(Φωτ. αρχείου, στη κεντρική ακτή Παραλίου Άστρους)
Σε λάθος κατεύθυνση κινείται ο ελληνικός τουρισμός, ακολουθώντας έναν άναρχο και μαζικό πρότυπο ανάπτυξης, με τις δημόσιες πολιτικές να στοχεύουν στη βραχυπρόθεσμη μεγιστοποίηση των εσόδων εις βάρος της περιβαλλοντικής και κοινωνικής βιωσιμότητάς του.
Αυτό καταδεικνύει κείμενο εργασίας του δρ. Φυσικής Άγγελου Σωτηρόπουλου που εκπονήθηκε σε συνεργασία με τον Κύκλο Βιώσιμης Ανάπτυξης του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ)
Η δημοσίευση αποκαλύπτει τις οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην τουριστική βιομηχανία, τον βαθμό ετοιμότητας του τομέα και του κράτους και καταθέτει προτάσεις πολιτικής για την ενίσχυση της κλιματικής ανθεκτικότητας των τουριστικών περιοχών, υποδομών και επιχειρήσεων.
Η έρευνα υπογραμμίζει πως η χώρα μας –όντας μεσογειακή- αναμένεται να πληγεί εντονότερα από τις τρέχουσες αλλά και μελλοντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής καθώς η Μεσόγειος αποτελεί περιοχή υψηλής τρωτότητας.
Έτσι, ο τουρισμός αν και αποτελεί αναμφίβολα σημαντικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας, ωστόσο είναι ένας από τους πλέον ευάλωτους στην κλιματική αλλαγή τομείς με πλήθος συνεπειών, οι οποίες αναμένεται να επηρεάσουν το σύνολο των δραστηριοτήτων και επιδόσεών του. Όπως αναφέρει ο Άγγελος Σωτηρόπουλος, η ισχυρή εποχικότητα του ελληνικού τουρισμού σε συνδυασμό με την ανισοβαρή κατανομή του στις θερμές κλιματικές ζώνες της χώρας αναμένεται να επιδράσει αρνητικά στο τουριστικό προϊόν.
Η έρευνα υπογραμμίζει ότι οι επικείμενες φυσικές καταστροφές, η καταστροφή ή αλλοίωση των τουριστικών προορισμών και μνημείων (βλ. πυρκαγιές στην Εύβοια και πλημμύρες στην Χαλκιδική και την Κρήτη), οι χρόνιες επιπτώσεις όπως η λειψυδρία και η παρατεταμένη ξηρασία αλλά και ο εν γένει κίνδυνος για την υγεία των εργαζομένων στον τουρισμό από την αύξηση των θερμοκρασιών προβλέπεται να δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία του τουριστικού συμπλέγματος.
Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με το κείμενο εργασίας, είναι ανησυχητικό ότι η ανάκαμψη του τουρισμού όχι μόνο δεν ενσωματώνει στοιχεία μετριασμού και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή αλλά συντελείται με ενίσχυση των χαρακτηριστικών του προ πανδημίας μη βιώσιμου μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης.
Συνολικά, διαφαίνεται ότι δεν υφίσταται οργανωμένο τομεακό πλαίσιο και πολιτικές προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή σε κεντρικό ή τοπικό επίπεδο. Καταγράφονται μόνο αποσπασματικές δράσεις οι οποίες στοχεύουν για παράδειγμα στη βελτίωση της ενεργειακής κατανάλωσης μεμονωμένα των τουριστικών καταλυμάτων.
Ωστόσο, ο διδάκτωρ Φυσικής σημειώνει ότι η χώρα διαθέτει τους απαραίτητους μηχανισμούς και τα χρηματοδοτικά εργαλεία τα οποία θα μπορούσαν να ενεργοποιηθούν και να συντονιστούν προκειμένου να επιτευχθεί βελτίωση της προσαρμοστικής ικανότητας του τομέα.
Η δυναμική ωστόσο του τουρισμού προς τη διατήρηση μιας άναρχης και περιβαλλοντικά ανεύθυνης ανάπτυξης σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν έχουν υλοποιηθεί έως σήμερα οι απαραίτητες πολιτικές για την προσαρμογή του, καθιστούν τον εν λόγω τομέα εξαιρετικά ευάλωτο και ενδεχομένως μη βιώσιμο στις αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής υπό το πρίσμα και των πολλαπλών/παράλληλων κρίσεων και απειλών σε διεθνές και εθνικό επίπεδο.
Οι άμεσες ενέργειες για τον συντονισμό της προσαρμογής του τομέα σε πολιτικό επίπεδο καθίστανται πλέον επιβεβλημένες και επείγουσες, προειδοποιεί στα συμπεράσματά του η δημοσίευση του ΕΝΑ.