελθόν, λόγω απώλειας της ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής.
Συνολικά καταγράφεται σημαντική μεταβολή της νοοτροπίας των εργαζομένων, με τις νεότερες γενιές να θέτουν ως προτεραιότητα την αναζήτηση μεγαλύτερης ικανοποίησης και ευτυχίας στον εργασιακό χώρο, ενώ δείχνουν σαφή προτίμηση στα ευέλικτα μοντέλα εργασίας, τη στιγμή που ένα σημαντικό μέρος νέων εργαζομένων δεν έχει εργαστεί ποτέ από το γραφείο. Αυτό στην πράξη δημιουργεί για τους εργοδότες την ανάγκη επανακαθορισμού της στρατηγικής ανάπτυξης της εταιρικής κουλτούρας, αλλά και της πολιτικής ανθρώπινων πόρων, προκειμένου να διαχειριστούν αυτό το φαινόμενο. Ιδιαίτερα εάν επιθυμούν να προσεγγίσουν εργαζομένους με ταλέντο.
Σύμφωνα μάλιστα με τη Randstad, η επιστροφή στον χώρο εργασίας δεν θα είναι ποτέ ίδια. Είναι ενδεικτικό ότι οι Ελληνες εργαζόμενοι δηλώνουν ως σημαντική προτεραιότητα το ευέλικτο ωράριο (85%) και την ευελιξία στον χώρο εργασίας (79%), εντούτοις μόνο το 35% των ερωτηθέντων αισθάνεται ότι έχει ευελιξία ως προς τον χώρο και μόνο το 44% ως προς τον χρόνο εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, οι ευέλικτες πολιτικές στον χώρο εργασίας διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων καριέρας, αφού 28% των ερωτηθέντων εργαζομένων δήλωσαν ότι θα αρνούνταν μια θέση εργασίας που δεν θα τους παρείχε ευελιξία στον τόπο εργασίας, ενώ το 34% δεν θα δεχόταν μια θέση εργασίας χωρίς ευελιξία στο ωράριο εργασίας τους.
Οι Ελληνες εργαζόμενοι που ανήκουν στη γενιά της Gen Z και των Millennials αξιολογούν σε μεγάλο βαθμό τη συμβατότητά τους με την κουλτούρα της εταιρείας. Ετσι, το 52% της Gen Z και το 50% των Millennials δεν θα δέχονταν μια πρόταση εργασίας σε μια εταιρεία που θα ήταν αντίθετη με τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές πεποιθήσεις τους, σε σύγκριση με το 40% της γενιάς των Baby Boomers.
Ως προς τις εξελίξεις, τέλος, των 12 τελευταίων μηνών αναφορικά με τις αποδοχές και τις παροχές προς τους εργαζομένους, η έρευνα δείχνει ότι:
– Το 26% των εργαζομένων έχει λάβει αύξηση στις οικονομικές αποδοχές.
– Το 15% των εργαζομένων έχει λάβει αυξημένες παροχές (χορήγηση ετήσιας άδειας, υγειονομική περίθαλψη, σύνταξη, κ.λπ.).
– Το 12% των εργαζομένων έχει λάβει αυξημένη στήριξη για την οικογένεια και τα εξαρτώμενα μέλη (στήριξη για τη φροντίδα των παιδιών, γονική άδεια, άδεια φροντίδας).
– Το 21% των εργαζομένων έχει λάβει αυξημένες ευκαιρίες επαγγελματικής κατάρτισης ή ανάπτυξης.
Της Ρούλας Σαλούρου
Πηγή: Kathimerini.gr